Την έχει υποβάλει η ΧΙΛΗ για το ξενόγλωσσο ΟΣΚΑΡ του 2018 κι η συμπαραγωγή με Γερμανία- εξού και της προέκυψε και βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ Βερολίνου- της προσδίδει καλής ποιότητας παραγωγή που φαίνεται κυρίως στην εξαιρετική φωτογραφία και στη σκηνογραφική διεύθυνση όπου τα χρώματα αποζητούν φωτισμούς για να γίνουν ατμόσφαιρα. Μα πάνω από όλα μας αποκαλύπτει την ΝΤΑΝΙΕΛΑ ΒΕΓΚΑ, μια αληθινή καλλιτέχνιδα, τρανσέξουαλ, που δίνει ΥΠΟΣΤΑΣΗ στην τρανσέξουαλ ηρωίδα του σεναρίου.
« Ο Σωματοφύλακας του εκτελεστή» , να πούμε καταρχάς, δεν είναι ταινία για να αρέσει σε όλους. Αντιλαμβάνομαι κι αναγνωρίζω πως υπάρχει και μια κατηγορία θεατών που από το σινεμά δεν αποζητεί την περιπέτεια ή τη δράση παρά άλλου είδους πράγματα. Το σέβομαι, γι αυτό και ξεκινώ από αυτή την επισήμανση. Όμως «Ο ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΚΑΣ ΤΟΥ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗ» έρχεται να δώσει την απάντηση σε ταινίες όπως το «Ερχεται τη νύχτα» που πάνε να παραστήσουν τις «καλλιτεχνικές» μόνο και μόνο επειδή είναι ημιτελείς κι ανεπαρκείς με υψηλό δείκτη αναπηρίας, την ίδια ώρα που ταινίες όπως αυτή εδώ θα προσπεραστούν ως «εμπορικές». Ε, λοιπόν σας πληροφορώ ότι η ταινία αυτή είναι πολύ ανώτερη από τις «δήθεν» και τις «κάπως» διότι είναι ΤΙΜΙΑ με τον εαυτό της και τις προθέσεις της, ΤΙΜΙΑ απέναντι στο είδος της, ΤΙΜΙΑ απέναντι στο σινεμά επειδή το υπηρετεί με σεβασμό κι επειδή στα πρώτα μετεφηβικά μου χρόνια στο επάγγελμα, ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΡΑΤ μου είχε επισημάνει, όταν κατέβαζε ένα δύσκολο έργο που δεν περπάτησε και κατέφευγε σε κάτι πιο εμπορικό: «Είτε παίζουμε ΡΑΚΙΝΑ είτε ΝΙΚΟΝΤΕΜΙ, κι οι δύο είναι το ίδιο ΘΕΑΤΡΟ. Τους υπηρετούμε και τους δύο με την ίδια ζέση διότι υπηρετούμε το θέατρο». Εδώ λοιπόν υπηρετείται το ΣΙΝΕΜΑ της ψυχαγωγίας με πολύ μεγάλο ζήλο, καλύτερα από ό,τι υπηρετήθηκε το σινεμά του «δήθεν» «Ερχεται τη νύχτα».
Το λέω αυτό επειδή ο ΤΡΕΫ ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΣΟΥΛΤΣ δείχνει ότι το σκηνοθετικό ταλέντο το διαθέτει. Όμως, κάτι υποψιάστηκα και περίμενα τους τίτλους να δώ ποιος υπογράφει το σενάριο. Και δεν είχα πέσει έξω σε αυτό που έβλεπα να διαδραματίζεται επί της οθόνης. Το σενάριο το υπέγραφε ο ίδιος! Κι εξοργιζόμουν με αυτό που έβλεπα, στο οποίο διαπίστωνα ασυγχώρητες τρύπες, ελλείψεις κι αρνητικά παρόμοια. Ενώ από σκηνοθεσία, ρυθμό κι ατμόσφαιρα τα πήγαινε μια χαρά.
Είναι πολύ όμορφο φιλμ το «ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΙ ΑΜΠΝΤΟΥΛ». Όχι μεγάλο μα όμορφο. Διότι είναι καμωμένο με γνώση, εξυπνάδα και διάθεση. Ξέρει που επικεντρώνεται και τι προσφέρει. Εχει πλεύση, δεν βγαίνει ποτέ έξω από τα νερά του ούτε κι από την πορεία που χάραξε. Αυτό είναι που ως σύνολο το καθιστά όμορφο, διότι ο θεατής μόνο ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΕΙ, αλλά όχι και μεγάλο μια κι η πλεύση ήταν μιάς περιορισμένης ακτοπλοϊκής γραμμής και δεν φιλοδοξούσε να βγει στους Μεγάλους Ωκεανούς.
Κι έβγαλε μια ταινία που θα μπορούσε κανείς να την χαρακτηρίσει και «διαμαντάκι». Όχι όμως ως το τέλος…..
Θα ξεκινήσω από την σκηνοθέτη ΚΑΘΡΗΝ ΜΠΙΓΚΕΛΟΟΥ για την οποία θα πω ότι από όταν «τακίμιασε» με τον σεναριογράφο –δημοσιογράφο ΜΑΡΚ ΜΠΟΑΛ, έφτιαξε υπογραφή, κάτι που δεν συνέβαινε στα προ του «THE HURT LOCKER» χρόνια της. Μα μη νομίζετε, και για τον σκηνοθέτη ισχύει περίπου αυτό που λέμε και για τον ηθοποιό, ότι στο ξεκίνημα παραδέρνει με σενάρια που του παρέχονται, ψάχνει τον εαυτό του προς ποια μεριά θα του βγει η καλλιτεχνική προσωπικότητα ώσπου έρχεται κάποτε ένα σενάριο και τον μεταβάλει σε σκηνοθέτη ΕΙΔΟΥΣ- σημαίνει πως βρήκε το δρόμο του και την καλλιτεχνική του προσωπικότητα.
Αν για κάτι χάρηκα σε αυτή την ταινία, είναι για τον ΤΟΜ ΚΡΟΥΖ. Τον οποίο συμπαθώ πολύ, εκτιμώ και τις δυνατότητες ηθοποιίας του αλλά οι επιλογές του από τη «ΜΑΝΟΛΙΑ» και μετά, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, μου φαίνονταν λανθασμένες. Τα τελευταία μάλιστα χρόνια είχα κουραστεί να τον βλέπω σε κακά φιλμ, ειδικά εκείνη την καλοκαιρινή ανεκδιήγητη «ΜΟΥΜΙΑ» για την οποία βαρέθηκα και να γράψω.. Τώρα, στο φιλμ αυτό, τον ξαναβρήκα, δυναμωμένο, ζωηρό, φορτσάτο και σε μία πολύ όμορφη επίδειξη κινηματογραφικής προσωπικότητας και starperformance. Οπερ σημαίνει ότι αυτή τη φορά του έλαχε και καλό φιλμ.
Την ταινία την είδα στις διακοπές μου, σε θερινό κινηματογράφο στην Αίγινα, σε ένα από τους τρεις θερινούς που διαθέτει γενναιόδωρα το νησί. Ηταν προτίμηση της παρέας για κάτι διασκεδαστικό, καλοκαιρινό, απολύτως τερπνό. Γράφουμε κριτική για αυτά ή δεν γράφουμε; Και πως τη γράφουμε; Με βάση την (αναθεματισμένη) θεωρία του… auteur, οπότε αρχίζουμε και το ανασκολοπίζουμε επειδή δεν ανταποκρίνεται στη συνταγή των θεωρητικών, ή με βάση ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ και για ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΕΓΙΝΕ; Η απάντηση νομίζω έχει δοθεί, πριν ξεκινήσει να διαβάζει κανείς το παρακάτω.
… ο ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΝΟΛΑΝ μεταβάλλει τον ΗΧΟ όχι απλώς σε ΣΤΑΡ της ταινίας αλλά σε αφορμή, σε κίνητρο για τη δημιουργία πολεμικού φιλμ. Και με τη συνδρομή της κάμερας (βλ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ) και του ΜΟΝΤΑΖ καταφέρνει και κάνει μια θαυμάσια πολεμική ταινία κι ας της λείπουν οι χαρακτήρες ή η πολεμική δραματικότητα. Όμως κατορθώνει να επιβάλει την ταινία στους θεατές κι ενώ δεν υπάρχει φαινομενικά αυτό που λέμε «υπόθεση», ο θεατής καθηλώνεται και δεν ακούγεται στην αίθουσα ούτε «κιχ».
Φέτος μου δόθηκε κατ’ επανάληψη η ευκαιρία να γράψω για την άνθιση του αστυνομικού είδους στο ισπανικό σινεμά και να πω ότι όχι μόνο ευδοκιμεί εκεί το είδος αλλά ότι το υπηρετούν με πάθος και συνέπεια οι κινηματογραφιστές. Κι ότι το αστυνομικό στη χώρα της Ιβηρικής καρποφορεί με όλες τις παραφυάδες, με όλες τις υποδιαιρέσεις του είδους. Κι ότι χάρη στην παραοικονομία και στο downloading, απολαμβάνουμε και στην Ελλάδα τελευταίως, ισπανικά και ιταλικά φιλμ που δεν θα τα βλέπαμε στο αιώνα τον άπαντα, όπως συνέβαινε μέχρι πριν από λίγο.