Είναι πλέον καταφανές ότι ως προς την Ισπανία μιλάμε για ΣΧΟΛΗ πάνω σε αυτό που συλλήβδην αποκαλείται σήμερα «θρίλερ» ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για το είδος «ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ» που αποδεικνύει τις αμέτρητες παραλλαγές του. Αυτό και μόνο αρκεί για να αποδείξει σοβαρότητα, για δημιουργία νέας παράδοσης και για ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΑΣ κι όχι ενός και μόνου auteur. Αυτό φυσικά έχει ως αποτέλεσμα, οι «κολλημένοι» στους auteurs να ψάχνουν να βρίσκουν ελαττώματα επειδή έχουν «μάθει» (;) να εξετάζουν το σινεμά μέσα από πρόσωπα κι όχι μέσα από είδη, από σχολές, από κινηματογραφίες. Νομίζουν πως τις ταινίες τις εντάσσουμε σε πρόσωπα, σε «δημιουργούς» κι αν δεν υπάρχει τέτοιος αδυνατούν να παρακολουθήσουν λόγω ελλιπούς και πλημμελούς μη καταρτήσεως ως προς την εξέταση των ταινιών. Αυτό, δεν σημαίνει πως μέσα από αυτά τα «θρίλερ» δεν θα ξεπεταχτεί και κάποιος που ειδικεύεται κι υπηρετεί αποκλειστικά το είδος οπότε είναι εν δυνάμει δημιουργός. Η θεωρία του auteur, όμως, δεν τα εξετάζει έτσι.
Ταινίες σαν κι αυτήν εδώ είναι που στο πάλαι ποτέ όφειλαν τη διάσωση τους στους θερινούς κινηματογράφους. Τους πρόσφεραν τη ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ, εκείνη που είχε χαθεί στη χειμερινή προβολή λόγω πληθώρας κινηματογραφικής ύλης ανά εβδομάδα και ανειλημμένων προσωπικών υποχρεώσεων των θεατών. Το θερινό ήταν που έδινε την ευκαιρία και για την ταινία αυτή το όλο θέμα καθίσταται ΚΥΡΙΟ ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ.
Η ταινία αξίζει ΚΑΙ ΓΙΑ ΟΥΣ ΔΥΟ: Και για τον ΑΛΑΙΝ ΝΤΕΛΟΝ δηλαδή αλλά και για τον σκηνοθέτη ΤΖΟΖΕΦ ΛΟΟΥΖΥ. Θα ξεκινήσω, όμως, από τον Ντελόν στον οποίο θα αφιερώσω και το μεγαλύτερο μέρος της κριτικής διότι πολλά επιπόλαια έχουν ειπωθεί κι όλο έχει να κάνει με την προκατάληψη και τον κομπλεξισμό απέναντι στους σταρ , μόνο που κι αυτό γίνεται «α λα καρτ» - που λένε. Ή με δύο μέτρα και δύο σταθμά, επί το ελληνικότερον.
Το… «quo vadis» της αναρώτησης στον τίτλο, εννοείται πως τους πιάνει όλους. Κι είναι από εκείνα που με κάνουν κι απορώ όταν συμβαίνουν, κυρίως όταν βλέπω ότι οι συντελεστές διαθέτουν κάποιες περγαμηνές. Πόσο μάλλον από το χώρο του σεναρίου.
Δεν μπορώ να την χαρακτηρίσω αυτή την ταινία και το σκέφτηκα πολλές φορές να μην γράψω καθόλου. Είναι από τις χειρότερες περιπτώσεις του «concept» : «να κάνουμε και μία συνέχεια, ένα νούμερο 2 επειδή έχουμε ένα πετυχημένο εμπορικά τίτλο».
Μόνο που τότε το είδος λεγόταν «ΓΚΡΑΝ ΓΚΙΝΙΟΛ» (Grand Guignol) κι είχε πάρει την ονομασία του από το ομώνυμο θέατρο του Παρισιού, το οποίο ήταν μάλλον προχωρημένο για την εποχή του και προκλητικό μαζί (έτος 1897 ιδρύθηκε) αφού είχε ως αντικειμενικό σκοπό να παίζει αποκλειστικώς έργα φρίκης, προφανώς χαμένου σήμερα ρεπερτορίου. Ο όρος «θρίλερ» μεταφέρθηκε στα τελευταία χρόνια ως απόλυτος δικτάτωρ στα πάντα , από έργα πολιτικής πλοκής μέχρι μια ιστορία λύσης εγκλήματος ενώ ήταν κάτι πολύ συγκεκριμένο και μικρό.
Από αυτό το σημείο ξεκινώ την κριτική μου κι από αυτό πιάνομαι ως άνθρωπος των Ακαδημιών κι Ακαδημαϊκός κι ο ίδιος – μέλος σε τρεις. Το ότι η ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ στα ΒΡΑΒΕΙΑ ΓΚΟΓΙΑ 2018 αυτή την καθαρά βρετανική ταινία επέλεξε ως καλύτερη του έτους, όχι στην κατηγορία της Ξενόγλωσσης (όπου στην Ισπανική Ακαδημία η κατηγορία είναι διπλή: Ξενόγλωσσης και Ξένης Ισπανόφωνης) αλλά στις κατηγορίες των εντόπιων ταινιών. Και τη βράβευσε με τα ΓΚΟΓΙΑ ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ, ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑΣ και ΕΙΚ ΔΙΑΣΚΕΥΗΣ ΣΕΝΑΡΙΟΥ. Βέβαια, η σκηνοθέτης ΙΖΑΜΠΕΛ ΚΟΪΞΕΤ είναι Καταλανή. Και στο επιτελείο πρωτοκλασάτων συνεργατών υπάρχουν ονόματα της ισπανικής κινηματογραφίας. Δεν είναι όμως εκεί το θέμα. Διότι η ισπανική Ακαδημία είναι ως προς αυτό τον τομέα πιο κοντά στην Αμερικάνικη, βραβεύει και ξένους επειδή ζητούμενο είναι το ΕΠΙΤΕΥΓΜΑ, σε αντίθεση με τις άλλες Ακαδημίες και προπαντός με την ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ όπου προηγείται η επίδειξη διαβατηρίου κι έπεται το επίτευγμα.
Εχω γράψει πολλές φορές τις επιφυλάξεις μου για την κινηματογραφική χρησιμότητα του όρου «βασισμένο σε ΑΛΗΘΙΝΗ ιστορία» και το έχω εξηγήσει. Ότι δηλαδή περισσότερο χρησιμεύει για εμπορικό πλασάρισμα ταινιών, για μόδα των τελευταίων αρκετών ετών, ως ένα τρόπο για να διοχετεύουν στην αγορά καλύτερα τις ταινίες με την ψευδαίσθηση ότι το κοινό θα δει κάτι «αληθινό» παρά ότι όλο αυτό προσδίδει καλλιτεχνική αξία. Από τη στιγμή που ζητούμενο στην Τέχνη και θεμελιώδης ορισμός είναι το «μίμησις πράξεως» κι όχι η ίδια η πράξη, τελικός σκοπός θα είναι η «μίμηση». Είτε πρόκειται για ιστορία επινοημένη είτε για αληθινή. Διότι σε όλες τις περιπτώσεις το σενάριο θα πρέπει να είναι σενάριο, να λειτουργεί με τους ίδιους δραματουργικούς όρους και κανόνες που ορίζονται για τα σενάρια και ΠΟΥΘΕΝΑ δεν προβλέπεται «αληθινή» ή μη ιστορία παρά «μίμησις πράξεως».
A, ναι, υπάρχει κι αυτή η ανάγκη. Σε άλλους πιο συχνή, σε μερικούς πιο…. «ενίοτε». «Ο ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ» έρχεται να καλύψει αυτή την ανάγκη έστω κι ως μία εναλλαγή στην κινηματογραφική έξοδο των ημερών.
Σε αυτά που έγραψα περί «κωμωδίας» στην κριτική μου για το ιταλικό φιλμ «ΒΑΛΕ ΤΗ ΓΙΑΓΙΑ ΣΤΟ ΨΥΓΕΙΟ», επανέρχομαι με αφορμή άλλο είδος: Το «πολιτικό θρίλερ». Κι εδώ συναντάμε έλλειμμα στον ελληνικό κινηματογράφο, ακριβώς λόγω «διδασκαλιών» από ινστρούχτορες που περισσότερο διδάσκουν τη λογοκρισία παρά την δραματουργία την οποία άλλοι αγνοούν κι άλλοι παρακάμπτουν.