Είναι μια απόφαση που πέρασε από πολλά στάδια, από πολλές αντικρούσεις , δεκαετίες ολόκληρες. Τη ζω από όταν γνωρισα τον ΓΙΑΝΝΗ ΔΑΛΙΑΝΙΔΗ στο επαγγελματικό μου ξεκίνημα , πολύ πιτσιρικάς ,κι άκουσα πρώτα από αυτόν τη φράση «Η ΔΙΑΝΟΜΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΗΜΙΣΥ ΤΗΣ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑΣ». Ως τότε δεν το είχα διαβάσει ούτε σε κριτικές ούτε σε θεωρητικούς. Στη συνέχεια, βέβαια, κι ειδικά όταν πήγα στην Αμερική, διαπίστωσα ότι ηταν ένας «κοινός τόπος» με τη δημιουργική έννοια. Πως ναι, η μισή σκηνοθεσία ξεκινά από τη διανομή. Το άκουγα πλέον από όλους τους Μεγαλους Σκηνοθέτες αλλά και από εκείνους που δεν θεωρούνται «μεγαλοι» από τα δημοσιεύματα, τα οποία δεν κατέχουν υποχρεωτικως τα της Τέχνης, είναι όμως μάστορες στη δημιουργία ή στην «κατασκευή» , αν το θελετε πιο «πεζά», κι είναι αυτοί που κατευθυνουν ηθοποιούς και φτιάχνουν τις ταινίες που απολαμβάνουμε.
Συνεπώς, όλο αυτό το πράγμα, είχε να κάνει με την έννοια σκηνοθεσία. Ετσι το διδάχτηκα κι εγώ, ετσι το παρακολουθούσα, μέχρι που , εκεί στην Αμερική που της οφείλω πολλά για την κινηματογραφική μου κατάρτιση, ήρθα σε επαφή με τους υπεύθυνους διανομής. Κι εκεί είδα έναν άλλο κόσμο. Εκανα και φιλίες. Κι από όλους αυτούς μάθαινα κι άρχισαν και σε μένα να μπαίνουν ερωτήματα. Φυσικά όταν μου είπαν για την περίπτωση που πήγαν τον άγνωστο ΧΑΡΙΣΟΝ ΦΟΡΝΤ στον Σπήλμπεργκ για τον Ιντιάνα Τζώνς ή την επιμονή για την ΣΑΛΛΥ ΦΗΛΝΤ, την σπαταλημένη στην τηλεόραση που έψαχνε οδό διαφυγής και την πήγαν στον ΜΑΡΤΙΝ ΡΙΤ για τη «ΝΌΡΜΑ ΡΑΙΗ»
Ωστόσο, όλες οι περιπτώσεις κατέληγαν σε μία. Σε αυτό που υποστήριζαν οι σκηνοθέτες. Πως η διανομή είναι το ημισυ της σκηνοθεσίας. Αυτό το «ΗΜΙΣΥ» ήταν που με τριβέλιζε. Αρα, υπήρχε κι ένα ακόμα ήμισυ, για να ολοκληρωθεί το έργο κι αυτό είχε να κάνει με τα υπόλοιπα της σκηνοθεσίας ή με το ότι χωρίς το πρώτο ήμισυ, χωρις τη διανομή δηλαδή, δεν θα ξεκίναγε η δουλειά;
Οι συζητήσεις έδιναν κι έπαιρναν καθώς προχωρούσε κι η δική μου καταβαση στα αδυτα κι επαιρνα μερος σε αυτές τις συζητήσεις. Στο ότι πολλοί από αυτούς του υπεύθυνους διανομής, τους casting directors, ήταν μέλη της Ακαδημίας, ως κλάδος ήταν αναγνωρισμένος από την Ακαδημία αλλά μόνο ως δικαίωμα ψήφου. Δεν αναγνωριζόταν ως ξεχωριστη κινηματογραφική-καλλιτεχνική οντότητα. Προσέκρουε στους Σκηνοθέτες. ΚΙ εγω τι καταλάβαινα;. ΟΙ Σκηνοθέtες ήταν που εβαζαν ζήτημα κάθε φορά που ερχόταν το θέμα προς συζήτηση στη διοικούσα επιτροπή, στο governors board, στο ότι ναι μεν ο casting director μπορεί να εισηγείται αλλά ο σκηνοθέτης είναι αυτός που επιλέγει, κι αυτος που υπογράφει την τελική διανομή. Και την εντάσσει στη σκηνοθεσία του ή φτιάχνει πάνω στη διανομή που διαθέτει, την αναλογη σκηνοθεσία. Κάπως ετσι ειχαν «εξανδραποδίσει» στη δεκαετία του 30, στα τελη της, περίπου, δυο κατηγορίες που σημερα πιά, οσκαρικώς δεν υπάρχουν. Η μία αφορούσε στους ASSISTANT DIRECTORS, δεν είναι «βοηθός σκηνοθέτη¨, δεν του κάνει τους καφεδες ούτε πάει να του πάρει τσιγάρα, είναι βοηθός ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ. Είναι τα λεγόμενα second units, είναι αυτά που γυρίζουν τις σκηνές δρασης, τις σκηνές πλήθους τις σκηνές μαχων. Και στήνουν μια ολόκληρη σκηνοθεσία. Όπως επίσης, τα second units κάνουν και κάτι άλλο που δεν φαίνεται, είναι όλες αυτές οι σκηνές με τους κομπάρσους. Αυτά που συμβαίνουν στο δρομο , σε ένα εστιατόριο, σε κάποιο μπαρ, οι εκφρασεις στα μακρινα πρόσωπα, οι συζητήσεις που οι διαλογοι τους δεν ακούγονται αλλά είναι που δίνουν τη ζωντανια στην ταινία- σε αυτές τις περιπτωσεις συνεργαζονται με το σεναριογραφο ή με τους δικούς του βοηθούς διότι πρεπει να υπάρχει μια ιστορία που στα αφτιά του θεατή δεν φτάνει , είναι όμως αυτή που παίζουν οι κομπάρσοι και κανουν τη σκηνή πιστευτή. Στο ένα τραπέζι μπορει να μιλούν για δουλειά, στο άλλο για τη σχεση τους, στο τρίτο να κουτσομπολεύουν.. Για όλα αυτά φτιάχνεται ιστορία, δεν είναι μπάτε σκυλοι αλέστε, κι ο βοηθός σκηνοθέτης με το επιτελειο που διευθύνει, , φτιάχνει, παρακολουθεί και «γυριζει» αυτές τις σχέσεις. Ωστοσο, μετά το «Οι λογχοφοροι της Βεγγαλης» με τον Γκάρυ Κούπερ, στη δεκαετία 30, του Χένρυ Χαθαγουέι, δεν πήρε Οσκαρ Σκηνοθεσίας ο Χαθαγουέι, που ήταν υποψήφιος, το πήρε ο Τζων Φορντ για τον «Καταδότη» (The informer), που δεν είχε σκηνές δρασης αλλά ατμόσφαιρας κι ηθοποιίας, εκεί έγινε μπαμ. Διότι οι «Λογχοφόροι της Βεγγάλης» είχαν πάρει το Oscar Assistan Director. Για τις σκηνές των μαχων, στα φρουρια, στον πολεμο της Αποικιοκρατιας. Ηταν ένα σοκ. Τι πίστωναν ως σκηνοθεσία και τι ως «βοήθεια». ΚΙ επειδή υπήρξαν κι άλλα τετοια, το βραβείο ως βραβείο καταργήθηκε κι έμεινε μόνο ο σκηνοθετης. Το επιτελειο του βραβευεται πλέον από το ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΣΚΗΝΟΘΕΤΩΝ, το directors guild of America. Όχι όμως ως κάτι ανεξάρτητο αλλά μαζί με το σκηνοθέτη της σκηνοθεσίας που βραβευεται.
Η άλλη κατηγορία που καταργήθηκε στα τέλη της ιδιας δεκαετίας κι εδώ είναι ακομα πιο άδικο, είναι της ΧΟΡΟΓΡΑΦΙΑΣ. Διότι η άποψη των Σκηνοθετών ήταν «τοτε σε ένα μιούζικαλ τι απομένει για τον σκηνοθέτη;». Κι ετσι καταργήθηκε όπου δόθηκε μια φορά Oscar ΧΟΡΟΓΡΑΦΙΑΣ ως special achievement στην ΟΝΑ ΓΟΥΑΙΤ για το «ΟΛΙΒΕΡ» του Σερ ΚΑΡΟΛ ΡΗΝΤ, ο οποίος πήρε όμως και το Oscar Σκηνοθεσίας ενώ ο ΡΟΜΠΕΡΤ ΓΟΥΑΙΖ για το «WEST SIDE STORY” έβαλε το χορογράφο ΤΖΕΡΟΜ ΡΟΜΠΙΝΣ με credit συν-σκηνοθετη, ο δε ΜΠΟΜΠ ΦΟΣΙ που ανανέωσε κι ανατρεψε και σχεδόν…καταργησε το είδος,τουλάχιστον με την παλιά του μορφή ήταν βασικά Χορογράφος και η σκηνοθεσία ήταν πάνω στη χορογραφία του. Όπως και το μοντάζ με οδηγήτρια τη χορογραφία, έκοβε κι έραβε.
Πάνω σε αυτή τη βάση λοιπόν, οι Σκηνοθέτες δεν άφηναν περιθωρια για τη διανομή.
Οι υπεύθυνοι διανομής όμως επέμειναν. Σθεναρά. Κι ο επιμένων νικά. Και το κέρδισαν. Το μήνυμα το είχαν περάσει και προς τις ξένες Ακαδημίες, τις ευρωπαΪκες εννοώ, που σιγα σιγα, η μία κατόπιν της άλλης, είχαν αρχίσει να διαχωρίζουν τη διανομή από τη Σκηνοθεσία.
Εντύπωση είχε προκαλέσει το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι που είναι της θεωρίας του auteur και της αναγνώρισης του Σκηνοθέτη ως υπέρτατου άρχοντα, τον Ξεδόντισαν με αυτή την απόφαση, αυτή την υιοθέτηση, να διαχωρίσουν από τον σκηνοθέτητη διανομή. Και να είναι, αντίθετα, οι Αμερικάνοι (δηλαδλη η Ακαδημία η Αμερικάνικη διότι οι άνθρωποι είναι από όλα τα πέρα του κόσμου..)εκείνοι που επέμεναν στα περί σκηνοθέτη. Είναι αντιφατικό. Ωστοσο, αυτό των Ευρωπαίων λειτούργησε καταλυτικά στη «συντομευση» της ληψης αποφασεων.
Κι ερχόμαστε τωρα επί τω έργω.
Τι έχουμε να μάθουμε, να σπουδασουμε, να διδαχτούμε από όλο αυτό; Μιλώ κι ως θεατές αλλά κι ως κριτικοί που δεν γνωρίζουμε. Ο καθένας κάτι έχει στο μυαλό του περί διανομής και περναει και στους θεατές αυτό το περί καλού casting αλλά δεν ξέρει τι ακριβώς.
Πως (θα) το εννοούν, όμως, αυτοί που το κάνουν; Ώστε να αρχίσουμε να μαθαίνουμε και τα κριτήρια αφενός των casting directors περί των στανταρντς ενός καλού casting, αλλά από την άλλη , και σε ακαδημαϊκό επίπεδο, πως το βλέπουν οι υπόλοιποι κινηματογραφικοί κλάδοι.
Και θα βάλω ένα προσωικό παράδειγμα που αφορά στην όρεξη μου για να μάθω από όλο αυτό. Το παραδειγμα αφορά στην πολυδιαφημισμένη νέα ταινια του Κρίστοφερ Νόλαν «Οδύσσεια». Προσωπικά η διανομή όπως τη διαβάζω κι όπως βλέπω κάτι φωτογραφίες , δεν μου αρέσει καθόλου. Μου κάνει «λιπόσαρκη» κι όχι εφάμιλλη μιας τέτοιας παραγωγής.
Περιμένω εναγωνίως να δω αν θα είναι έτσι και τι προσωπικά φροντιστηρια πρεπει να ξεκινήσω κι επ’ αυτου του τομέα ώστε να είμαι κριτικός που εμβαθύνει κι όχι που μπουρδολογεί άνευ πατηματος. Πρωτα από όλα, στο πως θα φανεί αυτή η διανομή όταν θα την δούμε στην ολοκληρωμενη ταινία, ενταγμένη στη σκηνοθεσία του Νόλαν. Στο γιατι κατεληξε ο Νόλαν σε αυτήν, αν υπήρχε άποψη ή απουσία έμπνευσης ή μια άλλου τύπου αδυναμία (διότι σινεμά είναι κάποιες, κι όχι λίγες, φορές και ..»ου μπλέξεις»- δεν βρίσκεις παντοτε αυτούς που θες. Δευτερον, οι πρωτοι που θα μας πουν και θα μου πουν, θα είναι οι άμεσα αρμόδιοι, που αυτοί γίνονται πλέον οι «πάπες» του αντικειμένου, με το αν θα την ενταξουν στις υποψηφιότητες τους. Εκεί θα δούμε αν αυτη η διανομη εγκρίθηκε πρωτα από τους δικούς της. Και κατόπιν, αν ναι, θα δουμε και τα περαιτερω της.
Για αυτό και πρόταξα στον τίτλο του άρθρου «τι έχουμε να μάθουμε» διότι ανυπομονώ να αρχίσω να μελετώ κάτι στο οποίο δεν είχα εντρυφήσει ως ανεξάρτητη Τέχνη αλλά μονο ως μέρος της Σκηνοθεσίας.
Νέα πηγή μάθησης μπαίνει στη ζωή μας. Οσων ενδιαφερομαστε-εννοείται. Και βαζω και τους θεατές μέσα διότι για αυτούς γίνονται στο τέλος-τελος οι ταινίες.
Στην καλλιέργεια όλων ημών. Και…Υμων.