Τότε, σε αυτήν την περίπτωση, ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΣΕΒΑΣΜΟΣ. Κι αναγνώριση τη αξίας, από εκείνους που είναι σε θέση να αναγνωρίζουν τις αξίες και να τις παραδέχονται.
Ή Ιστορίες από τον Πόλεμο στις οποίες βλέπουμε δοκιμασίες ανθρώπων, εκείνων που πολέμησαν ή κάποια στιγμή λύγισαν ή κάποιων άλλων που αντέξανε.
Διότι στην περίπτωση του ΓΟΥΕΣ ΑΝΤΕΡΣΟΝ- φυσικά και δεν είναι ο μόνος- θα διαβάζετε και θα ακούτε περί «Γουες Αντερσον», και «τι δημιουργός είναι ο Αντερσον» και διάφορα τέτοια. Περί του τι έργο όμως είναι «ΤΟ ΦΟΙΝΙΚΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ» χωρίς να μπεί το όνομα στην αναφορά της υπόθεσης, δεν θα συναντήσουμε εύκολα.
Για να το προσδιορίσουμε που πάει ακριβώς, παρόλο ότι ανάλογη ηθοποιία υπάρχει κι από τους ηθοποιούς που την πλαισιώνουν, με πρώτη και καλύτερη την ΚΑΘΥ ΜΠΕΗΤΣ αλλά και τους άλλους που θα τους αναφέρω πιο κάτω.
Αυτή ήταν η τότε αίσθηση που προκαλούσε η ταινία, και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Οτι μετά το «ΠΟΤΕ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ» κι εκείνο τον ανείπωτο θρίαμβο, η ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ, με σκηνοθέτη της τον ΖΥΛ ΝΤΑΣΕΝ, βαδιζε πλέον ως διεθνως καταξιωμένη.
Αυτό είναι το στοιχείο που κάνει το φιλμ ξεχωριστό. Το ότι δεν επαναπαύθηκε, δεν έγινε «μία από τα ίδια» με τον ΤΟΜ ΚΡΟΥΖ να δοκιμαζει αεροδυναμικά ακροβατικα και απλώς να ικανοποιεί ή να εντυπωσιάζει τους θαυμαστές του. Βεβαίως και το έκανε κι αυτό γι αυτό κι οι θαυμαστές του το ανταποδίδουν. Αυτό όμως που έκανε πάνω από όλα είναι ότι αυτή η συνέχεια της δημοφιλούς σειράς, που μπορεί να είναι κι η εσχατη, έχει μαζί με τα άλλα και κάτι να πεί.
Το «ΣΤΙΣ 10.30, ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΒΡΑΔΥ» είναι το τελευταίο του «πακέτου» των 4 ταινιών του ζεύγους Μελίνα -Ντασεν με την United Artists κι επέλεξαν να είναι και το πιο δύσκολο τους.
Το «ΠΟΤΕ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ» υπήρξε ταινία-φαινόμενο κι έβαλα στον τιτλο μια φράση της ενδυματολογου της ταινίας, της ΝΤΕΝΗΣ ΒΑΧΛΙΩΤΗ, η οποία συμμετείχε απόλυτα στη δημιουργία αυτού του σεισμού που ουσιαστικά λεγόταν ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ, την καθιέρωσε σε διεθνή σταρ, κανείς δεν καταλάβαινε τι ακριβως ταινία κάνει ο ΖΥΛ ΝΤΑΣΕΝ, που δεν είναι ούτε αστυνομική ούτε λογοτεχνική ούτε απολύτως περι τίνος πρόκειται, κανείς δεν φανταζόταν πως όσοι εμπλέκονταν στο φιλμ θα εφταναν μέχρι το OSCAR ενώ μέσα από εκεί θα έβγαινε κι ένα τραγουδι που έμελλε να ξεπεράσει συνορα και όρια κι από την πρώτη νότα να ξεσηκωνει κόσμο και να γίνεται αναγνωρίσιμο σε όλο τον ΠΛΑΝΗΤΗ, μέχρι και στην ΥΕΜΕΝΗ, ναι, από την πρώτη νότα.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ» του ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ, που όχι μόνο πήραν το OSCAR, όχι μόνο πήραν τους χρυσούς δίσκους της εποχής, μια και το είχε προβλέψει ο μεγαλος ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΜΠΕΤΑΣ, όταν τον φώναξε ο Χατζιδακις και του έπαιξε στο πιάνο τη μελωδία, εξηγώντας του, πάνω-κάτω τα του φιλμ και σε ποια σκηνή θα το έδειχνε, ώστε να του βάλει ο Ζαμπέτας μπουζούκι. Πριν του ολοκληρώσει ο Χατζιδακις, ο Ζαμπέτας αναφώνησε(Κι έμεινε ιστορικό): «ΜΑΝΩΛΗ,ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΕΝΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟ ΔΙΣΚΟΙ». Και βέβαια πουλησε πολύ περισσότερο.. ΚΙ έγραψε και σελίδα στην ιστορία του κινηματογραφου στο τι σημαίνει κινηματογραφικό τραγουδι, στο πως ένα τραγούδι μπορεί και χαρακτηρίζει μια ταινία σε σημείο που να την αναδημιουργεί.
Είναι ένα χάρμα ψυχαγωγικής ταινίας το «ΤΟΠ-ΚΑΠΙ» στο οποίο ο ΖΥΛ ΝΤΑΣΕΝ καλείται να εφαρμόσει τις ικανότητες του στο αστυνομικό είδος και της καταγωγής που κρατά από το «ΡΙΦΙΦΙ».
Εκπληξη ήταν κι η πρωτη επαφή με την ταινία, έκπληξη και τα βραβεία που μάζευε στη συνέχεια, κυρίως από Ακαδημίες κινηματογραφιστών.
Σε τέσσερα σοκαριστικά επεισόδια
«Το Νησί της Αφροδίτης» το είχαν εξαφανισμένο για χρόνια, 50και βάλε, διότι έδειχνε τον αγώνα των Ελλήνων Κυπρίων για την Ενωση με την Ελλάδα, κι ας μην διευκρινίζεται στο εργο διότι τότε θεωρείτο δεδομένο, κι από την εισβολή των Τούρκων το 1974, άρχισαν να μιλάνε για άλλα κι άλλα.
Δανείστηκα για τίτλο της κριτικής, τον τίτλο ενός θεατρικού έργου της αείμνηστης Κωστούλας Μητροπούλου που είχε ανεβάσει η Τζένη Ρουσσέα στου «Μουσούρη»..Δεν έχουν τίποτε κοινό ως έργα. Απλώς, δεν εύρισκα άλλες λέξεις να χαρακτηρίσω αυτή την ταινία του ΚΩΣΤΑ ΓΑΒΡΑ. Η οποία δεν έχει σχέση με το σύνολο του έργου του.
Και φυσικά, όλο αυτό κάποια ανάγκη το γεννάει
Ασυνήθιστο όχι μόνο ως υπόθεση αλλά κι ως διαχείριση υπόθεσης τόσο σεναριακά όσο και σκηνοθετικά, απρόβλεπτο ,όχι με την αστυνομική έννοια και τη λογική του σασπένς αλλά επειδή διαρκώς ξεγλιστρά από ο,τιδήποτε σύνηθες. Δεν υπάρχει τίποτε από αυτά που περιμένεις ούτε ως υπόθεση ιστορίας, ούτε ως περίπτωση κεντρικού ήρωα, ωστόσο υπάρχουν πράγματα που σιγοβράζουν για να σε πάνε πάλι εκεί που αυτά θέλουν κι όχι εκεί που νόμιζες εσύ
Ο τιτλος της κριτικής που διαβάζεται ως αίνιγμα αφορά σε μια πρωτοτυπία με την οποία θα γράψω γα την ταινία του ΤΖΕΗΜΣ ΜΑΝΓΚΟΛΝΤ γύρω από τον «Μπομπ Ντύλαν», θα το κάνω σαν ενός τυπου αντιπαραβολή με το δικό μας «Υπάρχω». Και θα το κάνω επειδή, μέσα από την κριτική πρέπει να μαθαίνουμε και μερικά πράγματα, να ξέρουμε ώστε να μην κοροϊδεύομε. Γιατί αν κοροϊδεύουμε όταν δεν ξερουμε αυτό που δεν ξέρουμε, είναι κολάσιμο
Και την είδα δυο φορές. Κι ο λόγος που την αγάπησα ήταν ότι είδα ΣΕΝΑΡΙΟ, κάτι που δεν συμβαίνει συχνά, ειδικά σε αυτές τις μικρές ανεξάρτητες ταινίες της εγχώριας παραγωγής που στο συγκεκριμένο και κεφαλαιώδες θέμα , παρουσιάζουν έλλειμμα. Εδώ έβλεπα τη γνώση και την κατάρτιση του ΓΙΩΡΓΟΥ ΖΩΗ (το σενάριο συνυπογράφει η ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΟΤΖΑΜΑΝΗ) και την εξ αυτού εκπορευόμενη σκηνοθεσία κι ένιωθα πληρότητα.
Η ταινία αυτή που την υπογράφει σε σενάριο και σκηνοθεσία ο ηθοποιός ΤΖΕΣΕ ΑΪΖΕΝΜΠΕΡΓΚ, που παίζει και τον ένα εκ τω δύο κύριων ρόλων, ξεκινά με ένα ατού. Και το πρώτο ατού είναι το σενάριο. Ασχέτως αν ατου της ταινίας καταλήγει ο συνερμηνευτής ΚΙΕΡΑΝ ΚΑΛΚΙΝ
Απλά, αλλάζει η προσέγγιση του είδους που λέγεται «τρόμος», από την άλλη κρατεί πάντα τα ίσα ο μόνιμος, κοινός παρονομαστής που είναι ο ρομαντισμός. Απλά κι εδώ, όπως ο τρόμος έτσι κι ο ρομαντισμός διαφέρει από εποχή σε εποχή και προσεγγίζεται διαφορετικά
Εξαιρετική ταινία «κατασταλάγματος» είναι το «Queer» για τον σκηνοθέτη ΛΟΥΚΑ ΓΚΟΥΑΝΤΑΝΙΙΝΟ.