Στο ‘έλλειμμα περί σεναρίου, περί του τι είναι ακριβώς σενάριο, περί του ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που δεν δίνει την πρέπουσα (‘η και καθόλου, σε μερικές περιπτωσεις) σημασία στο κινηματογραφικό σενάριο αλλά μόνο στον «δημιουργό» εν γένει. Κι από εκει ξεκινούν σειρά οι παρεξηγήσεις κι οι παρερμηνείες. Ως ότι ο δημιουργός είναι κάποιος που κάνει ό,τι του καπνίσει και μπορεί να πηγαίνει για γυρισμα με πέντε σελίδες στην κωλότσεπη, αντι για σεναριο. Κι αυτό να θεωρείται…σινε-μαγκιά.. Αντί για σινέ-καταντια.
Αυτά για τους “εξωδημιουργικα” ενασχολούμενους.
Και συνεχιζω
Σεναριο μπορεί να υπάρχει και σε πειραματική ταινία. Και πειραματική ταινία δεν είναι μονο καποια τη οποία επικαλούνται αποκλειστικά για να δικαιολογούν τα κινηματογραφικά αλαμπουρνέζικα. Ουτε είναι, όμως, αλαμπουρνέζικα εκείνα τα οποία δηλώνουν ένα άλλο τρόπο έκφρασης, έναν άλλο τρόπο κατάθεσης της κινηματογραφικής τους αφήγησης ώστε να τα επικαλούνται όταν αυτός που υπογραφει την ταινία δεν είναι του …Commando Piazza τους.
Στην ταινία «TRANZIT» του ΚΑΡΟΛΟΥ ΖΩΝΑΡΑ, υπάρχει μια απόλυτη συγκρότηση απλώς το γεγονός ότι η ιστορία τοποθετείται στο Επέκεινα κάνει κάποιους να πιστεύουν ότι είναι «πειραματική» ή επειδή είναι μαυροασπρη και μικρή παραγωγή χάνεται κανείς μεσα στις παρερμηνείες εννοιών τις οποίες προφανώς δεν γνωρίζουν στο ακέραιο αλλά στο ημι-.
Η ταινία λοιπόν έχει τη φαντασία της ελεύθερη και μας λέει μια ιστορία, η οποία είναι ιστορία, έχει υπόθεση, έχει σεναριακή αφορμή, έχει αρχή-μέση -τέλος, έχει χαρακτήρες οι οποίοι ξετυλίγουν λίγο λιγο την προϊστορία τους, δηλαδή υπήρχε ηλικία των ηρώων πριν αρχίσει το έργο κι αυτό που υπήρχε πριν , κατατίθεται, κατά την εκτύλιξη της υπόθεσης, ξετυλίγονται οι χαρακτήρες, ποιοι είναι, γιατί βρεθηκαν εδώ, τι κουβαλούν, από τι θα ήθελαν να ξεφύγουν, αν υπάρχει μοίρα με την οποία έρχονται αντιμέτωποι.
Ξεκινά με ένα έγχρωμο καρέ, την αλληλοεξόντωση δυο ανδρών. Με όπλο. Κι αμέσως μας μεταφέρει σε μαυρόασπρο σκηνικό (και τα κοστο’υμια ως μαυρόασπρες αντιθέσεις έχουν ενδιαφέρον καθώς κι ως συλλήψεις αλλά κι υλικό-ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΡΙΘΑΡΑΣ), σε μαυρόασπρη φωτογραφία(υπογράφεται ως ΦΡΑΝΤΣΕΣΚΑ ΖΟΝΑΡΣ), σε ένα χώρο σαν σεληνιακό τοπίο, σαν νταμάρι, και μας βάζει σε μια ομάδα ανθρώπων. Για να καταλάβουμε σιγα σιγα ότι αυτό είναι το «transit», το τμήμα μεταγωγών των ψυχών, που βρέθηκαν εκεί πάνω από αυτοχειρία και πρέπει να περάσουν τη δοκιμασία τους. Μέχρι να ξεκαθαριστεί ο προορισμός.
Αυτό , ας μου επιτραπεί, και για την κατανόηση της ευχής «καλό παράδεισο» που τη λενε σε πολλά μέρη της Ελλάδας από τα πολύ παλιά χρόνια αλλά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όσοι δεν την ξέρουν ή δεν καταγονται από μερη που το συνηθίζουν, το ειρωνεύονται όπως καθε τι που δεν ξέρουν. Το «Καλό παραδεισο» είναι συντόμευση του καλό δρόμο για τον Παράδεισο». Επειδή υποτίθεται πως η ψυχή κάνει μια δική της διαδρομή από την ώρα που φεύγει από το σώμα μέχρι να καταλήξει καπου-αν καταλήξει. Ο στίχος του Γκάτσου στον «Κεμαλ» .. «σε ένα μηνα/σε ένα χρόνο/βλέπουν μπρος τους τον Αλλάχ»…
Εδώ λοιπόν στο σενάριο (το οποίο συνυπογράφει ο ΚΑΡΟΛΟΣ ΖΩΝΑΡΑΣ με τη ΝΑΤΑΣΑ ΧΑΣΙΩΤΗ), εκεί στο βουνό μεταγωγών είναι αυτές οι ψυχές και μαθαίνουμε σιγά σιγα τι κουβαλάει η κάθε μία κι αυτά από τα οποία «βαρύνονται», σχηματίζουν την υπόθεση. Επίσης μην μπερδεύουμε στις έννοιες την «υπόθεση» με την «πλοκή», ειδικά την αστυνομικού τύπου. Αν κι εδώ, κατά το ξετύλιγμα , επίσης παρατηρείται και μια κάποια πλοκή, με την έννοια ενός μυστικού, ενός υποτυπώδους μυστηρίου μεταξύ δυο εξ αυτών, αλλά κάτι υπάρχει κι ως προς άλλους του «μεταγωγικού» τμήματος Και φυσικά, αυτά όλα τίθενται επί τάπητος για να φτάσουν στο φινάλε της δεύτερης πράξης . της «σύγκρουσης» για το ποιος θα είναι ο δρόμος για τη «λύση», ώστε να περάσουμε στην πράξη την επομενη και τελευταια..
Κι αυτος ο δρόμος για τη λύση έχει μέσα του και τα μαθηματικά διότι είναι τέτοιοι κάποιοι χαρακτήρες και το μυστήριο του Επέκεινα το αντιμετωπίζουν μέσω αυτης της οδου και δίνει λύση η Ευκλείδειος Γεωμετρία και χρειάστηκε να φτάσω σε αυτή την ηλίκία , και σε μία ταινία, μιας σκηνής να καταλάβω τι ακριβως ‘ήταν, αυτό που δεν καταλάβαινα στο σχολείο κι έμεινα δύο φορές μετεξεταστεος στα Μαθηματικα. Ναι, η λυση δίνεται και την καταλαβαίνει ο κάθε θεατης, κι η λύση αφορά στους χαρακτήρες και στα πρόσωπα , στο αν υπάρχει μετα θάνατον ζωη αλλά μεσω των μαθηματικων και της κατανοησης του Κύκλου αν μπορούμε να διορθώσουμε τις ζημιές η κι αν θέλουμε. Διότι εχει και τέτοιους χαρακτήρες και μαλιστα αυτόν που δεν θέλει τον έχει αναθεσει στον ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΟΥΛΙΚΑΚΟ, ο οποίος σεβεται απόλυτα το κλίμα και το ρόλο και επιστρατεύει την προσωπικότητα του για την υπονόμευση όλου αυτού, κατι που κανει σαφή τη σκηνοθετική επιλογή .
Ολοι οι ηθοποιοί είναι διδαγμένοι, δεν ξέρω με τι τρόπο, δεν γνωρίζω τον τρόπο με τον οποίο δούλευε ο κάθε σκηνοθέτης αν δεν τον φανερώσει ο ίδιος η κάποιοι συνεργάτες του (και για τον Λάνθιμο μέσω συνεργατών του τα μαθαίνουμε), με ενδιαφέρει να εξετάζω το αποτέλεσμα. Κι η ταινία εχει κι από αυτό. Ο δε ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΔΕΝΤΑΚΗΣ που εχει τον κεντρικό ρόλο, παίζει έναν εκπληκτικό συνδυασμό ποιητικου ειδους και ρεαλιστικής εκφοράς που μου έκανε θαυμασια εντύπωση. Όπως επίσης στο σχετικά σύντομο πέρασμα ο ΜΕΛΕΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ , που ήταν απόλυτα συντονισμένος ως παίξιμο με τον Δεντακη.
Θελω να πω, έχει γίνει δουλειά.
Το αν είναι φτηνή η παραγωγή και η υποθεση παίζεται σε ένα νταμαρι, αφορά στην παραγωγή. Κεφαλαια της ‘έλειπαν, για να γινόταν πιο παρουσα ως παραγωγή. Πάντως η ουσία δεν της έλειψε ούτε η ικανότητα. Κι αυτά που λέει είναι ωραία πράγματα.