Πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του ΒΑΣΙΛΗ ΚΕΚΑΤΟΥ κι έχουμε ένα πρώτο στοιχείο το οποίο δείχνει το δρόμο κι είναι θετικό (όπως θετικός είναι συνολικά κι ο απολογισμός πλην κάποιων επισημάνσεων που θα τις δειτε). Κι αυτό το πρώτο στοιχείο είναι ότι ως ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ ξέρει να φτιάχνει ΚΛΙΜΑ. Και σε αυτό το κλίμα να εντάσσει ύφος, όψη, ηθοποιούς και σενάριο. Το κλίμα το φτιάχνει μεσω των ηθοποιών. Μεσω της διανομής. Είτε δικές του οι επιλογές είτε των casting directors, ο Κεκάτος ρυθμίζει τη σκηνοθεσία του μέσα από τα πρόσωπα.
Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ είναι ένα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ που έρχεται, όταν πάρει το κάλεσμα του Χρόνου, να δώσει και καλλιτεχνική υπόσταση, σε κάτι που θα έμοιαζε ξεχασμένο.
Τότε, σε αυτήν την περίπτωση, ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΣΕΒΑΣΜΟΣ. Κι αναγνώριση τη αξίας, από εκείνους που είναι σε θέση να αναγνωρίζουν τις αξίες και να τις παραδέχονται.
Ή Ιστορίες από τον Πόλεμο στις οποίες βλέπουμε δοκιμασίες ανθρώπων, εκείνων που πολέμησαν ή κάποια στιγμή λύγισαν ή κάποιων άλλων που αντέξανε.
Διότι στην περίπτωση του ΓΟΥΕΣ ΑΝΤΕΡΣΟΝ- φυσικά και δεν είναι ο μόνος- θα διαβάζετε και θα ακούτε περί «Γουες Αντερσον», και «τι δημιουργός είναι ο Αντερσον» και διάφορα τέτοια. Περί του τι έργο όμως είναι «ΤΟ ΦΟΙΝΙΚΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ» χωρίς να μπεί το όνομα στην αναφορά της υπόθεσης, δεν θα συναντήσουμε εύκολα.
Για να το προσδιορίσουμε που πάει ακριβώς, παρόλο ότι ανάλογη ηθοποιία υπάρχει κι από τους ηθοποιούς που την πλαισιώνουν, με πρώτη και καλύτερη την ΚΑΘΥ ΜΠΕΗΤΣ αλλά και τους άλλους που θα τους αναφέρω πιο κάτω.
Αυτή ήταν η τότε αίσθηση που προκαλούσε η ταινία, και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Οτι μετά το «ΠΟΤΕ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ» κι εκείνο τον ανείπωτο θρίαμβο, η ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ, με σκηνοθέτη της τον ΖΥΛ ΝΤΑΣΕΝ, βαδιζε πλέον ως διεθνως καταξιωμένη.
Αυτό είναι το στοιχείο που κάνει το φιλμ ξεχωριστό. Το ότι δεν επαναπαύθηκε, δεν έγινε «μία από τα ίδια» με τον ΤΟΜ ΚΡΟΥΖ να δοκιμαζει αεροδυναμικά ακροβατικα και απλώς να ικανοποιεί ή να εντυπωσιάζει τους θαυμαστές του. Βεβαίως και το έκανε κι αυτό γι αυτό κι οι θαυμαστές του το ανταποδίδουν. Αυτό όμως που έκανε πάνω από όλα είναι ότι αυτή η συνέχεια της δημοφιλούς σειράς, που μπορεί να είναι κι η εσχατη, έχει μαζί με τα άλλα και κάτι να πεί.
Το «ΣΤΙΣ 10.30, ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΒΡΑΔΥ» είναι το τελευταίο του «πακέτου» των 4 ταινιών του ζεύγους Μελίνα -Ντασεν με την United Artists κι επέλεξαν να είναι και το πιο δύσκολο τους.
Το «ΠΟΤΕ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ» υπήρξε ταινία-φαινόμενο κι έβαλα στον τιτλο μια φράση της ενδυματολογου της ταινίας, της ΝΤΕΝΗΣ ΒΑΧΛΙΩΤΗ, η οποία συμμετείχε απόλυτα στη δημιουργία αυτού του σεισμού που ουσιαστικά λεγόταν ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ, την καθιέρωσε σε διεθνή σταρ, κανείς δεν καταλάβαινε τι ακριβως ταινία κάνει ο ΖΥΛ ΝΤΑΣΕΝ, που δεν είναι ούτε αστυνομική ούτε λογοτεχνική ούτε απολύτως περι τίνος πρόκειται, κανείς δεν φανταζόταν πως όσοι εμπλέκονταν στο φιλμ θα εφταναν μέχρι το OSCAR ενώ μέσα από εκεί θα έβγαινε κι ένα τραγουδι που έμελλε να ξεπεράσει συνορα και όρια κι από την πρώτη νότα να ξεσηκωνει κόσμο και να γίνεται αναγνωρίσιμο σε όλο τον ΠΛΑΝΗΤΗ, μέχρι και στην ΥΕΜΕΝΗ, ναι, από την πρώτη νότα.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ» του ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ, που όχι μόνο πήραν το OSCAR, όχι μόνο πήραν τους χρυσούς δίσκους της εποχής, μια και το είχε προβλέψει ο μεγαλος ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΜΠΕΤΑΣ, όταν τον φώναξε ο Χατζιδακις και του έπαιξε στο πιάνο τη μελωδία, εξηγώντας του, πάνω-κάτω τα του φιλμ και σε ποια σκηνή θα το έδειχνε, ώστε να του βάλει ο Ζαμπέτας μπουζούκι. Πριν του ολοκληρώσει ο Χατζιδακις, ο Ζαμπέτας αναφώνησε(Κι έμεινε ιστορικό): «ΜΑΝΩΛΗ,ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΕΝΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟ ΔΙΣΚΟΙ». Και βέβαια πουλησε πολύ περισσότερο.. ΚΙ έγραψε και σελίδα στην ιστορία του κινηματογραφου στο τι σημαίνει κινηματογραφικό τραγουδι, στο πως ένα τραγούδι μπορεί και χαρακτηρίζει μια ταινία σε σημείο που να την αναδημιουργεί.