Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Pantimo

«ΤΟ ΜΟΥΤΡΟ: Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ» (Mechanic resurrection): O ΣΤΕΙΘΑΜ, Ο ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ ΚΙ Η …. «ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΑ»

31 Αυγούστου 2016
Κατηγορία Κριτικές
Διαβάστηκε 2924 φορές

Ωρα ήταν να πεθυμήσω να δω κι ένα blockbuster. Προτίμησα το «Μούτρο» από το «Ομάδα αυτοκτονίας» φερειπείν, κυρίως λόγω ΤΖΕΙΣΟΝ ΣΤΕΙΘΑΜ από τον οποίο και θα αρχίσω διότι γι αυτόν πήγα και δεν έκλαψα τα λεφτά μου. Αν και το φιλμ μου άρεσε κατά 70 ο/ο, με βοήθησε όμως και σε κάποιες διαπιστώσεις, που έτσι κι αλλιώς μου είναι γνωστές.

 

Ο ΤΖΕΙΣΟΝ ΣΤΕΙΘΑΜ λοιπόν είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση ηθοποιού-action hero, ένα είδος ηθοποιού-πρωταγωνιστή που κρατά από τις απαρχές του κινηματογράφου,κι ως είδος έχει βγάλει σπουδαίους εκπροσώπους.

Για να μην ανατρέξω στο παρελθόν κι καταλήξω να γράψω «ιστορικό» κομμάτι, που δεν είναι των προθέσεων μου αυτή τη στιγμή, θα περιοριστώ στο τώρα και σε αυτόν και θα πω ότι τον χαρακτηρίζω «ιδιάζουσα» περίπτωση καταχρηστικά. Κι άλλοι ξεκίνησαν σαν κι αυτόν. Εννοώντας πως κι άλλοι ξεκίνησαν από τα b-movies αυτού του είδους και μέσα από εκεί έμαθαν τη δουλειά, σιγούρεψαν τη σχέση τους με τον φακό και πως τους θέλει και μετά άρχισαν να βελτιώνουν τις δουλειές τους.

Ο Στέιθαμ βρίσκεται πλέον στη φάση που από bmovies action hero μετακομίζει σιγά σιγά σε ακριβότερα κινηματογραφικά προάστια  μια και πέρασε επιτυχώς, εδώ και καιρό, τις πρώτες εξετάσεις και πλέον γίνονται καλύτερες παραγωγές πάνω του.

Και τούτη εδώ είναι μια τέτοια παραγωγή, καλύτερη από το πρώτο «Μούτρο» που βασιζόταν στην ταινία την παλιά του ΤΣΑΡΛΣ ΜΠΡΟΝΣΟΝ ενώ το sequel έχει αρκετά αυτονομηθεί και μόνο χαλαρή, χαλαρότατη, σχέση έχει με την «πατέντα» του original.

Διαθέτει γυρίσματα σε μέρη εξωτικά, μας πάει στο ΡΙΟ, στην ΚΟΥΑΛΑ ΛΟΥΜΠΟΥΡ, στην ΜΠΑΝΓΚΟΝΓΚ και στα γειτονικά νησιά του ΠΟΥΚΕ, μας στέλνει και στο ΣΥΔΝΕΥ, μας φτάνει κι ως τη ΒΑΡΝΑ στη Βουλγαρία.Η χαρά της απόδρασης. Περιπέτεια δράσης σε τόσα πολλά μέρη  με μπουνιές ,κλωτσιές κι εκρήξεις αλλά και μια στοιχειώδη υπόθεση να συνοδεύει τη δράση σχεδόν ως κειμενο-λεζάντα.

Είναι και το θετικό της ταινίας  διότι υπάρχουν σεναριακές αφορμές για τις ταξιδιωτικές μετακινήσεις και για το ξύλο που θα ρίξει ο ήρωας μας όπου κι εμείς γουστάρουμε για λογαριασμό του την εκδίκηση που παίρνει.

Φωτογραφία των τοπίων αλλά και των νυχτερινών για ατμόσφαιρα, εκπληκτικό το επιτελείο που επιμελήθηκε τους ήχους οι οποίοι παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο  και σχεδόν υπαγορεύουν την ταινία και την δράση της και πάνω από όλους ο Στέιθαμ ο οποίος γίνεται το επίκεντρο του φακού και του σκηνοθέτη ανταποκρινόμενος πλήρως και με το παραπάνω σε αυτό που έχει φτιάξει όλα αυτά τα χρόνια.

Κάποιοι θα πουν ότι παίζει τον «εαυτό του», θα επαναλάβω ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει, κανείς μα δεν τον ξέρει ως άνθρωπο ώστε να ξέρουμε ποιος είναι ο εαυτός του Στέιθαμ εκτός πλατό, παίζει την persona που «εκπορεύεται» από το παρουσιαστικό του έτσι όπως το καταγράφει ο φακός κι αυτή την persona επιχειρεί να τη «γεμίζει» από ταινία σε ταινία και να την κάνει να φαίνεται πιό σίγουρη και πιο ώριμη.

Θυμίζει κάπως και Κλιντ Ηστγουντ στα νιάτα του, την εποχή μεταξύ «σπαγγέτι» κι «Επιθεωρητή Κάλαχαν», με το βλέμμα το μπλαζέ που ο φακός επειδή τον θέλει το κάνει να υπονοεί και πολλά ενώ αυτός ένα βλέμμα ρίχνει κι αυτό είναι αλλά έχει το χάρισμα του φακού.

Οπότε, με ένα υπό ολοκλήρωση πρωταγωνιστή του είδους και με τη δράση συμβαδίζουσα με την υπόθεση όπως το περιέγραψα πιο πάνω, περνάμε καλά. Και μάλιστα όταν μπαίνουμε στο δεύτερο μέρος που μας βρίσκει "κλιμακούμενους" η δράση κι ετοιμάζεται να εμφανιστεί στην οθόνη κι ο ΤΟΜΥ ΛΗ ΤΖΟΟΥΝΣ σε υποσχόμενο «ρόλο κλειδί» ανεβαίνει κι άλλο η διάθεση μας.

Εκεί όμως που ανέβαινε, εκεί και πέφτει. Αντί να ανέβει η ταινία στα μισά του β’ μέρους με την εμφάνιση του Τόμυ Λη Τζόουνς, του εκπληκτικού αυτού κινηματογραφικού ΗΘΟΠΟΙΟΥ, δεν γίνεται σχεδόν τίποτα. Ο Τόμυ Λη Τζόουνς  θαρρείς απλώς και δάνεισε τη φυσιογνωμία του για λίγα γυρίσματα, έναντι μιάς κάποιας αμοιβής και το έργο έμεινε προσκολλημένο στην υπόσχεση περί ενός ακόμα sequel. Οπότε κι εμείς δεν αποχωρούμε της αίθουσας με τον ίδιο ενθουσιασμό που παρακολουθούσαμε πριν.

Πραγματικά, έμεινα με την απορία γιατί δεν το δούλεψαν λίγο παραπάνω αυτό το κομμάτι, γιατί το περιόρισαν και όλα τα καλά είχαν μείνει στο πρώτο μέρος και στις αρχές του δεύτερου.

Θα μπορούσα εδώ να αρχίσω πάλι τους «φιλιππικούς» για τα σημερινά studio και για τους executives που τα διευθύνουν κι οι οποίοι συμπεριφέρονται ως υπάλληλοι πολυεθνικών και μπλα-μπλα-μπλα.

Δεν μου το επέτρεψε τα όνομα του σκηνοθέτη. Διότι αν δεν είμαστε πρισματικοί δεν μπορούμε να βγάζουμε ούτε ασφαλή συμπεράσματα ούτε να κάνουμε σωστή κριτική στο σινεμά των ειδών.

Ο σκηνοθέτης λοιπόν δεν είναι Αμερικάνος αλλά Γερμανός. Κι όχι Γερμανός που έφυγε προς αναζήτηση τύχης στην Αμερική αλλά Γερμανός της Γερμανίας που ζει στο Βερολίνο. Είναι αυτός που είχε κάνει «ΤΟ ΚΥΜΑ», ναι, ο ΝΤΕΝΙΣ ΓΚΑΝΣΕΛ κι ο οποίος προφανώς θέλησε να δοκιμαστεί ως σκηνοθέτης, να δοκιμάσει δηλαδή τις δυνάμεις του σε κάτι εκ διαμέτρου αντίθετο από εκείνο, σε ένα «blockbuster», όπως το λέμε εδώ, σε μια περιπέτεια δράσης όπως τη λέει εκείνος, σε μια «αμερικανιά» όπως συνηθίζουν να λένε οι εδώ γύρω, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι αυτές τις «αμερικανιές» ως επί το πλείστον τις έχουν γυρίσει ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ σκηνοθέτες από τη ΓΑΛΛΙΑ, τη ΓΕΡΜΑΝΙΑ, τη ΔΑΝΙΑ, τη ΝΟΡΒΗΓΙΑ, τη ΣΟΥΗΔΙΑ κλπ, κλπ.Και μήπως οι "ορισμοί" είναι απλώς "μπανάλ" κι αφορούν στην "τεμπελιά" κριτικών και σχολιαστών που είναι έξω από το παιχνίδι που λέγεται ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ

Ο ΝΤΕΝΙΣ ΓΚΑΝΣΕΛ λοιπόν τα καταφέρνει μια χαρά και στο είδος της περιπέτειας δράσης, κρατώντας το στοιχείο της έντασης από το ΚΥΜΑ» και μεταφέροντας το σε άλλο είδος, δείχνοντας  την πολυεδρικότητα τόσο του εαυτού του όσο και του ίδιου του κινηματογράφου. Διότι ένας σκηνοθέτης δεν είναι υποχρεωτικό να θέλει να αναλώσει μιά ζωή και μιά καριέρα κάνοντας μόνο ένα πράγμα επειδή έτσι τον βρίσκουν "ευανάγνωστο" οι θεωρητικοί του σινεμά

Δύο πράγματα μόνο θα ήθελα να τον ρωτούσα αν τον είχα συναντήσει και κάναμε κουβέντα για την ταινία όχι «στημένη» σαν τα junket των εταιριών αλλά μια κουβέντα κανονική. Σαν κι εκείνες που έκανα όταν συναντούσα προσωπικά τους ανθρώπους του κινηματογράφου.

Θα τον ρωτούσα πως και δεν εκμεταλλεύτηκε στο δεύτερο μέρος την παρουσία του Τόμυ Λη Τζόοουνς ώστε να ανεβάσει κι άλλο το φιλμ και θα τον ρωτούσα επίσης για το γεγονός πως έχει επικεντρωμένο το φακό μονίμως στον Τζέισον Στέιθαμ, ακόμα και στις ερωτικές σκηνές όταν έχει στη διάθεση του για παρτενέρ του πρωταγωνιστή την ΤΖΕΣΙΚΑ ΑΛΜΠΑ που είναι επίσης σέξυ κι επιμένει να δείχνει τις γυμνές πλάτες εκείνου κι σχεδόν τίποτε εκείνης. Θα ήθελα να μάθω αν το είδος έχει και γυναίκες πελάτισσες ώστε να προτιμούν να βλέπουν γυμνό τον πρωταγωνιστή κι όχι την παρτενέρ του μια και το είδος αυτό θεωρείται «ανδρικό» κι εφόσον παραμένει ανδρικό δεν θα ήθελαν οι άνδρες πελάτες της ταινίας να πάρουν μάτι και λίγο  από Τζέσικα Αλμπα ;

Θα ήθελα πολύ τη γνώμη του πάνω στο πως προβάλει στην οθόνη ένα υπό δημιουργίαν «εί­δωλο»­­­­

 

 


 [U1]

Τροποποιήθηκε Τετάρτη, 31 Αυγούστου 2016 18:52
Pantimo

Τελευταία άρθρα από τον/την Pantimo

1 σχόλιο