Ως auteur είναι πράγματι αναγνωρίσιμος. Φέρει υπογραφή, έχει τον τρόπο του, έχει το ύφος του, έχει και τις αρετές του. Εχει, επίσης, και τις ομοιότητες του- οι ταινίες του μοιάζουν μεταξύ τους. Αυτό δεν είναι εκ προοιμίου κακό. Ισχύει για πολλούς και βασικά για τους περισσότερους auteur χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πάνω σε ένα κόσμο ή σε ένα ύφος δεν κάνουν κάθε φορά μια αυτόνομη ταινία.
«Η άλλη όψη τη ελπίδας» είναι ταινία αυτόνομη, ολοκληρωμένη, σφιχτά δεμένη και καλά ρυθμισμένη. Το ύφος του Καουρισμάκι επίσης είναι παρόν. Τόσο στα λιμάνια, που από αυτή την άποψη τον ξεχωρίζω, από το ότι βγάζει πολύ ωραία την ατμόσφαιρα των λιμανιών και του κόσμου τους, των ταβερνών, των μπαρ… μια εικόνα της Φινλανδίας η οποία είναι υπαρκτή, αληθινή και την έχει στείλει σήμα στον κόσμο ο σκηνοθέτης. Εχω πάει δύο φορές στη χώρα του, μια χώρα που δεν με ελκύει ιδιαιτέρως, έχω μείνει και καιρό επειδή , ιδίως η δεύτερη φορά συνδυαζόταν με δουλειά, κι οφείλω να ομολογήσω ότι τον κόσμο του Καουρισμάκι τον συνάντησα ατόφιο, όπως ακριβώς τον δείχνει στις ταινίες του.
Στο συγκεκριμένο φιλμ , μέσα σε όλο αυτό το γνωστό (του) κόσμο εντάσσει το προσφυγικό. Με ήρωα ένα πρόσφυγα Σύρο που καταφθάνει λαθραία κι ύστερα από περιπέτειες οδύσσειας στη Φινλανδία, ζητεί πολιτικό άσυλο, οι Αρχές του το αρνούνται, εκείνος το σκάει από το κέντρο προσφύγων και τον περιμαζεύουν και του συμπαρίστανται οι άνθρωποι των ταβερνών, κάποιοι ροκ μουζικάντηδες και μερικά αλάνια της νύχτας ενώ μαζί με τις Αρχές εποφθαλμιούν κι οι ξενοφοβικοί.
Με άλλα λόγια, δεν μας δείχνει τίποτε παραπάνω επί του προσφυγικού από αυτά που έχουμε δει κατεπανάληψη και θα τολμούσα να πω ότι τα βλέπουμε και σε ελληνικές ταινίες μικρής παραγωγής σαν κι αυτή του Καουρισμάκι. Θα τολμούσα μάλιστα να πω ότι το «AMERIKA SQUARE» του ΓΙΑΝΝΗ ΣΑΚΑΡΙΔΗ, που υπέβαλε η Ελλάδα για το Οσκαρ ενώ η Φινλανδία δεν επέλεξε την ταινία του Καουρισμάκι παρά διάλεξε άλλη, απλώνει το σενάριο σε πλατύτερη σκάλα ή ενπάση περιπτώσει δεν έχει διαφορές ουσίας από την «άλλη όψη της ελπίδας».
Στο φιλμ , οι χαρακτήρες είναι σχηματικοί, υπάρχουν οι καλοί κι οι κακοί, όπου οι καλοί είναι μόνο καλοί κι οι κακοί είναι βλοσυροί κι αφόρητοι κι υπάρχουν κι οι συμπαθητικοί από ματιά Καουρισμάκι άνθρωποι της νύχτας ή της απατεωνιάς που κι αυτοί είναι οι καλοί της υπόθεσης μαζί με τους άλλους καλούς ενάντια στους απέναντι κακούς.
Όλα αυτά δεν προϋποθέτουν, από πλευρά καθαρώς καλλιτεχνική, το «μεγάλο έργο». Βγάζουν, όμως, ένα φιλμ συμπαθητικό, στο οποίο ο κόσμος βλέπει την διαμάχη του «καλού» (που το εκπροσωπούν οι πρόσφυγες κι οι άνθρωποι τους) με το «κακό» (που το αντιπροσωπεύουν οι Αρχές κι οι skinheads) , ένα έργο με λογική παραμυθιού και του «έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» αν και αφήνει και μια χαραμάδα για κάτι πιο ερεβώδες ως προς τη μοίρα των ηρώων αφότου τελειώσει η ταινία και μετά…
Όμως, όλα αυτά τα κάνει με ένα τρόπο δικό του, εξαιρετικά ολοκληρωμένο, με ωραία αφήγηση, με εξαιρετικά γραμμένες σκηνές, με καλό τρόπο εισαγωγής στην υπόθεση των εκάστοτε νέων στοιχείων και με ύφος απόλυτα αναγνωρίσιμο ώστε να δικαιολογεί το σινεμά του auteur. Δεν ξέρω αν στο σινεμά είναι πιό σημαντικό το αναγνωρίσιμο ύφος κι η επανάληψη του από ταινία σε ταινία ή η πραγματικά ωραία ταινία, η δυνατή ταινία, η μεγάλη ταινία. Είναι μία από τις πολλές ενστάσεις που έχω με το σινεμά του auteur.
Πάντως η ταινία, παρά τις ανωτέρω διατυπωμένες επιφυλάξεις , με πήρε μαζί της, με πήρε ο ρυθμός της, μου άρεσαν οι διαρκείς πινελιές της, με συμπαρέσυρε ο ρυθμός της. Επί της προσφυγικής ωστόσο θεματολογίας δεν είδα κάτι το διαφορετικό από το σύνηθες. Ενώ ας πούμε, είδα ένα ολλανδικό φιλμ που το έχουμε και στην Ευρωπαϊκή Ακαδημία και που το υπέβαλε η Ολλανδία για το Οσκαρ, το «LAYLA M.» , το οποίο κάνει μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση του θέματος των Μουσουλμάνων μεταναστών στην Ευρώπη, όπου πραγματικά φτιάχνει μια αλλιώτικη ιστορία με γκρίζες ζώνες και με απολύτως σύνθετους κι αυτοαναιρούμενους χαρακτήρες. Μόνο που η σκηνοθέτης του, η ΜΙΛΚΕ ΝΤΕ ΓΙΟΝΓΚ, δεν αντιμετωπίζεται ως auter-ίστρια, σε αντίθεση με τον Καουρισμάκι, κι είμαι βέβαιος πως αν κάποτε προβληθεί στις αίθουσες , τα αστεράκια δεν θα ξέρουν τι να κάνουν. Να πέσουν ή να μην πέσουν;