Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Pantimo

«DHEEPAN- Ο άνθρωπος χωρίς πατρίδα»: ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΣ «ΧΡΥΣΟΣ ΦΟΙΝΙΚΑΣ»

23 Νοεμβρίου 2015
Κατηγορία Κριτικές
Διαβάστηκε 2798 φορές

Κάπως διαφορετικά αντιλαμβάνονται πολλοί την ταινία που κερδίζει τον «Χρυσό Φοίνικα», κάπως αλλιώτικα, επίσης, έχουν οριοθετήσει πολλοί τον ΖΑΚ ΟΝΤΙΑΡ ως auteur, και φυσικά επικρατεί απόλυτη σύγχυση  σε πάρα πολλούς σχετικά με την έννοια της «κάθαρσης» χωρίς να υποπτεύονται τούτοι  οι πολλοί ότι αυτή επιτυγχάνεται όχι μόνο με την ΤΙΜΩΡΙΑ αλλά και  με τη ΔΙΚΑΙΩΣΗ του ήρωα.

 

Το αν θα επιτευχθεί με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο η «περιβόητη» κάθαρση έχει να κάνει με τη συνολική δομή του σεναρίου: Με το τι είδους «εμπόδια» βάζει το σενάριο στον κεντρικό ήρωα ώστε να φτάσει στο φινάλε που ο συγγραφέας του έχει ορίσει κι αναλόγως με το φινάλε δομείται και στήνεται η πλοκή. Αλλιώς θα πάει η ιστορία αν στο τέλος τον βλέπουμε να τιμωρείται, άλλα στοιχεία θα τον εμποδίζουν να φτάσει στο τέρμα όταν αυτό το τέρμα είναι η ευτυχία του ή η δικαίωση του.

Αυτά προς γνώσιν, διότι η ταινία αντιμετωπίζει κι ένα τέτοιο ενδεχόμενο κριτικής , αν όχι κι απόρριψης, επειδή επικρατεί σύγχυση.

Κι η σύγχυση έχει ξεκινήσει με το ότι δεν την περίμεναν να κερδίσει στις Κάννες και τους ήρθε απότομα ο «Χρυσός Φοίνικας». Επειδή τον «Χρυσό Φοίνικα» τον έχουν ταυτίσει ή ορίσει ως ανακάλυψη ενός auteur.

Κι επειδή έχουν και για τον auteur μια παρεξηγημένη αντίληψη, τον ΖΑΚ ΟΝΤΙΑΡ τον έπαιζαν ως κάτι τέτοιο, μέχρι που τους ξάφνιασε η βράβευση του για ένα έργο που νόμιζαν ότι δεν εμπίπτει στους κανόνες.

Μόνο που ο Οντιάρ δεν είναι auteur με αυτή την έννοια αλλά είναι auteur με μία άλλη: Είναι σεναριογράφος-σκηνοθέτης, που ενδιαφέρεται πρώτα από όλα να κάνει ένα καλό έργο, με κινηματογραφικούς νόμους και με κύριο χαρακτηριστικό τους δραματικούς ήρωες, που στα περισσότερα του φιλμ είναι περιθωριοποιημένοι , με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αλλά δεν είναι ο Οντιάρ auteur του περιθωριακού σινεμά. Είναι αφηγητής ιστοριών στην οθόνη.

Μια τέτοια ιστορία μας λέει και στην καινούργια ταινία, η οποία εμπνέεται από το μεταναστευτικό ζήτημα. Με ήρωα ένα αντάρτη, ένα μαχητή  των Ταμίλ στη Σρι Λάνκα, ο οποίος κυνηγημένος επιθυμεί να διαφύγει στο Παρίσι και μαζί με μία γυναίκα ολομόναχη κι ένα ορφανό κορίτσι παριστάνουν ότι είναι οικογένεια για να πάρουν τη θέση μιάς άλλης οικογένειας και να πετύχουν να τους δώσουν χαρτιά..Τα καταφέρνουν και στο Παρίσι όπου τους εγκαθιστούν αρχίζουν οι φάσεις προσαρμογής. Από τη μια με τον έξω κόσμο, από την άλλη με τις μεταξύ τους σχέσεις για το αν θα διαλυθούν και θα τραβήξει ο καθένας το δρόμο του ή αν θα ακολουθήσουν το δρόμο της έννοιας «οικογένεια» που οι συνθήκες τους έφεραν σε αυτόν.

Ο Ζακ Οντιάρ πλέκει την ιστορία, συνθέτει τους χαρακτήρες, το μεταναστευτικό το μεταφέρει στο προσωπικό μα τα ζητήματα που βάζει στους ήρωες του να αντιμετωπίσουν είναι τόσο πανανθρώπινα ώστε τελικά το προσωπικό να μεταβάλλεται σε καθολικό, σε ουμανιστικό. Όχι σε κήρυγμα περί αγάπης, ειρήνης, συμπόνιας, συνύπαρξης κλπ, κλπ, αλλά στο να μας φέρει στο σημείο να σκεφτούμε αυτές τις έννοιες λόγω της εξέλιξης που παρατηρείται  στους χαρακτήρες και στο περιβάλλον, οι οποίοι ζυμώνονται από κοινού κι αλληλοεπηρεάζονται.

Ο Οντιάρ σκηνοθετεί με γνώμονα την προβολή της ιστορίας, κατευθύνεται από αυτά που του υπαγορεύει το ίδιο το σενάριο που ο ίδιος έγραψε  κι έτσι κάνει τη σκηνοθεσία. Γράφει το δράμα με σύντομες σκηνές ώστε να δίνεται κινηματογραφικός ρυθμός στην ταινία κατά το μοντάζ και ο θεατής να ενδιαφέρεται για αυτούς τους ανθρώπους, για το που πάνε και που τους πάει. Ο Οντιάρ θέλησε να κάνει μια ταινία εμπνευσμένη από το μεταναστευτικό και την έκανε με τους όρους της Τέχνης κι όχι του κηρύγματος ούτε όμως και με τους νόμους του auter-ισμού , που τα ιερατεία θα αποφάσιζαν με το ξεκίνημα του Φεστιβάλ να του χαρίζουν αστέρια  επειδή η ιστορία θα ήταν υποτυπώδης, οι χαρακτήρες ανύπαρκτοι αλλά μια κάμερα θα έτρεχε πέρα δώθε και θα ακούγονταν κραυγές…. Κι αυτό θα δηλωνόταν «υψηλή τέχνη». Ο Οντιάρ, όμως, με τα έργα που μας έχει δείξει ως τώρα, δεν θα μπορούσε να έχει κάνει τέτοιου τύπου έργο. Εκανε έργο από εκείνα που περίμεναν αυτοί που τον έχουν αποτιμήσει σωστά στο που κινείται. Το αν είναι καλύτερο η χειρότερο (χειρότερο ΕΠ’ΟΥΔΕΝΙ δεν είναι!!) ή… μεσαιότερο από τα άλλα του, προσωπικά λίγο με νοιάζει. Και με νοιάζει λίγο όχι από καμιά διάθεση περιφρόνησης αλλά από το γεγονός πως τα έργα πιάνουν προσωπικές σχέσεις με τον κάθε θεατή χωριστά. Άλλος μπορεί να βάλει στην πρώτη σειρά τον «Προφήτη», άλλος μπορεί να προτάξει και το «Ο χτύπος που έχασε η καρδιά μου» ενώ το ίδιο το περιστατικό και τα πρόσωπα που το ζωντανεύουν μπορούν σε κάποιους να δώσουν πρωτιά για το «Σώμα με σώμα». Κι η κριτική αυτή τη στιγμή δεν γράφεται ως ανταπόκριση από τις Κάννες αλλά για ταινία που βγήκε στις αίθουσες και θα πάνε να τη δουν θεατές, ως ταινία δηλαδή που παραδόθηκε πλέον στο κοινό.

 

Εκείνο που έχω να πω με βεβαιότητα είναι ότι ο «DHEEPAN» είναι ταινία που εμπίπτει και ξεχωρίζει στο σύνολο του «οντιαρικού» έργου.

Τροποποιήθηκε Πέμπτη, 26 Νοεμβρίου 2015 19:20
Pantimo

Τελευταία άρθρα από τον/την Pantimo