Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Pantimo

«ΧΑΜΕΝΕΣ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΙΣ» (Illusions perdues) : Η ΤΑΙΝΙΑ ΤΩΝ 7 ΦΕΤΙΝΩΝ «ΣΕΖΑΡ»

18 Ιουνίου 2022
Κατηγορία Κριτικές
Διαβάστηκε 1044 φορές

Το Γαλλικό Σινεμά υπέφερε για χρόνια, εξαιτίας των κριτικών, που, μιμούμενοι τους «νουβελ-βαγκ- ιστές» κατέβαζαν θεωρίες περί «ακαδημαϊκών» ταινιών, χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς εννοούν και πως αυτό ορίζεται, και τους «διέφευγε»  ότι μεγάλη σκηνοθεσία είναι πολλά πράγματα κι όχι μόνο ένα. Μεγάλο Σινεμά είναι κι οι «Ακαδημαϊκες» Ταινίες και  είναι ένας όρος που περισσότερο  απαντάται στα δημοσιεύματα από τα οποία και  καλλιεργείται παρά διδάσκεται ή αποτρέπεται στις ανώτερες σχολές κινηματογραφίας οι οποίες τα δύο πρώτιστα που διδάσκουν είναι Παραγωγή και Σενάριο.

Ξεκινώ έτσι επειδή η εν λόγω Ταινία είναι ακριβώς ένα έργο «συγγνώμης» των Κινηματογραφιστών προς εκείνους τους προγόνους τους οποίους ώθησαν στο πυρ το εξώτερον το πάλαι ποτέ αλλά το γαλλικό σινεμά επανήλθε  δίνοντας πλέον έμφαση στο σινεμά των ειδών , που έτσι κι αλλιώς το κατέχει με άριστα αποτελέσματα από καταβολής, έχοντας πλέον μετατρέψει σε ξεπερασμένες μονάδες τους κριτικούς εκείνης της αντίληψης που το ίδιο κάποτε εξέθρεψε.  Και το έκανε πως; Με το να αποφασίσει στη δεκαετία 90 να βγει από το λήθαργο κι αυτό θα συνέβαινε μόνο αν επανέφερε τα είδη, ενεργοποιώντας ξανά τη βιομηχανία.

Και το αποτέλεσμα ήταν απλό: Έδειξαν οι Γάλλοι κινηματογραφιστές πόσο καλά το κατέχουν. Και το δείχνουν πλέον και με τα «Σεζάρ τα οποία βραβεύουν έργα που πολλοί από εκείνους τους παλιούς θα τα απέρριπταν μετα βδελυγμίας.

Το «ΧΑΜΕΝΕΣ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΙΣ» είναι ένα υποδειγματικό φιλμ, που τέρπει, καλλιεργεί, προβληματίζει, ψυχαγωγεί και προπάντός ΓΕΜΙΖΕΙ τον θεατή που θα το παρακολουθήσει διότι είναι ένας ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ, Πλούσιος και Αψογος. Κι είναι η ταινία που πρυτάνευσε στα «Σεζάρ», με εφτά νίκες μεταξύ των οποίων της ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ και του ΕΚ ΔΙΑΣΚΕΥΗΣ ΣΕΝΑΡΙΟΥ. Δεν πήρε , ωστόσο, της Σκηνοθεσίας, που πήγε στο Λεό Καράξ για την «Anette», ως επιβράβευση ενός προσωπικού τρόπου που όμως κι εκείνο αφορούσε στο σινεμά των ειδών, και συγκεκριμένα στο μιούζικαλ.

Οι «ΧΑΜΕΝΕΣ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΙΣ» είναι μεταφορά στην οθόνη του βιβλίου του ΟΝΟΡΕ ΝΤΕ ΜΠΑΛΖΑΚ  κι όταν το βλέπεις «τρομάζεις» με το τι έγραψε ο ‘ανθρωπος στον καιρό του, κάπου ανάμεσα στο 1837 και 1843 και κάπου εκεί, λίγο νωρίτερα , μεταξύ 1820 και 1830, τοποθετείται κι η δράση, ακριβώς πάνω στην επάνοδο της Μοναρχίας. Ουσιαστικά πρόκειται για τριλογία και στο σενάριο έχουν πάρει στοιχεία κι έχουν γράψει εξ αρχής το έργο με κινηματογραφικούς, σεναριακούς όρους.

Ηδη ξεκινάμε για ένα πρώτο μάθημα διότι πράγματι είναι υπόδειγμα μελέτης το τι παίρνεις από ένα βιβλίο , τι πετάς, τα είχα γράψει και για τη δουλειά του Κωστα Γαβρα στο βιβλίο του Βαρουφάκη, του Γαλλο-σπουδαγμένου Γαβρά, που οι Γάλλοι σεναριογράφοι τον τίμησαν με υποψηφιότητα στα Σεζαρ ακριβως για αυτή τη δουλειά, που οι ακατάρτιστοι τη λοιδορούσαν.

Και για τουτο εδώ θα μπορούσαν να πουν,  το οποίο οι Γάλλοι  σεναριογράφοι και ευρυτερα οι Γαλλοι κινηματογραφιστες δεν τίμησαν απλώς με υποψηφιότητα για τη σεναριακή του διασκευή αλλά με το ΣΕΖΑΡ ΤΟ ΙΔΙΟ. Φυσικά, μια ημιμάθεια που ξεκινά από την κριτική εκείνου του καιρού, έχει εφεύρει ως δόγμα την ειρωνεία όταν στο σενάριο υπάρχει αφήγηση. Είτε πρόκειται για διασκευή είτε για πρωτότυπο. Εδώ λοιπόν οι Γαλλοι, ο σκηνοθέτης δηλαδή ΞΑΒΙΕ ΖΑΝΟΛΙ  και συνεργάτης είναι κι ένας δικος μας, ο ΥΒ ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ ,  μαζί με τον σεναριογράφο του «Μια καρδιά το χειμώνα», τον ΖΑΚ ΦΙΣΚΙ, τολμούν κι αυτό. Κι επιβραβεύονται από την κινηματογραφία. Με τον τρόπο που ανέλαβαν να κάνουν την αφήγηση δημιούργησαν σύνδεση μεταξύ λογοτεχνικού έργου του Μπαλζάκ, της καταγωγής δηλαδή του έργου, και του διασκευασμένου σεναρίου, μας βάζουν στο μυθιστορηματικό κλίμα και  με την πολύτιμη συνεργασία του ΜΟΝΤΑΖ (λυπήθηκα που έχασε το «Σεζάρ» αλλά ήταν δύσκολο να τα βάλει με το μοντάζ της «Anette» που κέρδισε) παίρνου την αφηγηματική  πληροφορία και ταυτοχρόνως περνάμε στο δράμα της οθόνης. Ο μπαλζακικός λόγος γίνεται μέρος του σεναρίου, της δραματουργίας κι ω ναι!, του σασπένς. Ετσι τον χρησιμοποιούν. Και το κάνουν με μια μοντέρνα σεναριακή γραφή, με τη γραφή εκείνη των σύντομων ή εναλλασσόμενων  σκηνών που λαμβάνει υπόψη της το Μοντάζ πριν έρθει η ώρα της μονταζιέρας.

Καθότι το σασπένς παίζει μεγάλο ρόλο στην ιστορία αφενός στην εξιστόρηση κι αφετέρου στο περιεχόμενο. Η εξιστόρηση έχει για ήρωα νεαρό από την επαρχία που φιλοδοξεί να γράψει ποίηση, να αναδειχτεί στους λογοτεχνικούς κυκλους και μια παντρεμένη κυρία της επαρχίας, αριστοκράτισσα (αλλά της επαρχίας) τον συνοδεύει στο Παρίσι για να τον φέρει σε επαφή με κάποιες γνωριμίες της… Κι εκεί , ο νεαρός θα έρθει σε επαφή με τον κόσμο του θεάτρου, των λογοτεχνικών σαλονιών, των εφημερίδων της εποχής, με τα πληρωμένα άρθρα, με τη διαφθορά και τα λοιπά πολλά και θα μπούμε κι εμείς μαζί του στον γοητευτικά διεφθαρμένο κόσμο και με το πως όλα αυτά τα χειρίστηκε ο Μπαλζάκ και πως του τα μετέτρεψαν σε ανταξιο του σεναριο ο Ζανολί, ο Σταυρίδης κι Φισκί. Είναι ωρες και φορές που έχεις την αίσθηση ότι ο «Ακύλας» του Αλέξανδρου Ρήγα από την τηλεοπτική εγχώρια «Τουρτα της μαμάς» κατάγεται απευθείας από εκεί, Αν φύγει το μυαλό προς άλλες κατευθύνσεις. Η ωμότητα των εκβιαστών θεατρικής και λογοτεχνικής κριτικής, που δείχνει το βασισμένο στον Μπαλζάκ έργο, έχει ωμότητα  του συγκεκριμένου.

Και μια κι αναφέρθηκα στον Ακύλα του Ρηγα , πάμε και λίγο παραπέρα προς όλους εκείνους κι εκείνες που όταν βλέπουν ένα ελληνικό έργο εποχής θέλουν να το κοροιδέψουν ότι δεν μιλούσαν έτσι τότε.. Ας δουν αυτό το γαλλικό ώστε να πάρουν Μαθήματα και να ξεπεράσουν τους φραγμούς της Ημιμάθειας.

Ακριβώς, με κανόνες σημερινής διαφθοράς κοιτούν οι σεναριογράφοι τη διαφθορά του χτες  διότι αυτό που πρέπει να προβληθεί είναι αυτή η διαφθορά κι ο Μπαλζάκ ο οποίος την έγραψε με συγγραφικούς κανόνες του καιρού του αλλά και με πλήρη καθολικότητα ώστε να φτάνει στις μέρες μας.

Η ταινία χαίρει γνήσια κινηματογραφικής σφραγίδας, στο αισθητικό κομμάτι, των σκηνικών και των κοστουμιών αλλά και στη φωτογραφία όχι μόνο στους φωτισμούς αλλά και στην κίνηση της κάμερας  και στο πως υπογραμμίζει αυτό που θέλει να προβάλει στο εκάστοτε ντεκόρ. Και τα τρία αισθητικά Σεζαρ ήρθαν σε αυτό το φιλμ. Όπως και των ερμηνευτών, αρχής γενομένης από το νεαρό πρωταγωνιστή ΜΠΕΝΖΑΜΕΝ ΒΟΥΑΖΕ .Ως «πρωτοεμφανιζόμενου»-

Αυτό του «πρωτοεμφανιζόμενου» είναι το σημείο που διαφωνώ , διαφωνώ  ως Ακαδημαϊκός με αυτή την διαχωριστική  κατηγορία, ακαδημαϊκά, αριστοτελικά αφού βραβεύεις ερμηνεία, βραβευεις σκηνοθεσία,  δηλαδή βραβεύεις ΕΠΙΤΕΥΓΜΑ είτε από πρωτοεμφανιζόμενο είτε από βετεράνο . Δεν βραβεύεις πρόσωπο. Και το γεγονός πως το «πρωτοεμφανιζόμενος» το έχουν μόνο  για ηθοποιούς και σκηνοθέτες, τον καθιστά ύποπτο κι επι της ουσίας το αποδυναμώνει, διότι το κάνει να ,,,, «χρυσο-σφαιρίζει»-αν μου επιτρέπεται ο όρος. Πρωτοεμφανιζόμενοι υπάρχουν μόνο στη σκηνοθεσία και στην ερμηνεία;  Στους άλλους τομείς, όχι; ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΑ, δεν στέκει!!!! Είναι σαν τις «Χρυσές Σφαίρες» που διαχωριζαν «κωμωδία» από δραμα» μόνο σε α’ ρόλους, όχι σε supporting και μόνο σε ταινίες αλλά σε κανένα άλλο τομέα!!!!!!!

Κλείνει η παρένθεση κι επανέρχομαι στους ερμηνευτές, όπου ο πρωταγωνιστής, λοιπόν, ο Βουαζέ  έχει πλήρη κινηματογραφικότητα, και προβάλει πολύ αποτελεσματικά και τη συστολη του ήρωα, μαζί με όλα τα άλλα. Απολυτα κινηματογραφικός ο «Σεζαρ Β’ Ανδρικού», ο ΒΕΝΣΑΝ ΛΑΚΟΣΤ, ο «Ετιέν» , ο προσγειωμένος  κι αυτή είναι η έννοια μεσα από την οποία έχει φιλτράρει το ρόλο και τα όποια στοιχεία «αμραλισμού» του χαρακτήρα. Την προσγείωση/Σε πολύ καλό συντονισμό με τον υποψήφιο για το Σεζαρ που το έχασε, τον ΞΑΒΙΕ ΝΤΟΛΑΝ (θυμόσαστε ένα καναδικό φιλμ, το «Σκότωσα τη μητέρα μου»;)  ο οποίος το στοιχείο «αμοράλ» το έχει ως βάση ακόμα και για τις θετικές του πλευρές.

Αξίζουν της προσοχής κι οι τρεις γυναίκες που ήταν υποψήφιες, η ευγενική κι ερωτευμένη κυρία της επαρχίας ΣΕΣΙΛ ΝΤΕ ΦΡΑΝΣ, ή η Μαντάμ των  Παρισινών Λογοτεχνικών Κύκλων ΖΑΝ ΜΠΑΛΙΜΠΑΡ η οποία διακρίνεται και για τον περιβόητο γαλλικό ρυθμό στο παίξιμο της κι η νεαρή ΣΑΛΟΜΕ ΝΤΕΟΥΕΛΣ η οποία έχει και τον υπέροχο ρόλο που πάνω της καθρεφτίζεται η διαφθορα των πληρωμένων, κατευθυνόμενων δημοσιευμάτων

Μια ταινία αληθινή απόλαυση, πνεύματος και σινεμαδίλας, η οποία φοβούμαι ότι θα αναγνωριστεί μόνο αν την αγοράσει η ΕΡΤ και την εντάξει στο ΕΡΤΦΛΙΞ. Τότε πράγματι θα την ανακαλύψουν και θα τη δουν αρκετοί.

 

Pantimo

Τελευταία άρθρα από τον/την Pantimo