Στα remake ,δεν έχω ιδιαίτερη προτίμηση ούτε κι εκτίμηση, κυρίως όταν βασίζονται σε καλά ή γνώριμα φιλμ του παρελθόντος. Ο μόνος λόγος για να δεχτώ ένα remake είναι μόνο το γεγονός ότι πηγαίνει, αν πηγαίνει, κάπου παραπέρα το έργο από εκεί που μας πήγε η παλιά ταινία. Το remake του βιβλίου του ΤΟΜΑΣ ΧΑΡΝΤΥ από τον ΤΟΜΑΣ ΒΙΝΤΕΝΜΠΕΡΓΚ είναι μια τέτοια ευχάριστη περίπτωση κι αποκαλύπτει αρκετά και για τον ίδιο ως σκηνοθέτη.
Για να μην πω κι από τη Σοφία Κόπολα επειδή απευθείας, βλέποντας το «Μικρό χάος», θα μας έρθει στο νου αναπόφευκτα η «Μαρία Αντουανέτα». Θα περιοριστώ όμως στη σύγκριση με τον Αμαλρίκ επειδή είναι κι αυτός ηθοποιός και παρατηρούμε τη διαφορετική, εκ μέρους των «ιερατείων», αντιμετώπιση.
Δεν έχει σχέση με τις «γαλλικουριές» του καλοκαιριού, ωστόσο ανήκει σε ένα είδος που πραγματικά απολαμβάνεται περισσότερο στα θερινά σινεμά. Διότι έχει υπόθεση, έχει glam, έχει ηθοποιούς και θυμίζει παλιό, κλασικό γαλλικό σινεμά των χρόνων της δεκαετίας 70, εποχή που κι η ταινία διαδραματίζεται. Μα πάνω από όλα έχει την KATΡIN NTENEB σε μια πολύ καλή ώρα της- και πάλι!
Αυτό κι αν θα άφηνα για το καλοκαίρι ή για την β’ προβολή. Οσο κρατά ο απόηχος, σε έργα τέτοιου τύπου , εξασφαλίζω πλέον στον εαυτό μου τη δυνατότητα της νηφαλιότητας και της αναμονής. Τις μέρες που παίζονται στην α’ προβολή, επικρατεί ένα βουητό φανατισμού που δεν σε αφήνει να βγάλεις ασφαλή συμπεράσματα ούτε και να το απολαύσεις αν σου αρέσει μα ούτε και να διατυπώσεις μια διαυγή θέση.
Ε, πως δεν είναι αδικημένο ένα έργο του 2013, που τελικά λαμβάνεται η «μεγάλη» απόφαση να το φέρουν στην Ελλάδα κι η ημερομηνία επιλογής είναι το ξεκίνημα των διακοπών του Αυγούστου. Ωστόσο το φιλμ δεν φταίει που είναι εξαιρετικό. Είναι όμως ιταλικό κι όχι γαλλικό κι έτσι δεν…. «επιδοτείται»
Λένε πως οι ευτυχισμένοι άνθρωποι δεν έχουν Ιστορία. Το ίδιο ισχύει και με τα έργα. Τα αληθινά αριστουργήματα δεν σου επιτρέπουν να πεις και πολλά, διότι μιλούν από μόνα τους. Τέτοιο είναι η ΔΙΠΛΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ή ΚΟΛΑΣΜΕΝΗ ΑΓΑΠΗ- ο τελευταίος ήταν ο αρχικός ελληνικός τίτλος. Μετά άρχισαν οι νεόκοποι θεωρητικοί να μεταφράζουν από τις γαλλικές φιλμογραφίες….
Ως «θερινό σινεμά» , συνεχίζουμε με τα έργα του χειμώνα που χάθηκαν και σήμερα έχω το «BLACKHAT» για το οποίο έχω να πω μερικά πραγματάκια, κυρίως ως μη οπαδός (για να μην πω «πολέμιος») της θεωρίας του auteur.
Αν υπήρχε η Β’ Προβολή στις μέρες μας ,κι ειδικά αν το θερινό ήταν εκείνο που ξέραμε κάποτε, όπου έβλεπες τα έργα που έχασες το χειμώνα ή ανακάλυπτες εκείνα που δεν τους είχες δώσει στην α’ προβολή, σημασία, το «JohnWick» θα είχε χαρίσει νύχτες ευτυχίας στις συνοικίες και στα υπαίθρια.
…Και μην πάνε να μας πείσουν , όσοι ανέλαβαν την υποχρέωση της υπεράσπισης , πως έτσι γράφει κι ο Ζορζ Σιμενόν, διότι εδώ πήγαμε σινεμά. Και στο βιβλίο, όταν κάτι σε μπερδεύει, μπορείς να γυρίσεις πίσω τις σελίδες, να ψάξεις να βρεις το σημείο αμφιβολίας, να το ξαναδιαβάσεις, και να προχωρήσεις.
Παρά τα ονόματα, το έργο του Αυγούστου Στρίντμπεργκ αδυνατεί να σταθεί στην οθόνη, τουλάχιστον στη συγκεκριμένη διασκευή. Κι ας το σκηνοθετεί η ΛΙΒ ΟΥΛΜΑΝ που κατέχει το δράμα κι ας παίζει ένα εκλεκτό τρίο ήτοι ΤΖΕΣΙΚΑ ΤΣΑΣΤΕΙΝ, ΚΟΛΙΝ ΦΑΡΕΛ, ΣΑΜΑΝΘΑ ΜΟΡΤΟΝ.