Και φυσικά, όλο αυτό κάποια ανάγκη το γεννάει
Ασυνήθιστο όχι μόνο ως υπόθεση αλλά κι ως διαχείριση υπόθεσης τόσο σεναριακά όσο και σκηνοθετικά, απρόβλεπτο ,όχι με την αστυνομική έννοια και τη λογική του σασπένς αλλά επειδή διαρκώς ξεγλιστρά από ο,τιδήποτε σύνηθες. Δεν υπάρχει τίποτε από αυτά που περιμένεις ούτε ως υπόθεση ιστορίας, ούτε ως περίπτωση κεντρικού ήρωα, ωστόσο υπάρχουν πράγματα που σιγοβράζουν για να σε πάνε πάλι εκεί που αυτά θέλουν κι όχι εκεί που νόμιζες εσύ
Ο τιτλος της κριτικής που διαβάζεται ως αίνιγμα αφορά σε μια πρωτοτυπία με την οποία θα γράψω γα την ταινία του ΤΖΕΗΜΣ ΜΑΝΓΚΟΛΝΤ γύρω από τον «Μπομπ Ντύλαν», θα το κάνω σαν ενός τυπου αντιπαραβολή με το δικό μας «Υπάρχω». Και θα το κάνω επειδή, μέσα από την κριτική πρέπει να μαθαίνουμε και μερικά πράγματα, να ξέρουμε ώστε να μην κοροϊδεύομε. Γιατί αν κοροϊδεύουμε όταν δεν ξερουμε αυτό που δεν ξέρουμε, είναι κολάσιμο
Και την είδα δυο φορές. Κι ο λόγος που την αγάπησα ήταν ότι είδα ΣΕΝΑΡΙΟ, κάτι που δεν συμβαίνει συχνά, ειδικά σε αυτές τις μικρές ανεξάρτητες ταινίες της εγχώριας παραγωγής που στο συγκεκριμένο και κεφαλαιώδες θέμα , παρουσιάζουν έλλειμμα. Εδώ έβλεπα τη γνώση και την κατάρτιση του ΓΙΩΡΓΟΥ ΖΩΗ (το σενάριο συνυπογράφει η ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΟΤΖΑΜΑΝΗ) και την εξ αυτού εκπορευόμενη σκηνοθεσία κι ένιωθα πληρότητα.
Η ταινία αυτή που την υπογράφει σε σενάριο και σκηνοθεσία ο ηθοποιός ΤΖΕΣΕ ΑΪΖΕΝΜΠΕΡΓΚ, που παίζει και τον ένα εκ τω δύο κύριων ρόλων, ξεκινά με ένα ατού. Και το πρώτο ατού είναι το σενάριο. Ασχέτως αν ατου της ταινίας καταλήγει ο συνερμηνευτής ΚΙΕΡΑΝ ΚΑΛΚΙΝ
Απλά, αλλάζει η προσέγγιση του είδους που λέγεται «τρόμος», από την άλλη κρατεί πάντα τα ίσα ο μόνιμος, κοινός παρονομαστής που είναι ο ρομαντισμός. Απλά κι εδώ, όπως ο τρόμος έτσι κι ο ρομαντισμός διαφέρει από εποχή σε εποχή και προσεγγίζεται διαφορετικά
Εξαιρετική ταινία «κατασταλάγματος» είναι το «Queer» για τον σκηνοθέτη ΛΟΥΚΑ ΓΚΟΥΑΝΤΑΝΙΙΝΟ.
Περισσότερο προσδιοριστικός είναι ο τίτλος της κριτικής παρα υπαινικτικός . Είναι από τα έργα που αγαπούν τα Φεστιβάλ κι οι κριτικοί, κυρίως επειδή τα θεωρούν «μίνιμαλ» και το «μινιμαλ» για κάποιο καλλιτεχνικώς απροσδιόριστο λόγο, έχει περάσει στα «υπέρ». Από μεριάς κριτικής. Κάτι τέτοιο συμβαίνει εδώ.
Καταρχάς να πω ότι το «ταινία αλλιώτικη» ούτε μου αρέσει ούτε λέει τίποτε επί της ουσίας, απλά παιδεύτηκα πολύ για να την προσδιορίσω και κατέληξα σε αυτή την ευκολία.
Ναι, επειδή είναι «αλλιώτικη» σε σχέση με αυτά που μας παρουσιάζει ή κι ενίοτε, και συχνά -πυκνά, μας παιδεύει, το σύγχρονο ελληνικό σινεμά, αλλιώτικη όμως και για τον σκηνοθέτη ΑΓΓΕΛΟ ΦΡΑΝΤΖΗ, ειδικά όταν η τελευταία εντύπωση ήταν η «ΕΥΤΥΧΙΑ» του. Και δεν έχει καμία σχέση με τούτο. Ούτε ως είδος, ούτε ως ύφος ούτε κι ως αποτέλεσμα.
Αφησα να περάσει μεγάλο διάστημα, μια κι είχα την πολυτέλεια του Χρόνου, για να γράψω για αυτό το φιλμ. Διότι είμαι ταγμένος ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΟΣ, από την άλλη μπορώ και διακρίνω την έννοια «μεγαλος σκηνοθέτης», χωρίς να την μπερδεύω υποχρεωτικώς με το «μεγάλος auteur» ενώ στην ουσία για τέτοιο πρόκειται, τους μεγαλους σκηνοθετες τους λένε και μεγάλους auteur. Αφήνοντας απέξω συχνά και πραγματιικά καλούς σκηνοθετες που η σκηνοθεσία τους υπηρετεί τν Εργοκεντρισμό κι όχι σκ΄τη την υπογραφή. Ο υποφαινόμενος διαχωρίζει πάντα το έργο από το δημιουργό ΄του, χωρίς να μην τον λαμβάνει υπόψη αλλά κρίνει το έργο ΩΣ ΕΡΓΟ