Εχω πολλά να πω για την ταινία και θα ξεκινήσω από μια συγκεκριμένη παράμετρο, που η ίδια η ταινία μου την επισήμανε, από το ξεκίνημα της, από εκείνη τη σκηνή με τις σφαίρες και με το θέμα του Χρόνου. Είπα λοιπόν στον εαυτό μου: Αυτή τη φορά δεν θα προσπαθήσω να καταλάβω, όπως την έπαθα με το «Inception» αλλά θα αφεθώ στην ταινία, στο που θα με πάει η ίδια. Κι ότι έτσι θα αντιληφθώ και θα αναγνωρίσω την πραγματική της ταυτότητα. Και πράγματι, αφήνοντας στην άκρη το να καταλάβω «τι λέει ο ποιητής» αποφάσισα να ασχοληθώ με το ΤΙ ΔΕΙΧΝΕΙ Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΣΤΗΣ. Και με το ΠΩΣ το δείχνει. Σας πληροφορώ λοιπόν, ότι με αυτό τον τρόπο όχι μόνο απόλαυσα την ταινία του ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΣΤΗ ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΝΟΛΑΝ αλλά κατάλαβα πολλά περισσότερα από τότε που προσπαθούσα να καταλάβω. Και διαπίστωσα ότι δεν είναι και τόσο δυσνόητη… ‘Οπου πήγαινα να μην καταλάβω, το παρατούσα και προχωρούσα παρακάτω..Οχι μόνος μου. Η ταινία είχε αναλάβει αυτό το σεργιάνι. Διότι ΤΙ Κινηματογράφος είναι αυτός, τι Σκηνοθεσία είναι αυτή!!!
Ως μη οπαδός, ως πολέμιος , θα έλεγα της θεωρίας του auteur, ως ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΟΣ από θέση και διδασκαλία, όπου ζητούμενο μου ήταν και παραμένει το ΕΡΓΟ, έχω δοκιμάσει πολλά δυσάρεστα αισθήματα για λογαριασμό αυτών που δηλώθηκαν ως «auteurs». Τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Ελλάδα
Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι που μας δίδαξαν το ΜΕΤΡΟ (σε όσους θέλησαν να το διδαχτούν) όριζαν το σημείο εκείνο που βρίσκεται ακριβώς στη γραμμή η οποία διαχωρίζει την ΥΠΕΡΒΟΛΗ από την ΣΤΕΡΗΣΗ. Η ταινία «ΚΑΠΟΝΕ» πως τα κατάφερε να είναι έργο όπου η ΥΠΕΡΒΟΛΗ στα πάντα είναι το κύριο χαρακτηριστικό κι από την άλλη να μη μαθαίνουμε τίποτε για το βιογραφούμενο πρόσωπο, είναι, όσο να πεις… «κατόρθωμα». Με τη χειρότερη έννοια του όρου
Φυσικά, αν δεί κανείς την μαυρόασπρη παλιά ταινία παραγωγής 1943 με την ΓΚΡΗΡ ΓΚΑΡΣΟΝ και τον ΓΟΥΟΛΤΕΡ ΠΗΤΖΟΝ, υποψήφιοι κι οι δύο ΤΟΤΕ για Οσκαρ (απονομή 1944) , σε σκηνοθεσία Μέρβιν Λε Ρόυ, θα αποκομίσει τη γοητεία των ταινιών εκείνων, της περιόδου εκείνης κι ενός είδους, όπως η δραματική βιογραφία, που ακολουθούσε τους κινηματογραφικούς κανόνες χωρίς να δίνει λογαριασμό στη θεωρητικολογία- Έμενε μόνο να ακούει το ανόητο κι αντικαλλιτεχνικό «κατά πόσο απέχει από την πραγματικότητα». Η «Μαντάμ Κιουρί» του 1943 ΔΡΑΜΑΤΟΠΟΙΟΥΣΕ την πραγματικότητα διότι αυτή ήταν η αποστολή της.
Η οποία παραμένει «Κωμωδία» και δεν παρασύρεται από τον κοινωνικό της στοχασμό στο να ξεφύγει προς άλλες κατευθύνσεις. Κι από την άλλη είναι αρκετά διαφορετική τόσο ως κωμωδία όσο κι ως κοινωνική επισήμανση από άλλες ιταλικές που γνωρίζουμε. Ο ελληνικός τίτλος λίγο την «κατεβάζει» αλλά φαντάζομαι πως ήθελαν να επισημάνουν ότι πρόκειται για κωμωδία διότι ο ιταλικός τίτλος «Παιδιά» δεν λέει απολύτως τίποτα.
Η ΛΙΝΤΑ ΜΠΑΑΡΟΒΑ ήταν η μεγαλύτερη σταρ του προπολεμικού τσεχοσλοβάκικου κινηματογράφου , ΥΠΑΡΚΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ εννοείται, η οποία πήγε στη Γερμανία για διεθνή καριέρα κι εκεί κατέληξε ερωμένη του Γκαίμπελς.
Είναι καταπληκτικό αυτό που συμβαίνει με κάποια μέρη του κόσμου, τα οποία μπορούν να φτιάχνουν ένα ασφαλές πλαίσιο- ντεκόρ ώστε να περιθάλψουν με τον πιο φιλόξενο τρόπο μια ιστορία. Η ΤΟΣΚΑΝΗ (κι η μαμά της, η ΙΤΑΛΙΑ) είναι ένα από αυτά.
Βάζω στον τίτλο της κριτικής για αυτή την ΙΣΠΑΝΙΚΗ ταινία το διαχωρισμό των εννοιών και των ειδών επειδή επικρατεί μία σχετική σύγχυση πάνω στα είδη και στους προσδιορισμούς τους.
Είναι το καλύτερο της θερινής σαιζόν, για την ώρα, κι αν βάλουμε ως δεύτερο «ΤΟ ΚΟΛΠΟ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ», έστω και με αρκετή διαφορά μεταξύ τους, τότε, μπορούμε να πούμε ότι το καλοκαίρι του 2020, η ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ, ως κινηματογραφία είναι που παίρνει κεφάλι και βγαίνει μπροστά από τις άλλες θερινές πελάτισσες ήτοι ΓΑΛΛΙΑ, ΙΣΠΑΝΙΑ, ΙΤΑΛΙΑ. Κι ως γκάμα ειδών, κι ως φρεσκάδα