Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Pantimo

«ΓΑΛΛΙΚΗ ΣΟΥΙΤΑ»: ΜΙΑ ΧΑΡΑ ΤΑΙΝΙΑ

04 Σεπτεμβρίου 2015
Κατηγορία Κριτικές
Διαβάστηκε 3313 φορές

Από αυτές που δεν χάνουν ποτέ την ικμάδα τους, που δεν μετανιώνεις για το εισιτήριο σου, που την ξαναβλέπεις ένα βράδυ στην τηλεόραση με την ίδια ευχαρίστηση, αλλά και που δεν ελκύουν τους κριτικούς διότι αδυνατούν να ανακαλύψουν εκεί μέσα …auteur

 

Hταινία είναι εξαιρετικά καλοφτιαγμένη κι ανήκει σε ένα είδος που πάντα θα ελκύει: Τις ρομαντικές ιστορίες αγάπης εν καιρώ πολέμου.

Οπου το story ξεκινά σαν μια χαλαρή συγγενής με την «Κόρη του Ράυαν» αλλά παρά κάτω διαφορίζεται αρκετά ως υπόθεση διότι ως ύφος δεν παραπέμπει καθόλου στη μεγαλοσύνη του Ντέηβιντ Λιν που τον είχαν κάνει οι κριτικοί του καιρού του έναν παρά..

Τόπος δράσης είναι η Γαλλία τις πρώτες μέρες της κατάληψης της από τους Γερμανούς κι η ηρωίδα είναι μια κοπέλα που την πάντρεψαν με προξενιό με ένα πλούσιο νέο, ο οποίος τώρα πολεμά στο μέτωπο(αργότερα θα μάθουμε ότι πιάστηκε αιχμάλωτος και βρίσκεται σε γερμανικό στρατόπεδο εργασίας) και ζει με την αυταρχική κι εντελώς μαντάμ-Σουσού πεθερά της στο αρχοντικό τους στην επαρχία, όπου συρρέουν πρόσφυγες Γάλλοι από το κατεχόμενο Παρίσι ενώ αριβάρουν κι οι Γερμανοί.  Κι η κοπέλα, κάτω από συνθήκες που σεναριακά εξηγούνται με τέλειο τρόπο, θα ερωτευθεί τον Γερμανό αξιωματικό που εγκαθίσταται στο σπίτι τους.

Κι επειδή αξίζει να το παρακολουθήσετε, δεν θα σας πω τι συμβαίνει από εκεί και μετά, απλώς  θα επισημάνω ότι ο διαφορισμός από την «Κόρη του Ράυαν» περιλαμβάνει όλα τα πρόσωπα του δράματος.

Καλλιτεχνικά, ανήκει στην κατηγορία εκείνη της ποιοτικής ψυχαγωγίας για την οποία συνυπεύθυνοι είναι οι παραγωγοί, ο σκηνοθέτης Σόλ Ντιμπ κι οι εξαίρετοι ηθοποιοί, όπως η Μισέλ Γουίλιαμς στο ρόλο της κοπέλας κι η οποία αποδεικνύει από ταινία σε ταινία πως είναι μεγαλύτερης αξίας από ό, τι πιθανόν να νομίσαμε επιπόλαια στην αρχή, η Κριστίν Σκοτ Τόμας που αποκαλύπτει κι άλλη μια μεριά της γκάμας της ως κακιά πεθερά και δείχνει πως δεν φοβάται το χρόνο άρα επιτρέπει επιμήκυνση στην καριέρα της κι ο φετινός μας φίλος Ματίας Σοεναερτς, που τον φιλοξενούμε κάθε λίγο και λιγάκι μια κι έχει παίξει σε αρκετά φέτος κι ακόμα δεν ήρθε η στιγμή να του πούμε να κάνει λίγη οικονομία διότι είναι στη βράση που κολλάει το σίδερο και πρέπει να τον δουν και να τον μάθουν. Σε λίγο  όμως θα πρέπει κι αυτός να αρχίσει να γίνεται λίγο πιο επιλεκτικός, αν κι η επιλεκτικότητα δεν αφορά στην ποιότητα των ταινιών που επέλεξε να πεί το «ναι» αλλά στην ποσότητα. Για την ώρα πάντως είναι εντάξει.

Εδώ κανονικά θα μπορούσα να τερματίσω και την κριτική αφού έχω πει πολλές φορές ότι οι ευτυχισμένοι άνθρωποι δεν έχουν ιστορία, το ίδιο κι οι καλοφτιαγμένες ταινίες.

Όμως, οι καλές ταινίες, έχουν κι ένα ακόμα προσόν: Δίνουν τροφή σε σκέψεις.

Κι εδώ η τροφή  απλώνεται σε πολλά. Θα σταθώ σε δύο.

Το πρώτο είναι η Γαλλία κι η στάση των Γάλλων στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για το οποίο λέγονταν πολλά στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο Γι αυτό κι οι Γάλλοι απέφευγαν τις πολεμικές ταινίες ή τα δράματα που διαδραματίζονταν στα χρόνια του Πολέμου. Το ότι συνεργάστηκαν με τον εχθρό ήθελαν να το αποκρύψουν και το ότι έπρεπε να δείχνουν την Αντίσταση δεν έπειθε ούτε τους ίδιους κι έτσι τα πολεμικά τα άφηναν για τους άλλους, όπου κι οι άλλοι, είτε Εγγλέζοι ήσαν είτε Αμερικανοί είτε Ιταλοί που έφτιαχναν πολεμικές ταινίες, είτε ήταν ανθρώπινα δράματα είτε περιπέτειες, για να μη χαλάσουν τη σχέση τους με τη γαλλική αγορά, κρατούσαν το κομμάτι της Αντίστασης που ήταν και περιορισμένο κι αφορούσε στο μεγαλύτερο βαθμό στους Μακί που ήταν κομμουνιστές κι η Δύση ζούσε τον πολυετή ψυχρό πόλεμο από την αντικομμουνιστική μεριά.  Μα και τώρα που πλέον το θέμα τίθεται, δεν είναι Γάλλοι αυτοί που το κάνουν, παρόλο ότι συμμετέχουν στην παραγωγή. Στην ταινία βλέπουμε καθαρά ποια ήταν η στάση των Γάλλων, πως ενέδωσαν στους Γερμανούς, πως αλληλοκαρφώνονταν, βλέπουμε τα ανώνυμα γράμματα που έστελναν οι κάτοικοι στους Γερμανούς και ρουφιάνευαν συντοπίτες τους είτε για θέματα πολιτικής και θρησκείας είτε κι απλού αλλά αποκαλυπτικού κουτσομπολιού. Βέβαια, βάζει κι εδώ στο τέλος το θέμα της Αντίστασης από μεριάς ορισμένων και βασικών κι έτσι έχουμε ένα διακανονισμό όπως τον θέλει η εποχή, να λέμε κάτι από τα «οικεία κακά» αλλά παράλληλα και τις πράξεις ηρωισμού. Κι επαναλαμβάνω, δεν είναι Γάλλοι οι βασικοί συντελεστές της αλλά το έχουν κάνει με ένα τρόπο (πονηροί Εγγλέζοι οι περισσότεροι αλλά κι οι παμπόνηροι αδελφοί Γουενστάιν στην συν-χρηματοδότηση ) που και τη Γαλλία ξεσκεπάζει αλλά και τη Γαλλία δεν θίγει.

Το δεύτερο σημείο που θα ήθελα να σταθώ έχει να κάνει με το είδος. Κάπου θα θεωρούσαμε όλοι ότι το είδος αυτό είχε πλέον στομώσει. Ότι ο Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν «ντεμοντέ» και κάποιοι βιάζονταν να ειρωνευτούν τα αμερικάνικα στούντιο που συνέχισαν να παράγουν, έστω και πιο αραιά , από ό, τι πριν,  Βλέπουμε, όμως, ότι οι πολεμικές ταινίες από τον Β’ Παγκόσμιο έχουν επανέλθει. Ο ένας λόγος είναι πως επειδή συντάραξε την Ανθρωπότητα μπορεί να γεννά δυνατές ιστορίες. Ο άλλος, όμως, λόγος σαφώς έχει να κάνει με το ευρωπαικό σήμερα, με την ανασύσταση της Γερμανίας ως ηγεμονικής δύναμης, με τη Γαλλία και πάλι σε ρόλο «εφεκτικό» όπου τώρα είναι και συμπρωταγωνίστρια αλλά και που θέλει να διαχωρίζει τη θέση της από τη Γερμανία, όσο μπορεί κι όσους πείθει, κι έτσι η υπενθύμιση του τι έγινε κάποτε με τις ίδιες πρωταγωνίστριες στις σημερινές επάλξεις, φαίνεται πως καθίσταται αναγκαία.

Τα στοιχεία , από όπου προέκυψαν οι προβληματισμοί του γράφοντος, ενυπάρχουν απολύτως στην ταινία, συνυφαίνονται υποδειγματικά και μάλιστα με εξαίρετο κινηματογραφικό τρόπο, γι αυτό και λέω πως δεν είναι ένα σκέτο ρομάντσο αλλά ότι η ιστορία αγάπης βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με το ιστορικό πλαίσιο και το περιβάλλον, εξού και δεν μοιάζει ως φιλμ «ντεμοντέ», αντίθετα τονώνει και το είδος.

Βέβαια, αυτές οι ταινίες, που είναι εξαιρετικά καλοφτιαγμένες και απολαύσιμες, επειδή δεν είναι μεγαλόπνοες αντικαθίστανται γρήγορα από κάποιες παρόμοιες επόμενες. Ποιος θυμάται σήμερα  ή και ποιος γνωρίζει «Το παλιό ντουφέκι» του Ρομπέρ Ενρικό με τον Φιλίπ Νουαρέ και την Ρόμυ Σνάιντερ , παραγωγής 1974-75;

 

Γι αυτό και νομίζω ότι το στοιχείο «ντοκουμέντου» που κράτησαν για το τέλος, σχετικά με το που βασίζεται και το παρασκήνιο που υπάρχει γύρω από την πηγή έμπνευσης της δεν της προσθέτει τίποτε, μάλλον της αφαιρεί, διότι και το φιλμ κόβεται απότομα κι ο θεατής βγαίνει εκβιαστικά από το συναίσθημα για να προσπαθήσει να συνταιριάξει την πληροφορία με τους ήρωες του δράματος που παρακολουθούσε μέχρι πριν από κάποια δευτερόλεπτα και στο τέλος – τέλος, νομίζω, πως έτσι όπως έχει φτιαχτεί η ταινία, τέτοιο ντοκουμενταρίστικο βάρος δεν το σηκώνει. 

Τροποποιήθηκε Παρασκευή, 04 Σεπτεμβρίου 2015 19:07
Pantimo

Τελευταία άρθρα από τον/την Pantimo