Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Pantimo

«ΠΕΝΤΡΟ ΝΟΥΛΑ»: ΠΩΣ ΝΑ ΤΑ ΒΑΛΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΧΥΠΟΨΙΑ ΠΟΥ ΣΕ ΠΕΡΙΒΆΛΛΕΙ;

26 Απριλίου 2017
Κατηγορία Κριτικές
Διαβάστηκε 3324 φορές

Στον ελληνικό κινηματογράφο απευθύνεται το ερώτημα του τίτλου, στον ταλαίπωρο ελληνικό κινηματογράφο που ποτέ του δεν τον αγάπησε κανείς. Μόνο κάποιους  βαφτισμένους σε auteur αγάπησαν κυκλώματα και παρέες κι ανάλογα με την ισχύ τους, επέβαλαν πρόσωπα όχι όμως κι έργα.

 

Ο ελληνικός κινηματογράφος με τα είδη του βασανίζεται αλύπητα. Κι από ανθρώπους που δεν ξέρουν ούτε τα στοιχειώδη περί κινηματογράφου. Κυρίως περί σεναρίου, περί δομής, περί γραφής, περί αξίας, περί βάσης απαραίτητης. Μα αν δεν ξέρουν μία φορά περί σεναρίου, περί παραγωγής δεν κατέχουν ούτε το κλειδί του μεσονυκτίου. Αν το σενάριο είναι μια ανύπαρκτη υπόθεση, ο παραγωγός ως λέξη κι ως έννοια είναι ένα κατασκευασμένο σκιάχτρο που φοβίζει κριτικούς και κατευθυνόμενη κινηματογραφία.

Το φιλμ «ΠΕΝΤΡΟ ΝΟΥΛΑ» του ΚΑΡΟΛΟΥ ΖΩΝΑΡΑ είναι μιά ταινία που σκοντάφτει σε αυτά τα δύο. Είναι μια ΩΡΑΙΑ ταινία, κυρίως χάρη στο καλό της ΣΕΝΑΡΙΟ που αν κάπου στο τέλος μένει μετέωρο, οφείλεται ακριβώς στα δύο παραπάνω. Αφενός σαν να φοβήθηκε ο ικανός άνθρωπος που έγραψε το σενάριο κι έκανε την ταινία κι αφετέρου στο ότι αν υπήρχε παραγωγός θα το συζήταγε μαζί του και θα του έλεγε ορισμένα χρήσιμα πράγματα.

Διότι πολλοί προφανώς δεν γνωρίζουν ότι στις μεγάλες κινηματογραφικές, πανεπιστημιακές σχολές του εξωτερικού, Αμερικής κι Ευρώπης, τα δύο βασικά που σπουδάζονται είναι ΣΕΝΑΡΙΟ και ΠΑΡΑΓΩΓΗ. Η «σκηνοθεσία» (επειδή όλοι μιλούν για σκηνοθέτες) δεν είναι ένα ειδικό μάθημα, η σκηνοθεσία είναι όλα μαζί τα υπόλοιπα. Η βάση είναι η παραγωγή και το σενάριο και μετά πάμε στις επιμέρους εξειδικεύσεις που είναι οι άλλες βάσεις για να μεταβληθεί το σενάριο σε ταινία, ήτοι η φωτογραφία, το μοντάζ, η σκηνογραφία, η ηχοληψία, η ενδυματολογία…

Εδώ έχουμε ένα πολύ καλό σενάριο ης σχολής «μυστηρίου» («νουάρ» τα λένε όλα αυτοί που περιμένουν να μάθουν σινεμά από το IMDB, τις «σαπισμένες ντομάτες» και τις διάφορες αμφίβολες διαδικτυακές «εγκυκλοπαίδειες») που έβγαλε καλή ταινία αλλά ποιος να πριμοδοτήσει; Αφού, αυτό που έχει περάσει ως κυρίαρχη αντίληψη για τον ελληνικό κινηματογράφο, κυρίως για το σινεμά των ειδών, είναι η χαμηλή αυτοεκτίμηση κι ότι το σινεμά των ειδών, από παλαιοτάτων χρόνων οφείλει να λοιδορείται και να στηλιτεύεται.

Ετσι μέσα σε αυτό το πέλαγος της άγνοιας, της ημιμάθειας, της προκατάληψης και της εχθρότητας παλεύουν κάποιοι να κάνουν κάτι.

Το έργο έχει πολύ ενδιαφέρον. Ενας τύπος , μετά από ένα ατύχημα, χάνει τη μνήμη του. Δεν θυμάται ποιος είναι και πάνω του βρίσκονται κάτι χαρτιά και κάτι τραπεζικές επιταγές που τον δηλώνουν ως κάποιο Ιταλό, ονόματι «Πέντρο Νούλα». Μόνο που ούτε αυτό το όνομα γνωρίζει, ούτε και το όνομα του Ελληνα από τον οποίο φαίνεται να εκδόθηκε η επιταγή,   ούτε του λένε κάτι κι αποδύεται ο ήρωας του σεναρίου σε ένα αγώνα, με μπόλικο σασπένς, να μάθει τόσο ποιος είναι ο ίδιος όσο και ποιος είναι ο Πέντρο Νούλα  αλλά κι ο άνθρωπος της επιταγής ενώ τον πλευρίζουν μυστηριώδη άτομα κι ο κόσμος της νύχτας.  

Ολη η δομή της ταινίας, όλη η πλοκή, στήνονται από εκπληκτικά «εμπόδια» που βάζει στον ήρωα το σενάριο και τα «εμπόδια» αυτά έχουν να κάνουν με σωρεία χαρακτήρων ή και τύπων, που όλοι τους μπαίνουν στην ιστορία, εκπροσωπούν κάτι αλλά αυτό το κάτι συνοδεύεται από μυστήριο. Κάποια στιγμή βέβαια το μυστήριο πυκνώνει αρκετά, που και που μερικά πράγματα επαναλαμβάνονται αλλά όχι σε απαγορευτικό βαθμό.

Όλα αυτά τα πρόσωπα που αναφέρω, εκπροσωπούνται από ρόλους, πολύ καλά γραμμένους , που δίνουν δυνατότητες σε ηθοποιούς να δημιουργήσουν και να καταπλήξουν. Η ΑΘΗΝΑ ΠΑΠΠΑ για παράδειγμα, δίνει μια παραλλαγή (μπορούμε να την πούμε και προέκταση) του ρόλου που είχε παίξει και στους «Αισθηματίες» του Νίκου Τριανταφυλλίδη , κι αυτή την παραλλαγή την εμπλουτίζει τόσο πολύ, της βάζει νέα στοιχεία, την κάνει χυδαία αλλά και σπαρακτική, της δίνει χρώματα, την ολοκληρώνει. Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΑΠΟΥΝΤΖΗΣ είναι το άλλο «απόκτημα», ένας ηθοποιός δηλαδή που βρέθηκε με ρόλο  κι έδωσε υποδειγματική κινηματογραφική ερμηνεία. Ο ΜΕΛΕΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ , επίσης. Αγνώριστος κι αποκαλυπτικός και ώριμος  σε σημείο εντυπωσιασμού είναι ο ΠΑΥΛΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ, ο οποίος τώρα, καθώς μεγαλώνει, και με σύσταση τη συγκεκριμένη ερμηνεία του δείχνει ότι μπορεί να εξασφαλίσει θέση πολύτιμου ρολίστα.

Ο δε πρωταγωνιστής ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΣΠΙΩΤΗΣ έχει πάνω του όλο αυτό το συμπαθητικό που χρειάζεται ο πελαγωμένος ήρωας του μαζί με όλες τις πιθανές ανατροπές που καραδοκούν για την ταυτότητα αυτού του κεντρικού ήρωα. Ο ηθοποιός κατορθώνει κι υπαινίσσεται τις αποχρώσεις των πιθανοτήτων κι εδώ παίρνει τα δικά του διαπιστευτήρια και το σενάριο.

Να όμως που στο τέλος γίνεται πάλι αυτό που μάθαμε να αιτιολογούμε ως «φόβο» των δημιουργών μη και τους πούν «κάτι» οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι «κάποιοι»: Αυτό που ξαφνικά το φινάλε δίνει υπαρξιακή τροπή κι απόληξη, δεν συνάδει με τον τρόπο γραφής των όσων προηγήθηκαν. Ο ήρωας καταλήγει «αδικαίωτος». Κι όταν συμβαίνουν αυτά, ο θεατής (αφήνω τους «κάποιους» που κάνουν τη ζημιά) μένει μετέωρος, νιώθει σαν να μη «γέμισε», δεν είναι σε θέση να το εξηγήσει αλλά έχει «καταλάβει», μάλλον έχει «αισθανθεί», ότι κάτι δεν έφτασε στην απόλυτη ολοκλήρωση. Το υπαρξιακό  κομμάτι του ήρωα, δια του τρόπου που τελειώνει την ταινία, θα όφειλε να είχε μπεί από νωρίτερα, παράλληλα με το αστυνομικό. Πάντως κι έτσι, η ταινία παραμένει ωραία και το σενάριο άξιο.

Να σημειώσω πως όλο αυτό έχει υπηρετηθεί από θαυμάσια νυχτερινά πλάνα, από υποβλητική μουσική του ΣΤΑΜΑΤΗ ΚΡΑΟΥΝΑΚΗ, καθαρώς κινηματογραφική, που έγινε για να επενδύσει ταινία με κινηματογραφικούς όρους, τα ίδια ισχύουν και για τις ηχητικές επιλογές του συνόλου της ταινίας και για το μοντάζ που εξυπηρετεί τόσο πολύ την αφήγηση, όπως επίσης κι η σκηνογραφική διεύθυνση τόσο σε χώρους όσο και σε εσωτερικά, που γίνονται προέκταση των χαρακτήρων.

Κι όμως, το έργο «προσπερνιέται». Κι αυτό είναι άδικο.

 

 

Pantimo

Τελευταία άρθρα από τον/την Pantimo