Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Pantimo

NETFLIX-«Η ΘΡΥΛΙΚΗ ΜΑ ΡΕΪΝΙ»(Ma Rainey”s Black Bottom):H ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΑΤΡΙΚΗΣ ΣΤΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΙ Ο ΑΤΥΧΗΣ ΜΠΟΖΕΜΑΝ

26 Δεκεμβρίου 2020
Κατηγορία Κριτικές
Διαβάστηκε 1893 φορές

Μετά το «FENCES» , ένα ακόμα θεατρικό έργο του ΟΓΚΕΣΤ ΓΟΥΙΛΣΟΝ, πήρε την άγουσα για την οθόνη. Τώρα πιά το «μεγάλη» και το «μικρή», ως προς την οθόνη, έχουν μπερδευτεί αρκετά κι ο καιρός θα δείξει.. Αυτό, βέβαια, αφορά στις συνθήκες προβολής διότι καλλιτεχνικά και κινηματογραφικά δεν υπάρχει η παραμικρή διαφορά-στις μεγάλες κινηματογραφικές σχολές του εξωτερικού οι κανόνες είναι ενιαίοι και δεν διαχωρίζονται.

Ξεκίνησα από την σκηνοθέτηση (δεν το είπα καν «σκηνοθεσία) της θεατρικής στατικότητας διότι γίνεται εμφανές πολύ γρήγορα, και στον απληροφόρητο ακόμα θεατή, πως εδώ έχουμε θεατρικό έργο. Ο τρόπος στησίματος των σκηνών, η ανάπτυξη της δράσης, η λειτουργικότητα κι η πρωταγωνιστική παρουσία των διαλόγων, έχουν θεατρικό χαρακτήρα αν και στο ξεκίνημα κάπως σε ξεγελά επειδή το «μπάσιμο» είναι απολύτως κινηματογραφικό. Καθοδόν, όμως, γίνεται εμφανέστερο και στο τέλος το επισημοποιούν και οι τίτλοι, για όποιον το είδε απευθείας χωρίς προηγουμένως να έχει ενημερωθεί.

Διότι φαίνεται , όπως είχε γίνει και στο «FENCES», ότι τα θεατρικά έργα του ΟΓΚΕΣΤ ΓΟΥΙΛΣΟΝ δεν πρέπει να πειράζονται στην κινηματογραφική τους μεταφορά. Δεν ξέρω αν αυτό είναι όρος παραχώρησης δικαιωμάτων ή απόφαση εκείνων που αναλαμβάνουν τη μετατροπή του έργου σε σενάριο  (σεναριακή διασκευή ΡΟΥΜΠΕΝ ΣΑΝΤΙΑΓΚΟ ΧΑΝΤΣΟΝ), ότι «πουλάμε Ογκεστ Γουίλσον»-για να το πω αγοραία, κι αυτό είναι το ζητούμενο τους.

Ο ΟΓΚΕΣΤ ΓΟΥΙΛΣΟΝ, μαζί με τον ΤΖΕΗΜΣ ΜΠΟΛΝΤΟΥΙΝ, είναι οι δύο θρύλοι της μαύρης αμερικανικής λογοτεχνίας, της Μαύρης Αμερικής. Στην περίπτωση του Μπόλντουιν, επειδή έγραφε κατά βάση μυθιστορήματα (έχει γράψει και θεατρικό), είναι πιο «εύκολο» να γίνει ριζική κινηματογραφική μεταφορά κι αυτό το έχει κάνει περίτρανα ο Μπάρι Τζένκινς στο «ΑΝ Η ΟΔΟΣ ΜΠΗΛ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΜΙΛΗΣΕΙ». Στην περίπτωση του Γουίλσον, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Σαν να θέλουν να διασώσουν την ταυτότητα του, την καταγραφή του σε φιλμ, μια και τα έργα του είναι έργα πρωτίστως διαλόγων και δευτερευόντως δράσης.

Ετσι είχε γίνει στο «FENCES», το οποίο, όμως, ήταν καλύτερο θεατρικό έργο από το «H ΘΡΥΛΙΚΗ ΜΑ ΡΕΪΝΙ», αντιθέτως εδώ, ο ΤΖΩΡΤΖ ΓΟΥΛΦ δείχνει να κατέχει καλύτερα το άθλημα της κινηματογραφικής σκηνοθεσίας από ότι ο Ντένζελ Γουόσιγκτων στο προηγούμενο έργο, ο οποίος Γουόσινγκτων δεν το έχει!

Ο Τζωρτζ Γουλφ ντεκουπάρει εξαιρετικά το σενάριο (του κινηματογραφιτζή σεναριογράφου- το κινηματογραφιτζής πάει υπέρ του) που προέρχεται από το θεατρικό, το οποίο ως σενάριο φροντίζει να μείνει όσο γίνεται πιστότερο στη σκηνική βερσιόν. Ο σκηνοθέτης, όμως, το ντεκουπάρει με τέτοιο τρόπο, με τέτοιους κατατεμαχισμούς των σκηνών (εδώ μπορεί να ήταν η συμβολή μεγάλη του διασκευαστή σεναρίστα) και με χρήση κάμερας και με ό,τι μπορεί να αναλάβει και το μοντάζ, ώστε, όπως ανέφερα και παραπάνω, κάποτε-κάποτε σε ξεγελάει κινηματογραφικά, στο ξεκίνημα απολύτως. Τα πλάνα του, οι διάρκειες τους, οι συνδέσεις τους αλλά κι οι συνθέσεις τους και η κάμερα φυσικά επιχειρούν να δώσουν την κινηματογραφική αίσθηση αλλά σκοντάφτουν στην ίδια τη δομή των σκηνών και στους διαλόγους. Οι οποίοι είναι θεατρικότατοι αλλά κι…εξαιρετικοί.

Με αποτέλεσμα να έχουμε ένα έργο, όπως το έγραψε ο Γουίλσον, ένα έργο χαρακτήρων και διαλόγων και όχι ένα έργο δράσης. Η όποια δράση υπάρχει μέσα από τους διαλόγους κι οι διάλογοι φωτίζουν πλευρές και δίνουν ευκαιρίες σε ηθοποιούς.

Τι είναι όμως το έργο; Τι πραγματεύεται; Στο Σικάγο του 1927, τότε που μαύροι καλλιτέχνες της τζαζ μετακόμιζαν εκεί, εγκαταλείποντας το Νότο και τις πικρές εμπειρίες και πήγαιναν στο Σικάγο το οποίο ήταν και πιο φιλελεύθερο κι άκμαζε εκεί η βιομηχανία του δίσκου. Κι έτσι εκτοξεύτηκε από εκεί, εντός Αμερικής, η μουσική της μαύρης  Αμερικής. Γυρω από ένα δίσκο που ετοιμάζεται στρέφεται το θέμα με επίκεντρο μια ντίβα της νέγρικης μουσικής, τη Μα Ρέινι , και την μπάντα που περιμένει για τις διαπραγματεύσεις, τις πρόβες και την ηχογράφιση, με επικεφαλής το νεαρό τρομπετίστα αλλά και τους άλλους μουσικούς να πλαισιώνουν,  και μέσα από συγκρούσεις διαλόγων να προβάλλουν τις ιστορίες. Την ίδια στιγμή που η Μα Ρέινι δίνει τη μάχη της απέναντι στους λευκούς της δισκογραφίας και στις διεκδικήσεις περί της μουσικής.

Με άλλα λόγια, ως θέμα, είναι αρκετά περιορισμένο. Κακά τα ψέματα. Και περιορίζεται ακόμα περισσότερο διότι δεν είναι μια ταινία, ένα έργο-να είμαι σαφέστερος, πάνω στη μουσική η γύρω από τη μουσική ώστε να αφορά σε περισσότερο κοινό, αλλά περιορίζεται κι εντοπίζεται στα προβλήματα της Μαύρης Αμερικής στο μουσικό χώρο, στη διεκδίκηση της πατρότητας- ή και μητρότητας, και επιβολής από μέρους τους της δικής τους μουσικής. Ως δική τους κουλτούρα, δική τους παράδοση.

Οι χαρακτήρες, όμως, που προκύπτουν μέσα από τους διαλόγους, δίνουν υλικό για σπουδαίες ερμηνείες. Κι έχουμε την αποκάλυψη που λέγεται ΤΣΑΝΤΓΟΥΙΚ ΜΠΟΟΥΖΜΑΝ, που σου ματώνει την καρδιά όταν ξέρεις αυτό που του συνέβη. Ότι πέθανε νεότατος, πάνω που είχε αρχίσει να ακούγεται και που μετά την επιτυχία του «BLAKC PANTHER» του ήρθε αυτή η ρολάρα του τρομπετίστα, στην οποία δίνει ερμηνεία μεγατόνων. Αχ Ηθοποιός και Ρόλος. Πότε θα εκπαιδευτεί σωστά ο θεατής να μπορεί να καταλαβαίνει αυτό το δόγμα, να μην καταδικάζει ηθοποιούς όταν ακόμα δεν τους έχει δει σε ρόλους, ούτε να εκθειάζει ηθοποιούς που επίσης δεν τους έχει δει σε ρόλους. Μέχρι να τους δει. Πως συμβαίνει στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή το σχεδόν ΟΜΑΔΙΚΟ ΘΑΥΜΑ των «ΑΓΡΙΩΝ ΜΕΛΙΣΣΩΝ» όπου ξεπετιούνται και αποκαλύπτονται ηθοποιοί αμέτρητοι ως μεγάλης αξίας, ο ένας μετά τον άλλο κι η μία μετά την άλλη; Μα επειδή τώρα ήρθαν οι ρόλοι. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση του ΤΣΑΝΤΓΟΥΙΚ ΜΠΟΖΕΜΑΝ. Είναι αγνώριστος, είναι αποκαλυπτικός, το παίξιμο του έχει ασύλληπτες γραμμές, είναι όμως και καταβεβλημένος από την αρρώστια, που επιμελώς την έκρυβε, βέβαια, αυτό βοηθάει  στην ίδια την εικόνα του χαρακτήρα, Κι επειδή η ερμηνεία είναι για ΟΣΚΑΡ κανονικά, κι απειλεί ευθέως τον Γκάρι Ολντμαν στον «Mank»,πόσο κρίμα θα είναι να του έχει έρθει ο ρόλος που τον αποκαλύπτει ως Ηθοποιό κι αυτός να βρίσκεται στο Επέκεινα..

Σαφώς υπάρχει κι η ΒΑΪΟΛΑ ΝΤΕΗΒΙΣ, η οποία επίσης δίνει μια σπουδαία ερμηνεία και σαφέστατα κερδίζει με το σπαθί της θέση αν όχι της Νο1 , σίγουρα των τριών κορυφαίων Αφροαμερικανίδων ηθοποιών . Είναι εκπληκτική ως Μα Ρέινι, έχει όλη τη ψυχή κι όλη την πληθωρικότητα, είναι κι αυτή η ερμηνεία οσκαρικών προδιαγραφών, περισσότερο όμως για να προταθεί παρά για να κερδίσει.

Και δεν σταματάμε εδώ. Υπάρχουν κι οι supporting που ανήκουν στην μπάντα. Ειδικά τον «γεράκο», τον ΓΚΛΥΝ ΤΑΡΜΑΝ, πολύ τον…καλοβλέπω.. Κι ο άλλος, ο αεράτος, ο ΚΟΛΜΑΝ ΝΤΟΜΙΝΓΚΟ…Πολύ αεράτος!!

Κλείνω με το κεφάλαιο που λέγεται ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ. Αν κι Εργοκεντρικός κι άνθρωπος ων Ακαδημιών, που εξετάζω μόνο το αποτέλεσμα, εδώ θα σταθώ λίγο στο παρασκήνιο, τι οποίο μου έχει προκαλέσει απορίες, και μετά θα φτάσω στο επίτευγμα.

Η απορία μου είναι η επιλογή της ΑΝΝ ΡΟΘ. Η Ανν Ροθ είναι κορυφαία ενδυματολόγος του σινεμά, έχει πάρει το ΟΣΚΑΡ για τον «ΑΓΓΛΟ ΑΣΘΕΝΗ» και γενικά οι πρωταγωνίστριες «σκοτώνονται» ποια θα την πρωτοπάρει για να την ντύσει. Η Μέρυλ Στρηπ είναι μία από αυτές, κι η Νικόλ Κίντμαν έπεται που της οφείλει και την ιδέα της προσθετικής μύτης στην ολοκλήρωση του κοστουμιού και του ρόλου στις «Ωρες». Η Ανν Ροθ είναι κατάλευκη -και κατάξανθη. Το «Η θρυλική Μα Ρέινι»» είναι έργο από αφροα-αμερικάνους και μόνο, ένα έργο πάνω στη μαύρη κουλτούρα. Στον ΕΝΔΥΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ τομέα, η αφρο-αμερικάνικη κουλτούρα έχει αυτή τη στιγμή δύο άριστες. Αφενός την ΡΟΥΡΘ ΚΑΡΤΕΡ που πήρε και το ΟΣΚΑΡ ΚΟΣΤΟΥΜΙΩΝ  για το «BLACK PANTHER» κι έχει κάνει κι άλλες μεγάλες δουλειές είτε με τον Σπάικ Λη είτε με τον Σπήλμπεργκ (αυτήν κάλεσε όταν έκανε το έργο με τους Αφρικανούς σκλάβους, το «Amistad»)..Κι αφετέρου, κι εδώ είναι πιο σημαίνον το ζήτημα, την ΣΑΡΕΝ ΝΤΕΗΒΙΣ. Η οποία δεν είναι μονο Αφρο-Αμερικανή αλλά έχει κάνει και δύο ταινίες γύρω από την ίδια εποχή και τη χώρο της μουσικής της αφρoαμερικάνικης, για τις οποίες πήρε υποψηφιότητες για Οσκαρ: Το «Ray» και το «Dreamgirls». Πως λοιπόν σε ένα έργο απολύτως της μαύρης κουλτούρας κάνουν εξαίρεση στην ενδυματολόγο; Η οποία, στο κάτω – κάτω, είναι κι αυτή που θα αναλάβει το «υφος», την «όψη» μια κι έχουμε έργο εποχής αλλά ανθρωποκεντρικό;

Αυτό, ομολογώ ότι με ξαφνιάζει και δείχνει μια απόλυτη παραδοχή της αξίας της ΑΝΝ ΡΟΘ, σαν να ήθελε κι η Βαϊόλα ΝΤέηβις, να έχει ντυθεί σε μια μεγάλη ταινία της από αυτήν,  σαν επισημοποίηση ότι είναι κι αυτή Μεγάλη Πρωταγωνίστρια (που είναι!!!), όπου σε αυτή την περίπτωση είναι να σαν να πηγαίνει καρφωτή για το δεύτερο Οσκαρ κοστουμιών. Το πως αρμονικά έχει ντύσει τους άντρες της μπάντας με τα μπεζ και πως έχει στήσει ενδυματολογικά  από πλευράς χρωμάτων κι υφασμάτων την Μα Ρέινι- Βαϊόλα Ντέηβις, είναι άκρως εντυπωσιακό.. Η αρμονική επιλογή των χτυπητών χρωμάτων πάνω στη Βαϊόλα, είναι για μελέτη.

 

Τροποποιήθηκε Σάββατο, 26 Δεκεμβρίου 2020 17:08
Pantimo

Τελευταία άρθρα από τον/την Pantimo