Ποιο είναι το «έτσι» και ποιο το «αλλιώς»;
Το «αλλιώς», αρχίζω από αυτό, είναι αν το ανεβάσεις στην ορθοδοξη, όπως γράφω, μορφή, με τους ηθοποιούς να ερμηνεύουν το κείμενο. Σε αυτή την περίπτωση, θα έχουμε να μιλήσουμε για το έργο του ΜΑΡΤΙΝ ΚΡΙΜΠ, του Βρετανού συγγραφέα, στο οποίο τρεις άνθρωποι συναντώνται επί σκηνής, ένα αντρόγυνο και το τρίτο πρόσωπο. Ένα ζευγαρι της μεσαίας τάξης, έχει εγκαταλείψει την πόλη και με το μικρό παιδί τους έχουν εγκατασταθεί στην εξοχή. Ο σύζυγος που είναι και γιατρός κι από ό,τι φαίνεαι έχει κάποιο βεβαρημένο παρελθόν με..ουσίες, ένα βράδυ φέρνει στο σπίτι μια όμορφη κοπέλα που την βρήκε στο δρόμο λιπόθυμη και την έφερε προς περίθαλψη. Η σύζυγος αντιδρά με τον τρόπο της και ξαφνικά δημιουργείται επί σκηνής ένα τρίγωνο.
Το έργο θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κάποιες επιρροές από τον Πίντερ αλλά όχι τόσο ..στενές. Δεν μιλούν για άλλα αντ’ αυτων που θέλουν να μιλήσουν, δεν μιλούν όμως κι ειλικρινά ή ολοκληρωμένα.
Το έργο φυσικά ολοκληρώνεται, δεν είναι σκαρίφημα, είναι έργο αλλά…εδώ μπαίνει ένα ερώτημα: Με τον «ορθόδοξο» τρόπο θα διαφαινόταν η οποια αξία του ή μήπως ήθελε τη σκηνοθετική παρέμβαση σαν κι αυτή που είδαμε στην «Αποθήκη», στην οποία δεν αλλοιώθηκε το κείμενο ούτε πειράχτηκε το περιεχόμενο, δόθηκε όμως ένα βάρος «κινησιολογικό», το οποίο άλλοτε ξένιζε ως προς το τι βοηθα τους χαρακτήρες, άλλοτε όμως προσέδιδε ζωντάνια και δράση κι ενέργεια πάνω στη Σκηή κι έδινε και κάποιο περιεχόμενο στην εσωτερική κατάσταση των ανθρώπων, στα καταπιεσμένα νεύρα τους, στο καταπιεσμένο υποσυνείδητο τους, στην ανειλικρίνεια. Με αυτό τον τρόπο η εσωτερική τους ένταση στηνόταν πάνω στη Σκηνη κι έδινε τις προεκτάσεις του κειμένου, το οποίο αναρωτήθηκα, για αυτό και το πρόταξα στην κριτική, αν με άλλο τρόπο θα έδινε αυτή την ένταση και την νευρικότητα των ανικανοποίητων ανθρώπων, που η επιλογή, η οποία είναι απόλυτα δική τους, δεν τους εξασφαλίζει την ηρεμία που θέλει ο τίτλος, την ηρεμία της εξοχής. Και φυσικά το όλο σκεπτικό περιλαμβάνει και το τρίτο πρόσωπο, την κοπέλα που ήρθε ως περίθαλψη κι αντιμετωπίζεται ως εισβολέας.
Σίγουρα πάντως, η συγκεκριμένη επιλογή, στο κλίμα, τουλάχιστον του ψυχισμού των ηρώων, των χαρακτηρων, και των τριών, μας έβαλε.
Και μας έβαλε και με τον τρόπο με τον οποίο πρόβαλαν κι οι τρεις ηθοποιοί τις μεταξύ τους αντιθέσεις. Το πως ο καθένας υποστήριξε το δικό του χαρακτήρα, μέσα από τη δική του ερμηνευτική ιδιοσυγκρασία και τόνισε την αντίθεση του με τους άλλους δυο, κι αυτό έφτιαξε κλίμα, έκανε επί Σκηνής κατάσταση. Κι οι τρεις ηθοποιοί το υπερασπίστηκαν. Με επίκεντρο τον άντρα, που λειτουργεί ως αντικείμενο του πόθου, χωρίς όμως να δηλώνεται κάτι τέτοιο, και με την κάθε γυναίκα να παρουσιάζει με το δικό της ανικανοποίητο. Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΒΑΛΑΣΟΓΛΟΥ, πρόβαλε την πλευρά του αρσενικού, χωρίς όμως να τη ναρκισσευτεί, αντίθετα της έβαλε τρωτά στοιχεία, που υπάρχουν στο έργο και τον έκανε σύνθετο, κάνοντας εντονότερη τη γοητεία του χρακτήρα απέναντι στις δυο γυναίκες. Η ΚΙΤΤΥ ΠΑΪΤΑΤΖΌΓΛΟΥ πρότεινε τη διεκδικητική πλευρά της συζυγου, η ΜΑΡΙΑ ΚΥΡΩΖΗ, το ευθραυστο της (μη?) ερωμένης και της τραυματισμένης ψυχής. Κι οι τρεις με τα στοιχεια που πρόβαλαν ο καθένας στην περίπτωση του, εφτιαξαν μια επί σκηνής ομοιογενή κατασταση αντιθέτων. Οπότε, αυτό είχε να κάνει στα σίγουρα με το κλίμα στο οποίο τους έβαλε η σκηνοθεσία κι οι ηθοποιοί έφτιαξαν τη δική τους επι σκηνής συνεννόηση. Η μετάφραση της ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΠΑΝΤΑΖΗ έδωσε την αφορμή για τις σκέψεις πάνω στο κείμενο και στις αντιθεσεις των τριών, η σκηνογραφική δουλειά της ΜΑΡΙΑΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ, με τη συνεργασία του ΑΛΕΚΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ στους Φωτισμούς, εξέφραζε τον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων που βρέθηκαν στην εξοχή κι όχι τη γαλήνη του εξοχικού τοπίου ή τη ηρεμη τακτοποίηση του εσωτερικού του σπιτιού. Δεν έδειχνε χαρα και γαλήνη ήταν απόλυτα εναρμονισμένο με αυτούς που ζουν εκεί μέσα.