«ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΤΟ ΔΕΛΦΙΝΙ» έρχεται να θυμίσει πολλά, γύρω από αυτό το θέμα: Μια Ελλάδα καλοκαιρινή πριν από σχεδόν 70 χρόνια, με Υδρα , Ακρόπολη, Αθήνα και Γλυφάδα… Δεύτερο θέμα: Μια Σοφία, ΣΟΦΙΑ ΛΟΡΕΝ, που οι συμπατριώτες της την φώναζαν «Σοφιόνα», το δικό μας… «Σοφαρα» και καταλαβαίνει κανείς το γιατί, όταν τη δει να αναδύεται μέσα από τη θάλασσα ως σεξουαλική Αφροδίτη, με το νερό να έχει κολλήσει το ρούχο πάνω της…Τρίτο θέμα: Ένα είδος, που πιά δεν πολυπαράγεται, το αστυνομικό μιας άλλης εποχής, που δεν είναι ακριβώς αστυνομικό, όπως το ορίζουμε σήμερα, είναι ένα έργο περισσότερο του σασπένς αλλά κι αυτό ήπιο, διότι συντονίζεται με το πλαίσιο όπως το έχει σκηνοθετήσει ο ΓΙΑΝ ΝΕΓΚΟΥΛΕΣΟ και θα πω παρακάτω για αυτόν…Κι ένα τραγούδι, ΘΕΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΑΙ…ΚΑΥΤΟ, που δάνεισε τη μελωδία του στην ταινία και της έδωσε υποψηφιότητα για OSCAR ΜΟΥΣΙΚΗΣ ενώ για τον εαυτό του δε είχε δικαίωμα να εξασφαλίσει ούτε καν υποψηφιότητα διότι ως τραγούδι ήταν εκτός ταινίας. Και τελικά έντυσε την ταινία, έγινε συνώνυμο ή ταυτόσημο της ταινίας αλλά την έμπνευση την καρπώθηκε άλλος, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΛΟΓΟΚΛΕΨΕΙ. Θα το εξηγήσω. ΚΙ αυτό. Κυρίως αυτό. Μιλάμε για το τραγούδι «ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΤΟ ΛΕΝΕ ΑΓΑΠΗ;» σε μουσική ΤΑΚΗ ΜΩΡΑΚΗ και στίχους ΔΑΝΑΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟΠΟΥΛΟΥ και ΓΙΑΝΝΗ ΦΕΡΜΑΝΟΓΛΟΥ…..
Και θα ξεκινήσω από αυτό… Το οποίο άκουσε η ΣΟΦΙΑ ΛΟΡΕΝ ένα βράδυ που την έβγαλαν για δείπνο, τότε στην προετοιμασία των γυρισμάτων, στη «Σπηλιά του Παρασκευά», στα Βοτσαλάκια, Καστέλα προς Πασαλιμάνι, και το άκουσε από τον ΤΩΝΗ ΜΑΡΟΥΔΑ, ξετρελάθηκε και ζήτησε να μπεί στην ταινία. Ειχε μεθύσει με τη μελωδία , κι ήθελε να το πει κι εκείνη. Κι ως επιμελής και δουλευταρού, το έμαθε πολύ καλά και στα ελληνικά και το κάνει ντουέτο στην ταινία με τον Μαρούδα, αφού της έφτιαξαν σκηνή, να πηγαίνει στο ίδιο κέντρο που είχε πάει ως φιλοξενούμενη σταρ και τωρα ως ηρωίδα του σεναρίου να «ακομπανιάρει» τον πρώτο διδάξαντα, ουσιαστικά εκείνος είναι που τώρα την «ακομπανιάρει».
Το ένστικτο της Σοφία είχε δουλέψει με υψηλές ταχύτητες. Κι ο ΧΙΟΥΓΚΟ ΦΡΗΝΤΧΟΦΕΡ, Οσκαρούχος μουσικός από «ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ» του ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΓΟΥΑΙΛΕΡ, δεκα χρονια πριν, που είχε πλέον τεθεί επικεφαλής του μουσικού τμηματος της «20th Century Fox», διαδεχθείς τον Αλφρεντ Νιούμαν κι αναλάμβανε τη μουσικη στις μεγαλες και φιλοδοξες παραγωγες του στούντιο, φυσικό ήταν να απασχοληθεί από τη μελωδία του Μωράκη. Το ίδιο κι ο σκηνοθέτης του φιλμ, ο Γιάν Νεγκουλέσκο. Και κατεληξαν να το κάνουν σημειο αναφοράς, χρησιμοποιώντας τη μελωδία τόσο όσο επιτρέπεται ώστε να μη θεωρείται λογοκλοπή και το μετέβαλαν σε μουσικές γέφυρες που συνέδεαν τα original κομμάτια του score, διότι είχαν καταλάβει, λόγω της επιμονής της Λόρεν με το τραγούδι, ότι κάτι υπήρχε μέσα σε αυτό, έτοιμο προς αξιοποίηση. Κάτι ανάλογο είχε συμβεί, δυο χρόνια πριν, στο ίδιο στούντιο, με τον άλλο μεγαλο υπευθυνο του μουσικού τμηματος , τον Αλφρεντ Νιουμαν με το φιλμ «Love is a many splendored thing» (Εκσταση και πάθος), όπου το ομώνυμο αριστουργηματικής μελωδίας τραγούδι είχαν γραψει οι Σάμυ Φέιν(μουσική) και Πολ Φρανσις Γουεμπστερ(στίχοι) , ο Νιουμαν υπόγραφε το score και χρησιμοποίησε το εν λόγω τραγούδι ως αναφορά κι ένδυση μουσικη και άπειρες μουσικές γέφυρες σε συνδυασμό με άλλα κομμάτια, και πήρε κι αυτός το Oscar Μουσικής αλλά στην περίπτωση αυτή πήραν και το δικό τους αγαλματάκι οι δυο τραγουδοποιοί, διότι το τραγουδι ήταν πρωτότυπο, ήταν γραμμένο για την ταινία.
Στο «Παιδί και το δελφίνι» προταθηκε για το βραβείο της Μουσικής ο Φριντχόφερ (κι έχασε από τη Γέφυρα του ποταμού Κβάι» , από τον Μάλκολμ Αρνολντ) αλλά δυστυχως το τραγούδι δεν είχε δικαίωμα συμμετοχής, προυπήρχε, και μάλιστα εκτός ταινίας.
Η επιμονή της Σοφίας λοιπόν έφερε το αποτέλεσμα, διότι τότε η Σοφία είχε καλωσορίσματα από το Χόυγουντ, άνοιγε τότε παρτίδες και την ηθελαν πολύ. Το ότι το όνομα της είναι τρίτο εχει να κάνει με τα συμβόλαια κι ότι ακόμα δεν εχει εδραιωθεί στην Αμερική. Όπως το ίδιο είχε γίνει και με την ακριβως προηγούμενη, πρωτη αμερικανικη ταινία της, το «Υπερηφάνεια και πάθος» του Στάνλεϋ Κράμερ όπου τα ονόματα ήταν Καρυ Γκραντ-Φρανκ Σινάτρα-Σοφία Λόρεν..Ετσι και τωρα η σειρά ήταν ΑΛΑΝ ΛΑΝΤ-ΚΛΙΦΤΟΝ ΓΟΥΕΜΠ-ΣΟΦΙΑ ΛΟΡΕΝ, παρόλο ότι το έργο είναι σχεδόν δικό της κι έχει ως ρόλος τη μερίδα του λέοντος.
Και κάνει ένα μπαμ εκπληκτικό, επισημως εκτοξευεται στο ύψος των χολυγουντιανων σταρ κι όλο αυτό γίνεται με τη φροντίδα, όχι μόνο των ονομάτων, που δεν βιάστηκαν να τη βαλουν πρώτη πρόωρα και να την κάψουν, της έφτιαξαν περιβάλλον που να της πηγαίνει, νησί, Μεεσόγειος, Υδρα, σφουγγαράδες ως κάτι αναγνωρίσιμο αφού παίζει Ελληνίδα κι ο Νεγκουλέσκο το αξιοποίησε στο έπακρο. Διότι ο Νεγκουλέσκο, Ρουμανος που είχε καταφυγει στην Αμερική από προπολεμικά, ήταν σκηνοθέτης χώρων, ντεκόρ, για αυτό και διακρίθηκε σε έργα με έγχρωμες σκηνογραφίες, όμως και σε δράματα, όπως η «Σιωπηλη τραγωδία» (Johnny Belinda» με την ΤΖΕΗΝ ΓΟΥΑΙΜΑΝ, που ηταν κι η μοναδική του υποψηφιότητα για σκηνοθετικό Oscar και το πιστώθηκε η πρωταγωνίστρια με δικό της, έδινε μεγαλη εμφαση ο σκηνθέτης στο χωρο, στη μαυροασπρη εικόνα ενός ταπεινού ψαράδικου χωριού.
Εδώ αμολήθηκε από την Υδρα σε ολόκληρη την Αθήνα για να φτιάξει ένα αισθητικό, πειτε το και τουριστικό ,πλαίσιο, για να κινηθεί και να αναδειχθεί η φλογερή πρωταγωνίστρια ως σταρ. ΚΙ οι δύο άνδρες που εκλήθησαν να την συνδράμουν, με τα ονόματα τους πριν από το δικό της, ο ΑΛΑΝ ΛΑΝΤ κι ο ΚΛΙΦΤΟΝ ΓΟΥΕΜΠ, ουσιαστικά δεν είχαν ρόλους, ήταν όμως τα γερά της υποστυλώματα. Παίζει κι ο ΑΛΕΞΗΣ ΜΙΝΩΤΗΣ, το ρόλο του Ελληνα αστυνομικού επιθεωρητή. Επίσης δεν εχει ρόλο απαιτήσεων, έχει όμως το αυστηρό ύφος που χρειάζεται.
Την αμολάνε, λοιπόν, τη Σοφία σε όλη την Αθήνα κι η νοσταλγία δίνει και παίρνει. Από την Ακρόπολη και τις γυρω περιοχές ως τα «Αστέρια» της Γλυφαδας και την τότε καλοκαιρινή διασκέδαση που ξεκίναγε ως κυριακάτικα απογεύματα, νωρις το απόγευμα, με έναν ηλιο που περισσότερο φωτιζε και ζέσταινε και λιγότερο τσουρούφλιζε, με τους χορούς των ζευγαριων στην καλοκαιρινή υπαιθρια πίστα και με εκείνα τα ρούχα της δεκαετίας 50, μια δεκαετία που είχε στη βιτρίνα της αυτό το «γκλαμ» των ανθρωπων μετά από πόλεμο , που θελουν να ζήσουν , να διασκεδάσουν, να γλεντήσουν, να χαρούν.
Όλα αυτά, η ταινία τα κάνει υλικό της και βάζει μια υπόθεση αρχαιοκαπηλίας για να μπορεί όλο αυτό να το σύρει και να το επανατροφοδοτεί, το οποίο προέρχεται από μυθιστορημα του ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΝΤΙΒΑΪΝ, δεν είναι καμωμένο στο πόδι (και το σεναριο συνυπογραφουν ο ΙΒΑΝ ΜΟΦΑΤ, ικανότατος διασκευαστή που ερχόταν με οσκαρικη υποψηφιότητα από τον «Γίγαντα» του Τζωρτζ Στήβενς κι ο ΝΤΙΟΥΙΤ ΤΕΙΛΟΡ που ειχε ασχοληθει με την αστυνομική πλοκή όπως το «Ο πορτοφολάς»(pick up on South Street) του Σαμιουελ Φουλερ) κι η μελωδία να συνοδεύει κι η Σοφία να γίνεται ονείρωξη και η νοσταλγία να επιτελεί τον σκοπό της. Και να ανανεώνεται και το ρεπερτόριο για τα θερινά σινεμά του επόμενου καλοκαιριού, απ’ άκρη σ’ άκρη της Ελλάδας. Η φτώχια βρίσκεται στο νησί, από όπου ξεκινά η ηρωίδα αλλά ταιριάζει τόσο πολύ στην νεορεαλιστική προέλευση της, στο ταξιδι προς το γκλαμ της σταρ για το Χολυγουντ.
ΚΙ άνοιξε την πόρτα , για γυρίσματα ξένων παραγωγών στην Ελλάδα. Κι έγιναν, ουκ ολίγες. Ωστόσο ακόμα στουντιο δεν φτιάξαμε. ΚΙ ας πέρασαν σχεδόν 70 χρόνια. ΚΙ όπως λένε γυναίκες όταν βριζουν τον «ακαματη» άντρα τους: «ολοι φτιαχτήκανε, εκτός από μας». Οι..κινηματογραφικές εννοούν Βουλγαριες, Ρουμανίες κλπ..Τις γειτόνισσες, με άλλα λόγια
Ετσι, για να αφήνει η νοσταλγία κι ένα αποτύπωμα κοινωνικό…