Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Pantimo

«ΜΗ ΧΑΜΗΛΩΝΕΙΣ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ”( Never look away) (Werk ohne Autor): ΖΩΕΣ ΚΑΙ…ΑΛΛΩΝ

10 Οκτωβρίου 2019
Κατηγορία Κριτικές
Διαβάστηκε 3649 φορές

Πολύ την εκτίμησα αυτή την ταινία του Γερμανού σκηνοθέτη ΦΛΟΡΙΑΝ ΧΕΝΚΕΛ ΦΟΝ ΝΤΟΝΕΡΣΜΑΡΚ, και τον ίδιο φυσικά, διότι είδα πως από μια χρονική, ιστορική περίοδο για τη χώρα του, έβγαλε ένα εντελώς διαφορετικό φιλμ, με μια άλλου τύπου ιστορία και με εντελώς διαφορετικού τύπου προσέγγιση. Εξού κι ο τίτλος που έδωσα στην κριτική, που δεν προέρχεται από παιχνδιάρικη διάθεση αλλά ακριβώς πως μέσα από εκείνη τη Γερμανία που διχάστηκε εξαιτίας ενός βεβαρυμένου παρελθόντος, θέλησε να δείξει κι άλλα πράγματα.

Η ταινία, υπενθυμίζω πως ήταν υποψήφια στην πεντάδα του ΟΣΚΑΡ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ το 2019 και μαζί με αυτήν είχε προταθεί κι η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ. Και πώς να μην προταθεί.

Διότι μέσα σε όλα τα άλλα , ο σκηνοθέτης του «Οι ζωές των άλλων» έδωσε βάρος και στην ΟΨΗ , αφού το τωρινό φιλμ θα περνούσε όχι μόνο μέσα από την ιστορία αλλά και μέσα από την Τέχνη, από τις εικαστικές Τέχνες. Κι η παρουσία στην κάμερα ενός κορυφαίου διευθυντή φωτογραφίας κρινόταν ως απολύτως απαραίτητη, ως θεμελιώδης.

Και κάλεσαν διευθυντή φωτογραφίας από την Αμερική, από το Χόλυγουντ, τον οποίο και θα πρέπει να χρυσοπλήρωσαν μια κι ο ΚΑΛΕΜΠ ΝΤΕΣΑΝΕΛ, είναι από τα μεγάλα ονόματα κι αναλαμβάνει μεγάλες παραγωγές που τις σφραγίζει με τη φωτογραφία του  , με την χρήση των χρωμάτων στην οποία και διακρίνεται,κι αναφέρω ενδεικτικά τις πέντε υποψηφιότητες που είχε , για να καταλάβουμε και ποιος εστί. «»Οι κατάλληλοι άνθρωποι» (The right stuff), «Ο καλύτερος» (The natural), «Τα φτερουγίσματα» (Fly away home) του Κάρολ Μπάλαρντ, «Ο πατριώτης» με τον Μελ Γκίμπσον, Τα «πάθη του Χριστού» του Γκίμπσον. Θυμηθείτε τις φωτογραφίες αυτών των ταινιών, τη χρήση των χρωμάτων από το φωτισμό και το φως, και για τι παραγωγές επρόκειτο, άρα τι αμοιβή μπορεί να του έδωσαν οι Γερμανοί παραγωγοί αφού για τον σκηνοθέτη ένας διευθυντής φωτογραφίας τέτοιου μεγέθους κρινόταν ως απολύτως απαραίτητος. Και πήρε την έκτη υποψηφιότητα του (Οσκαρ δεν έχει πάρει ακόμα… Υπομονή…)

Κι ήταν απαραίτητος, διότι όπως είπα και στην αρχή η ιστορία περνά όχι μόνο μέσα από την Ιστορία αλλά κι από την Τέχνη και το πώς πέρασε η τελευταία μέσα από την Ιστορία, η Τέχνη των Εικαστικών.

Η υπόθεση ξεκινά από την Δρέσδη του 1937, επί Ναζισμού, και φτάνει ως τις αρχές του 1960 (εξού και το φιλμ διαρκεί ένα τρίωρο γεμάτο, ίσως και λίγο παραπάνω) στο Βερολίνο όπου ολοκληρώνεται η ιστορία, ωστόσο το μεγάλο μέρος του φιλμ κάνει focus στη Δρέσδη.

Ποιο είναι το θέμα; Αν θέλουμε να ορίσουμε μονολεκτικά το ζητούμενο, όπως προτείνεται στις μεγάλες πανεπιστημιακές σχολές του εξωτερικού, στο μάθημα του Σεναρίου. Εγω θα χρησιμοποιήσω δύο λέξεις διότι ο επιθετικός προσδιορισμός κρίνεται απαραίτητος: Η ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΚΦΡΑΣΗ. Σκέτο η «έκφραση» στα ελληνικά μπορεί και να μπερδεύει.

Στην ελευθερία της έκφρασης κεντράρει η ταινία, σε αυτό το σημείο πατά, κι από  εδώ αρχίζει το άνοιγμα του διαβήτη-φράση που χρησιμοποιώ συχνά πυκνά.

Στο πως, μαζί με τους ανθρώπους διώχτηκε κι η ελεύθερη έκφραση στην ίδια χώρα από δύο διαφορετικά καθεστώτα που όμως όπως αποδείχτηκε είχαν κοινό παρονομαστή την απολυταρχία.

Πρώτα με τον Ναζισμό, και στη συνέχεια, όταν μετά τον πόλεμο που υπήρξε καταστροφικός για τη Γερμανία, η Δρέσδη, ως ανήκουσα στο ανατολικό τμήμα της χώρας βρέθηκε υπό κομμουνιστικό καθεστώς.

Η Δρέσδη είναι και μια πόλη – σύμβολο για τη Γερμανία διότι στους μεγάλους βομβαρδισμούς των Συμμάχων υπέστη καταστροφή εφάμιλλη του Βερολίνου και του Αμβούργου- της Δρέσδης, για κάποιους θεωρείται και χειρότερη. Πάνω από 45 χιλιάδες οι νεκροί (εδώ βομβάρδισαν οι Εγγλέζοι , όχι οι Σοβιετικοί που έθεσαν κατόπιν υπό τον έλεγχο τους την Ανατολική Γερμανία) και δεν έμεινε κτίριο για κτίριο όρθιο, καταστράφηκε το σύμπαν και θεωρείται και πολιτιστική καταστροφή διότι η πόλη θεωρείτο και προστατευόμενη λόγω των έργων Τέχνης , κυρίως της Αρχιτεκτονικής.

Εχει ελέγξει δηλαδή ο Φον Ντόνερσμπακ  λεπτομερώς τα στοιχεία που θα χρησιμοποιήσει και θα συνθέσει, κεντράροντας και την υπόθεση σε ένα τόπο που εκπροσωπούσε την Τέχνη και που υπέστη καταστροφές. Αυτά βέβαια υποδηλώνονται, υποδεικνύονται, τίποτε κραυγαλέο δεν υπάρχει, δεν τα φωνάζει.

Κι ένα από τα πράγματα που του εκτίμησα υπερ το δεόν και που με γοήτευσε κινηματογραφικά όσο δεν περιγράφεται είναι το πώς δείχνει τον αεροπορικό βομβαρδισμό της Δρέσδης. Οπου στο ξεκίνημα της ταινίας, όταν διαβασα στους τίτλους «Δρέσδη 1937» ετοίμαζα τον εαυτό μου για μια μεγαλειώδη σκηνή πολεμικής καταστροφής όταν θα ερχόταν η ώρα διότι σε έργο τρίωρο που τοποθετείται στη Δρέσδη ο βομβαρδισμός θα είναι αναπόφευκτος, εκτός αν πέσουμε σε περίπτωση ασχετοσύνης αλλά εδώ μιλούμε για κινηματογράφο ολκής, δεν τίθενται τέτοια ζητήματα. Κι ο Φον Ντονερσμαρκ την έχει εντάξει κι αυτήν, στο συνολικό ύφος και κλίμα της ταινία, όπου την αποδίδει με ποιητικό τρόπο, με υπόδειξη κι όχι με ρεαλιστική αναπαράσταση, αφού και το όλο κλίμα του έργου είναι ένα έργο που καθρεφτίζει τον χώρο της Τέχνης και ζει με τους ρυθμούς της. Πολύ εμπνευσμένα ενέταξε και τον βομβαρδισμό στη συνολική ατμόσφαιρα κι είναι μία από τις ωραιότερες σκηνές της ταινίας.

Όπως κι η σκηνή του σιδηροδρομικού σταθμού στο Δυτικό τομέα του Βερολίνου, προς το τέλος του φλμ, είναι επίσης εξαίια δοσνένη. Με πολύ καλή σχέση μοντάζ και σασπένς, με το σασπένς, την ψυχολογική αγωνία δηλαδή κι όχι τόσο την πλοκή, να αναλαμβάνει να αποδοθεί ξεκάθαρα από το μοντάζ αλλά κι από την εξαίσια κάμερα του Καλέμπ Ντεσανέλ κι από τα χρήματα βέβαια της παραγωγής που έχουν γεμίσει το σταθμό του τραίνου με κομπάρσους κι όλο αυτό , μαζί με τη δύναμη, αποκτά κι εύρος.

Η ιστορία λοιπόν ξεκινά το 1937 στη Δρέσδη, ο ήρωας είναι εικαστικός καλλιτέχνης, νεαρό παιδί τον βρίσκουμε στο ξεκίνημα, ζει και διαμορφώνεται μέσα στο καθεστώς λογοκρισίας του ναζιστικού καθεστώτος και στην άσκηση ελέγχου επί της Τέχνης, των θεμάτων της αλλά και του ύφους της ή της τεχνοτροπίας της,, έχει μια θεία προχωρημένη που την εξοντώνει το καθεστώς μέσω ενός χειρούργου που της κάνει λοβοτομή και τον παίζει ο ΣΕΜΠΑΣΤΙΑΝ ΚΟΧ κι ο νεαρός θα ζήσει όλο αυτό μέχρι να αρχίσει να κάνει ο ίδιος πράγματα ως καλλιτέχνης, όπου θα τον βρει το κομμουνιστικό καθεστώς και θα του ζητήσει άσκηση ελέγχου, … τι είχες Γιάννη τι είχα πάντα. Το σενάριο βέβαια, επειδή θέλει και μια ιστορία να το λειτουργήσει,  και μια ερωτική ιστορία  είναι πάντα καλοδεχούμενη, βάζει το νεαρό να ερωτεύεται κοπέλα η οποία αποδεικνύεται κόρη του Ναζί χειρούργου  κι η ιστορία παίρνει το δρόμο της. Κινείται μεν μέσα από το love story αλλά ουδέποτε ξεχνά τη στόχευση της και το ύφος που θέλησε.

Γι αυτό και πρόταξα και τον Καλέμπ Ντεσανέλ και τη δουλειά του στη φωτογραφία, ο οποίος έχει φτιάξει για το σκηνοθέτη μια ΟΨΗ ταινίας που ωραιότερη δεν θα μπορούσε έχοντας ως θέμα τα εικαστικά μέσα στον Πόλεμο. Ενα γκρίζο που κρατάει και κάτι από μπλέ και καταλήγει όλο μαζί σε ασημί, δίνει χρωματική όψη στο έργο και στους φωτισμούς που πρέπει να δράσουν αναλόγως. Φτιάχνει μια γοητευτική ψυχρότητα, την ψυχρότητα των συγκεκριμένων χρωμάτων αφενός αλλά και την παρέμβαση των φακών ώστε αυτό το ψυχρό να το «ζεστάνoυν». Κι η ομοιογένεια του ύφους είναι σταθερή, σε όποια εποχή κι αν βρισκόμαστε, σε όποιο μέρος κι αν στεκόμαστε είτε παραμένουμε στη Δρέσδη είτε μετακομίζουμε στο Βερολίνο. Είναι εξαιρετική όψη για να φιλοξενήσει χαρακτήρες «εικαστικού δράματος» (αν μου επιτρέπεται ο όρος που ακούγεται κάπως αδόκιμος)

Ιστορία και Τέχνη συνυφαίνονται διαρκώς, οι ηθοποιοί κινούνται θαυμάσια διδαγμένοι, ο νεαρός ΤΟΜ ΣΙΛΙΝΓΚ έχει γοητεία κι αγωνία καλλιτέχνη. Εξαίρετη δίπλα του κι η νεαρή ΠΑΟΥΛΑ ΜΠΕΕΡ που παίζει με πολλή ευαισθησία το ρόλο της ενώ ο σταθερός μας γνώριμος ΣΕΜΠΑΣΤΙΑΝ ΚΟΧ δίνει άλλη μία καλοζωγραφισμένη ερμηνεία σε ένα ρόλο που θυμίζει αμυδρά το χαρακτήρα του «Κομαρόσφσκυ» από το «Δόκτωρ Ζιβάγκο» (που στο φιλμ του Ντέηβιντ Λην τον έπαιζε ο Ροντ Σάιγκερ), εκείνου του ανθρώπινου αρχέτυπου που μπορεί και μεταλλάσσεται, μετακινείται σε όλα τα καθεστώτα με την πιο ανίερη κι αδιάντροπη νοοτροπία αλλά είναι κι απαραίτητος για κάθε καθεστώς. Η ερμηνευτική συνέπεια του Σεμπάστιαν Κοχ σε όλη την  εξέλιξη του ρόλου είναι αξιοσημείωτη.

Μια ταινία αλλιώτικη που τέρπει όποιον θέλει να ωφεληθεί καλλιτεχνικά.

 

Pantimo

Τελευταία άρθρα από τον/την Pantimo