Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Pantimo

TV- EΠΑΝΑΛΗΨΗ «ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΕΓΓΟΝΟΙ»: ΠΟΠΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ, ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΣΥΛΒΑ, ΣΜΑΡΩ ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ, ΤΖΕΝΗ ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ και ο ΣΟΦΟΚΛΗΣ ΠΕΠΠΑΣ

13 Αυγούστου 2018
Κατηγορία Blog
Διαβάστηκε 4998 φορές

Δεν έχει «επαναλήψεις» μόνο το σινεμά, έχει κι η ΤV. Για τους δικούς της, ποικίλους λόγους… Κι αποφάσισα να δω το «ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΕΓΓΟΝΟΙ» που δεν το είχα παρακολουθήσει συστηματικά στον ενεστώτα του (όπως και πολλά άλλα σήριαλ) για τον απλούστατο λόγο ότι τότε δεν είχα καιρό.. Τώρα που ξαναμεταδίδεται από το MEGA και το παρακολουθώ, θέλησα να γράψω δύο λόγια διότι θεώρησα ότι αξίζει τον κόπο.

Κι όπως διαβάζετε, στον τίτλο αντί άλλου χαρακτηρισμού πρόταξα τα ονόματα ΠΕΝΤΕ ηθοποιών. Κάποιοι εξ αυτών , ως φυσικά πρόσωπα, δεν βρίσκονται πιά στη ζωή. Το έργο, όμως, είναι που μένει κι επ’ αυτού κρίνονται όλα.

Πριν ασχοληθώ λοιπόν με τους παραπάνω πέντε, να πω ότι είναι σήριαλ 40 επεισοδίων, βασισμένο στο μυθιστόρημα του Ακαδημαϊκου ΤΑΣΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ, που το διασκεύασε σε σενάριο τηλεοπτικής σειράς ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΚΑΠΩΝΗΣ και το σκηνοθέτησε ο ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΤΕΛΙΔΑΚΗΣ. Στην παραγωγή συγκινήθηκα που είδα και πάλι το όνομα της αείμνηστης κι αγαπημένης μου ΕΛΒΙΡΑΣ ΡΑΛΛΗ, της «κυρίας Ελβίρας» όπως την αποκαλούσα πάντα και μου ξύπνησαν υπέροχες, ανθρώπινες αναμνήσεις από αυτήν και τον επίσης αείμνηστο σύζυγο, τον εξίσου αγαπημένο μου «Κύριο Γιώργο».

Το σήριαλ , για να τα πω στα γρήγορα, έχει εξαιρετική υπόθεση, είναι κάτι σαν « «Πανθέοι» της Μεταπολίτευσης», είναι πάνω στο πνεύμα της γραφής Αθανασιάδη αλλά δεν θα γράψουμε για το βιβλίο, δεν κάνουμε εδώ βιβλιοκριτική. Θα σταθώ στους ηθοποιούς, περνώντας από τον σκηνοθέτη Νίκο Κουτελιδάκη, διότι του ανήκουν εύσημα για την στελέχωση τους κι επειδή του αξίζει μια αναφορά στην ικανότητα του γύρω από τους ηθοποιούς, στο ταλέντο του στο casting. Κι όπως έλεγε ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΙΑΝΙΔΗΣ, και μου το επανέλαβαν πολλοί σκηνοθέτες και στο εξωτερικό, προπαντός στην Αμερική, το casting, η διανομή δηλαδή όπως το λέμε (το λέγαμε….) εμείς, είναι Η ΜΙΣΗ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ.

Και του αξίζουν τα εύσημα του Κουτελιδάκη, επειδή στην Ελλάδα η διανομή ήταν πάντα μια δύσκολη υπόθεση, τόσο σε ταινίες και σε σειρές όσο και σε θέατρα, επειδή οι δουλειές γίνονταν βιαστικά και δεν το πολυβασάνιζαν με τους ηθοποιούς, τους έπαιρναν «έτοιμους» από τη συμπτωματική πρόσληψη τους σε μια άλλη δουλειά όπου είχαν διακριθεί και ξεχωρίσει και μετά τους έβαζαν να επαναλαμβάνουν το ίδιο και το ίδιο ως την απόλυτη τυποποίηση.

Πάμε να πούμε λοιπόν για αυτούς τους πέντε που ξεχώρισα και που σε ορισμένους δεν δόθηκαν ο ευκαιρίες για «συνέχεια» μετά από αυτό.

  1. ΠΟΠΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ. Η Πόπη Παπαδάκη, που στη σειρά παίζει τη θεία του Καφετζόπουλου, είναι από εκείνες τις ηθοποιούς του παλιού, καλού ή και ΜΕΓΑΛΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ, που το ευρύ κοινό μπορεί να μην τις ήξερε αλλά όταν τις έβλεπες να παίζουν στη σκηνή, έκλαιγες.. Ηταν μια εξαιρετική σουμπρέτα στα νιάτα της (την είχα δει στον «Ταρτούφο» του Μολιέρου να παίζει την καμαριέρα στο πλάι το Παντελή Ζερβού καθώς και στο «Καφενείο» του Γκολντόνι και να έχω εντυπωσιαστεί με την ηθοποιία της) που γρήγορα εξελίχτηκε σε ρολίστα περιωπής. Ποιός όμως την ήξερε εκτός Εθνικού; Ποιος ήξερε επίσης την ΠΙΤΣΑ ΚΑΠΙΤΣΙΝΕΑ από το ίδιο Μεγάλο Εθνικό που ήταν η υπ’ αριθμόν 1 Κορυφαία Χορού στο Αρχαίο Δράμα; Μαθήτρια και Δασκάλα ταυτοχρόνως του είδους.. Κανείς.. Και κάποιες αρκετές ακόμα, όπως κι αρσενικούς υψηλής αξίας.  Το σινεμά , την Πόπη Παπαδάκη την άφησε αναξιοποίητη.  Η τηλεόραση κάπως καλύτερα της φέρθηκε, την είχα δει σε «Θέατρο της Δευτέρας» να κλέβει την παράσταση στο ρόλο της δοσίλογης θείας στο «Βίβα Ασπασία» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, όπου είχε σβήσει και την «Ασπασία» και τον «Ιταλό», είχε κάνει το έργο δικό της. Στο «Οι τελευταίοι εγγονοί» αυτό που θαυμάζω στο παίξιμο της είναι η πλήρης αμεσότητα , η προσαρμογή στην κάμερα, η ακρίβεια των συναισθημάτων , η απουσία κάθε υποψίας περί στομφώδους παιξίματος που κατηγορούσαν κάποιοι το παλιό, μεγάλο Εθνικό κι οδήγησαν την ιστορία στο υποπαίξιμο. Η Πόπη Παπαδάκη γίνεται στο σήριαλ η απόλυτη θεία του ήρωα που τον έχει μεγαλώσει θυσιάζοντας την προσωπική της ζωή.
  2. ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΣΥΛΒΑ. Με γεμίζει λυπημένα αισθήματα η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΣΥΛΒΑ κάθε φορά που τη βλέπω στο σήριαλ. Ηταν μεγαλειώδης η ιδέα να την «κλείσουν» για να παίξει τη μαμά της Βάσιας Παναγοπούλου, μιάς γυναίκας που στη ζωή της δεν ευτύχησε προσωπικά, που «κατάπινε» διαρκώς αυτά που της επιβάλλονταν, παθητική, καταλάβαινε αλλά δεν αντιδρούσε. Με γεμίζει λυπημένα αισθήματα επειδή δεν της αξιοποίησαν αυτό που της αναδεικνύει ο Κουτελιδάκης στη σειρά και θα μπορούσε η Σύλβα , στα μεγαλώματα της, να είναι ρολίστα περιζήτητη. Ο χρόνος έχει εμφανή τα σημάδια του, τα ωραία χαρακτηριστικά όμως παραμένουν (πως θα γινόταν άλλωστε;), εκείνα τα σπάνιας ομορφιάς μάτια της έχουν αποκτήσει ψυχή και δεν είναι μόνο ωραίο χρώμα και βγάζει μια εσωτερική δραματικότητα προσωπικής κι υποκριτικής ωρίμανσης. Η Σύλβα ταυτίστηε στο σινεμά με τα μελό. Ηταν σε λάθος θέση. Η Χριστίνα Σύλβα ήταν κατά βάση κομεντιέν. Στο θέατρο τουλάχιστον, τις επιτυχίες τις είχε κάνει στο είδος της κωμωδίας. Με τα μελό κάπου μπερδεύτηκε. Στο «Οι τελευταίοι εγγονοί» διαπιστώνεις όμως και την πείρα μέσα από αυτά τα μελό και πως τελικά για τον ηθοποιό όλα τα είδη είναι χρήσιμα, από παντού πρέπει να περάσει ή όσο γίνεται από τα περισσότερα διότι αυτό βοηθά στον εμπλουτισμό του. Η Σύλβα στη σειρά βγαίνει σαν Σιμόν Σινιορέ από πλευράς ομοιότητας, η όμορφη γυναίκα που η ζωή με τα βάσανα και τις χαρές αποτυπώθηκε στο πρόσωπο ης και  καταγράφτηκε και στο παίξιμο της. Σε τι χαμηλούς τόνους παίζει το δράμα και πόσο αλλιώτικη είναι στη σκηνή του ξεσπάσματος, τη μία και μοναδική τέτοια σκηνή που δείχνει ότι η ωρίμανση της χάρισε αυτοέλεγχο στα εκφραστικά μέσα. Και δεν έχει χάσει τίποτα από τη χάρη της. Λογικά, μετά από αυτό εδώ, τη Σύλβα μπορούσαν να την περιμένουν πολλοί ρόλοι. Δεν ξέρω αν φταίει η  βιασύνη των σειρών και το αβασάνιστο των θεάτρων ή αν φταίει η αρρώστια που λίγο μετά της παραβίασε την πόρτα….
  3. ΣΜΑΡΩ ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ «Η Σμάρω είναι μεγάλη ηθοποιός και το ξέρει» έλεγαν για αυτήν . Και διαπιστώνεται στο ακέραιο σε τούτη τη σειρά. ΚΑΙ μεγάλη ηθοποιός είναι αλλά ΚΑΙ το ξέρει πως είναι! Φαίνεται από τον αέρα της, από το πώς συνυπάρχουν στο παίξιμο της η κομεντιέν κι η δραματική ως κράμα, από το πώς φαίνονται οι θίασοι Λογοθετίδη και Χορν, στους οποίους θήτευσε με το παραπάνω, στο παίξιμο της. Η παρουσία της Στεφανίδου στο ρόλο της αρχόντισσας γιαγιάς-θείας που κρατά υπό τη σκέπη της δεμένη όλη αυτή την παράταιρη οικογένεια, είναι ένα χάρμα ιδέσθαι. Η Στεφανίδου ανεβάζει τη σειρά στα ύψη. Κι είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που ο ηθοποιός έτσι όπως μεταδίδει το ρόλο του σε κάνει να τον περνάς για αληθινό πρόσωπο, να θέλεις ή να έχεις κι εσύ μια τέτοια γιαγιά-θεία αν είσαι παθητικό άτομο και γυρεύεις προστασία ή να θέλεις να αντιμετωπίζεις κι εσύ τη ζωή όπως αυτή η γυναίκα, αν είσαι άτομο της δράσης αλλά κάπου μερικές φορές συναισθάνεσαι πως μπλοκάρεσαι..
  4. ΤΖΕΝΗ ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ. Αυτή η κοπέλα που τη συνηθίσαμε από το σινεμά ως «φίλη της Αλίκης» (και δεν ήταν μόνο αυτό!- εννοείται) έχει κάποιο χημικό δέσιμο με τον ΤΑΣΟ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ. Εχουν περάσει 40 χρόνια από τους «Πανθέους»  κι ακόμα τη θυμόμαστε ως «Κυρία Αυγουστάκη» και τώρα πάλι σε ηρωίδα από βιβλίο του Αθανασιάδη διέπρεψε. Εδώ δεν μένει το όνομα, Μένει , όμως, η καταπληκτική ανάπτυξη του ρόλου, η ωριμότητα παιξίματος (και στη δική της περίπτωση!), οι απίστευτοι χρωματισμοί με τους οποίους παίζει την ΕΠΊΒΙΩΤΡΙΑ, τη χουντικιά επί Χούντας, την υπομονετική και σκεπτική για τις εξελίξεις επί των πρώτων ημερών της Μεταπολίτευσης, την απόλυτα προσαρμοστική όταν συνειδητοποιεί ότι οι «νοσταλγοί» δεν έχουν καμία δύναμη και ότι το φύλλο της Ιστορίας έχει γυρίσει. Και πως τα χρωματίζει αυτά προβάλλοντας και τη γυναίκα και τη μητέρα, άλλοτε καπάτσα, άλλοτε υποτακτική , πάντα προσγειωμένη και στο τέλος αυτή που αναλαμβάνει το απόλυτο κουμάντο με το σύζυγο να παραμένει «νοσταλγός» ενώ αυτή έχει πάρει είδηση ότι η κονόμα πλέον είναι αλλού. ΚΙ έχει ήδη προσαρμοστεί Μπράβο της!!
  5. ΣΟΦΟΚΛΗΣ ΠΕΠΠΑΣ. Ο Σοφοκλής Πέππας δεν πρέπει να είχε παράπονο, τουλάχιστον από την τηλεόραση, διότι όταν τον αντιλήφθηκαν, του έδωσαν ωραίους ρόλους κι εκείνος τους υποστήριζε όχι απλώς με το παραπάνω αλλά με το πολύ παραπάνω.Και τον είχε και το θέατρο από κοντά. Αν τον αναφέρω, πλάι στις τέσσερις κυρίες , είναι επειδή επιβεβαιώνει για μια ακόμα φορά το μοναδικά άμεσο παίξιμο του. Κι επειδή παίζει τον ψυχοθεραπευτή έτσι όπως δεν έχουν παίξει στην Ελλάδα ποτέ τον ψυχίατρο. Η τον γελοιοποιούν στις κωμωδίες ή τον υπερ-βαραίνουν στα δράματα που δεν έχουν και μεγάλη αντίληψη περί του θέματος, που δεν γνωρίζουν τη διαφορά ψυχιατρικής-ψυχανάλυσης-ψυχοθεραπείας. Ο τρόπος με τον οποίο ο Πέππας παίζει τον ψυχοθεραπευτή , είναι καθηλωτικός. Είναι ακριβώς «ΑΥΤΟΣ!!». Μου θυμίζω και κάποιον συγκεκριμμένο της αληθινής ζωής… Τώρα αν αυτά τα πέτυχε από ένστικτο ή από έρευνα πάνω στο ρόλο, προσωπικώς δεν το γνωρίζω. Οποια από τις δύο κι αν είναι η περίπτωση, τον Σοφοκλή Πέππα τον τιμά. Και τον ανταμείβει με την αναγνώριση. Ηθοποιός για όλα.. Κρίμα που μας έφυγε πρόωρα.

ΥΓ Υπάρχουν κι άλλοι ηθοποιοί στη σειρά που αποδίδουν καλά τους ρόλους τους, δεν θα αραδιάσω ονόματα. Θα επισημάνω μόνο πως η Βάσια Παναγοπούλου κάνει φιλότιμες προσπάθειες και της βγαίνει. Αν είχε συνεχίσει αδιακόπτως προς αυτή την κατεύθυνση, θα ήταν άλλη η θέση της σήμερα. Αντίθετα, ο Αντώνης Καφετζοπουλος υποπέζει σε απαγορευτικό βαθμό. Τέλος, θα ήθελα να αναφέρω μια κοπέλα , της οποίας το όνομα δεν γνωρίζω, της ζητώ συγγνώμη για αυτό αλλά δεν μας βοηθούν ούτε οι τίτλοι ώστε να ξέρουμε το ρόλο του κάθε αναγραφόμενου ηθοποιού. Παρά μόνο ότι η Στεφανίδου παίζει τη θεία Ελισάβετ- μα αυτή την ξέρουμε έτσι κι αλλιώς. Ενπάση περιπτώσει, είναι η ηθοποιός που κάνει την «Παρή». Εχει ένα σύνθετο ρόλο, ο χαρακτήρας της αλλάζει διαρκώς πλευρές και όψεις κι η κοπέλα ανταποκρίνεται σε κάθε όψη. Εκεί που φαίνεται η απειρία της (διότι περί απειρίας πρόκειται κι όχι έλλειψης ταλέντου αλλά και σχετικής ανεπάρκειας χρόνου ώστε να ασχολείτο ο σκηνοθέτης λίγο παραπάνω μαζί της) είναι στο ότι όλα αυτά τα παράταιρα του ρόλου δεν τα συνυφαίνει ώστε να συνυπάρχουν πιο εμφανώς. Πάντως, την ξεχώρισα.

 

 

 

Pantimo

Τελευταία άρθρα από τον/την Pantimo