Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Pantimo

«ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ» (Under the shadow): H ΤΕΧΕΡΑΝΗ ΓΙΝΕΤΑΙ …POLTERGEIST

14 Νοεμβρίου 2016
Κατηγορία Κριτικές
Διαβάστηκε 2731 φορές

Πολύ ιδιαίτερη και πρωτότυπη ως ένα βαθμό ταινία είναι το «ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ» του νεαρού Ιρανού σκηνοθέτη ΜΠΑΜΠΑΚ ΑΝΒΑΡΙ κι ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το γεγονός πως διεκδικεί θέση στην πεντάδα του ξενόγλωσσου ΟΣΚΑΡ ως εκπρόσωπος του…. ΗΝΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ.

 

Όπως πέρσι η Γαλλία είχε στείλει ένα καθαρώς τουρκικό φιλμ να την εκπροσωπήσει, τις «Ατίθασες» βρίσκοντας τη φόρμουλα περί γαλλικής χρηματοδότησης, κάπως έτσι φέτος και το Ηνωμένο Βασίλειο επιλέγει ένα ιρανικό, από Ιρανό με Ιρανούς που διαδραματίζεται στο Ιραν εξ ολοκλήρου κι έχει και ιρανική υπόθεση.
Το είδος όμως φαίνεται πως αντιπροσωπεύει τη Μεγάλη Βρετανία και το γεγονός πως ο σκηνοθέτης προφανώς θα διαμένει μόνιμα(;) εκεί..

Με τις διεθνείς συμπαραγωγές έτσι όπως έχουν εξελιχθεί τα αρκετά τελευταία χρόνια καθώς και με φυγάδες ή πρόσφυγες σκηνοθέτες που έχουν καταφύγει στη Δύση, τα σύνορα όλο κι αμβλύνονται και μένει μόνο η γλώσσα να δικαιολογεί την ύπαρξη του βραβείου που ορίζεται ως «ξενόγλωσσης» ταινίας, δηλαδή να μην μιλά αγγλικά.  

Το είδος κι η πρωτοτυπία είναι προφανώς που έκαναν την σχετική επιτροπή της Μεγάλης Βρετανίας να την ορίσει την ταινία ως εκπρόσωπο και το είδος είναι το «ΘΡΙΛΕΡ».

Μόνο που καθ’οδόν εξελίσσεται σε κάτι τέτοιο μια και στο ξεκίνημα έχουμε την εντύπωση ότι παρακολουθούμε ένα δράμα. Ένα δράμα στον πόλεμο. Στον πόλεμο Ιραν-Ιράκ που κράτησε πολλά χρόνια κι η ιστορία τοποθετείται στο 1988, σε ένα προάστιο της Τεχεράνης, σε μια πολυκατοικία, όπου έχουμε για ηρωίδια μια νέα γυναίκα που οριστικά την αποβάλλουν από το Πανεπιστήμιο και δεν της επιτρέπουν να συνεχίσει τις σπουδές της, επειδή κάποτε συμμετείχε σε αντικυβερνητικές διαδηλώσεις ως αριστερή. Οι Ιρακινοί ετοιμάζονται να βομβαρδίσουν την Τεχεράνη, ο άνδρας της που η συνεχής δυσθυμία της τον έχει κουράσει, προσπαθεί να την πείσει να πάρει την κόρη τους και να πάνε να μείνουν στους γονείς του ενώ εκείνος επιστρατεύεται ως γιατρός  και φεύγει για το μέτωπο.

Παρακολουθούμε το δράμα, την αγωνία, τις σχέσεις των ανθρώπων στην πολυκατοικία που διαμένουν, την σκληρή εποπτεία του καθεστώτος αλλά και την απειλή του βομβαρδισμού από τον εχθρό κι έχουμε μπεί στο κλίμα, ο σκηνοθέτης δείχνει ικανότατος στο δράμα, στην ένταση, στην κλιμάκωση, στην κορύφωση, ξέρει τους νόμους του σινεμά και το δείχνει.

Λίγο λίγο, όμως, μπαίνει στην υπόθεση κι ένα άλλο στοιχείο, το ότι η μικρή κόρη συνομιλεί με κάποια αόρατη δύναμη. Μια δύναμη που εξελίσσεται κι αυτή σε απειλητική και που θα κλιμακωθεί όταν φύγουν κι οι τελευταίοι ένοικοι της πολυκατοικίας και μείνουν ολομόναχες η πεισματάρα ηρωίδα με το κοριτσάκι της. Και τότε θα ζήσουν τον εφιάλτη.

Ο σκηνοθέτης το έχει καταφέρει τέλεια αυτό που θέλει αλλά…. Μέχρις ενός σημείου. Οσο το έργο μένει στην κατηγορία του δράματος, θαυμάζουμε ένταση και κλιμάκωση, σεναριακή γραφή, τις πληροφορίες όπως μπαίνουν με σωστή δοσολογία και πάνε το έργο παρακάτω ανεβάζοντας και το ενδιαφέρον του θεατή.

Όταν μπαίνουμε στο θρίλερ, πάλι ομαλά έχει γίνει η διεξαγωγή διότι τα στοιχεία έχουν μπει λίγα λίγα,μας έχουν εξάψει την περιέργεια κι επειδή υπάρχουν χαρακτήρες, αυτά έχουν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα.

Και πάμε στο δεύτερο μέρος όπου τότε το θρίλερ αγριεύει διότι στη μέση του έργου, στο διάλειμμα φτάνεις στο σημείο να αναρωτηθείς «γιατί το διαφημίζουν ως θρίλερ ενώ είναι ένα δράμα αγωνίας σε μια πόλη που απειλείται με βομβαρδισμό;».

Το δεύτερο μέρος σου ακυρώνει την αναρώτηση με το ξεκίνημα του, καταλαβαίνεις ότι πράγματι είναι θρίλερ ή ότι εξελίσσεται σε θρίλερ και μάλιστα καθαρόαιμο κι ότι από το «Όχι χωρίς την κόρη μου» (ένα δράμα στο Ιραν με την Σάλλυ Φηλντ που το παρεξήγησαν ηθελημένα οι γνωστοί άγνωστοι) μεταφερόμαστε στο «Poltergeist» αφού η πολυκατοικία με την ηρωίδα και το κοριτσάκι της θα γίνουν τόπος επίθεσης φαντασμάτων κακόβουλων. Εχουν ειπωθεί στη διάρκεια του έργου κάποια πράγματα για τα «τζίνια», έχουμε πάρει και πληροφορίες σχετικά με αυτά και το κατά πόσο είναι εκδικητικά πνεύματα αλλά….αλλά….

Ενώ λοιπόν είναι εξαιρετικά γυρισμένο και γραμμένο από τον σκηνοθέτη-σεναριογράφο το σταδιακό πέρασμα από το ένα είδος στο άλλο, κι ενώ ξενίζει κάπως αυτός ο συνδυασμός, αυτό το πάντρεμα αν θέλετε των δύο στοιχείων, ωστόσο κερδίζει το στοίχημα, στο τέλος δεν εκπληρώνει τον σκοπό του. Κι αυτό το χρεώνω στη σεναριακή πλευρά του «δημιουργού» κι όχι στη σκηνοθετική φυσικά (για να ξέρουμε και τι λέμε!, για να ξέρουμε τι είναι το ένα και τι είναι το άλλο) διότι στην μετατροπή του σπιτιού σε εστία poltergeist τα πράγματα έμειναν στον αέρα. Ακόμα και σε ένα θρίλερ, αν θέλει να είναι καλό θρίλερ, υπάρχει μια εξήγηση για τα σεναριακά στοιχεία , ακόμα και στην περίπτωση που όλα έχουν να κάνουν με το μεταφυσικό. Η σεναριακή εξήγηση είναι πάντα οφειλόμενη. Στο «Poltergeist» για παράδειγμα, όλο αυτό το όργιο με την εκδικητικότητα των κακών πνευμάτων εξηγείτο, δεν έμενε στον αέρα, είχε να κάνει με το αποκαλυφθέν στοιχείο ότι το σπίτι είχε κτιστεί πάνω σε νεκροταφείο με καταπάτηση γης και συμβολαίων και τα πνεύματα έπαιρναν εκδίκηση. Εδώ μένουμε στο ότι πράγματι στο σπίτι επιτέθηκαν «τζίνια». Δεν έδεσαν ποτέ με το θέμα, γιατί σε αυτό το σπίτι, τι ήταν αυτά τα τζίνια, ποιόν είχαν στο στόχαστρο, δεν τους δόθηκε καν μεταφυσική πολιτική εξήγηση.

Στη σεναριακή βαθμολογία μου αυτό αποτελεί «φάουλ». Στη σκηνοθετική βαθμολόγηση τα πάντα βαίνουν αρίστως αλλά θεωρώ ότι χρειάζονται δύο βαθμολογητές σε αυτή την εξέταση καθώς κι ένας τρίτος επόπτης που θα είναι η Ακαδημία κι η υποψηφιότητα για το Οσκαρ, στο κατά πόσο αυτή η σεναριακή τρύπα του φινάλε επιδρά καταλυτικώς στο σύνολο της εξαίρετα σκηνοθετημένης ταινίας.

 

 

Τροποποιήθηκε Δευτέρα, 14 Νοεμβρίου 2016 17:05
Pantimo

Τελευταία άρθρα από τον/την Pantimo