Είναι πολύ όμορφο φιλμ το «ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΙ ΑΜΠΝΤΟΥΛ». Όχι μεγάλο μα όμορφο. Διότι είναι καμωμένο με γνώση, εξυπνάδα και διάθεση. Ξέρει που επικεντρώνεται και τι προσφέρει. Εχει πλεύση, δεν βγαίνει ποτέ έξω από τα νερά του ούτε κι από την πορεία που χάραξε. Αυτό είναι που ως σύνολο το καθιστά όμορφο, διότι ο θεατής μόνο ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΕΙ, αλλά όχι και μεγάλο μια κι η πλεύση ήταν μιάς περιορισμένης ακτοπλοϊκής γραμμής και δεν φιλοδοξούσε να βγει στους Μεγάλους Ωκεανούς.
Κι έβγαλε μια ταινία που θα μπορούσε κανείς να την χαρακτηρίσει και «διαμαντάκι». Όχι όμως ως το τέλος…..
Θα ξεκινήσω από την σκηνοθέτη ΚΑΘΡΗΝ ΜΠΙΓΚΕΛΟΟΥ για την οποία θα πω ότι από όταν «τακίμιασε» με τον σεναριογράφο –δημοσιογράφο ΜΑΡΚ ΜΠΟΑΛ, έφτιαξε υπογραφή, κάτι που δεν συνέβαινε στα προ του «THE HURT LOCKER» χρόνια της. Μα μη νομίζετε, και για τον σκηνοθέτη ισχύει περίπου αυτό που λέμε και για τον ηθοποιό, ότι στο ξεκίνημα παραδέρνει με σενάρια που του παρέχονται, ψάχνει τον εαυτό του προς ποια μεριά θα του βγει η καλλιτεχνική προσωπικότητα ώσπου έρχεται κάποτε ένα σενάριο και τον μεταβάλει σε σκηνοθέτη ΕΙΔΟΥΣ- σημαίνει πως βρήκε το δρόμο του και την καλλιτεχνική του προσωπικότητα.
Στις 20 Σεπτεμβρίου εγκαινιάζουν οι «ΝΥΧΤΕΣ ΠΡΕΜΙΕΡΑΣ» τη φετινή τους γιορτή. Κι ήδη ξεκινούν οι on line πωλήσεις για ΚΑΡΤΕΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ και όχι μόνο.
Αν για κάτι χάρηκα σε αυτή την ταινία, είναι για τον ΤΟΜ ΚΡΟΥΖ. Τον οποίο συμπαθώ πολύ, εκτιμώ και τις δυνατότητες ηθοποιίας του αλλά οι επιλογές του από τη «ΜΑΝΟΛΙΑ» και μετά, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, μου φαίνονταν λανθασμένες. Τα τελευταία μάλιστα χρόνια είχα κουραστεί να τον βλέπω σε κακά φιλμ, ειδικά εκείνη την καλοκαιρινή ανεκδιήγητη «ΜΟΥΜΙΑ» για την οποία βαρέθηκα και να γράψω.. Τώρα, στο φιλμ αυτό, τον ξαναβρήκα, δυναμωμένο, ζωηρό, φορτσάτο και σε μία πολύ όμορφη επίδειξη κινηματογραφικής προσωπικότητας και starperformance. Οπερ σημαίνει ότι αυτή τη φορά του έλαχε και καλό φιλμ.
Αν πέρσι έγινε πολλή κουβέντα για το «ΤΟΝΙ ΕΡΝΤΜΑΝ», φέτος τι πρόκειται να γίνει με τούτο εδώ, που είναι κι ο «ΧΡΥΣΟΣ ΦΟΙΝΙΚΑΣ» των ΚΑΝΝΩΝ 2017; Την ταινία, την είδα δύο φορές σε διάστημα τριών ημερών (νάναι καλά η Ακαδημία που μας τα στέλνει με link τα οποία επιτρέπουν επαναληπτική «προβολή») διότι ήθελα να μπω κάπως πιο μέσα στην ταινία ή έστω, αν έμενα απέξω, να μπορούσα να έχω μια συνολική αντικειμενική της θεώρηση. Και σίγουρα ήθελα να μιλήσω ως ΚΡΙΤΙΚΟΣ κι όχι ως ΘΕΑΤΗΣ.
Θαυμαστής των ταινιών του ΦΕΡΖΑΝ ΟΖΠΕΤΕΚ, του ΤΟΥΡΚΟΥ της ΙΤΑΛΙΑΣ, ήταν γραφτό κάποια στιγμή να απογοητευόμουν κι εγώ από μια ταινία. Κι είναι τούτο εδώ, το «ROSSO ISTANBUL»
Ξεκινώ τη φετινή παρουσίαση των ταινιών που συμμετέχουν στα προκριματικά της ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ με μια… συμπαραγωγή με την Β’ ΠΡΟΒΟΛΗ του pantimo.grΚι αυτό επειδή η ταινία πέρασε λίγο «ξυστά» , κάτι σαν τα ..παραπεταμένα.
Την ταινία την είδα στις διακοπές μου, σε θερινό κινηματογράφο στην Αίγινα, σε ένα από τους τρεις θερινούς που διαθέτει γενναιόδωρα το νησί. Ηταν προτίμηση της παρέας για κάτι διασκεδαστικό, καλοκαιρινό, απολύτως τερπνό. Γράφουμε κριτική για αυτά ή δεν γράφουμε; Και πως τη γράφουμε; Με βάση την (αναθεματισμένη) θεωρία του… auteur, οπότε αρχίζουμε και το ανασκολοπίζουμε επειδή δεν ανταποκρίνεται στη συνταγή των θεωρητικών, ή με βάση ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ και για ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΕΓΙΝΕ; Η απάντηση νομίζω έχει δοθεί, πριν ξεκινήσει να διαβάζει κανείς το παρακάτω.
… ο ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΝΟΛΑΝ μεταβάλλει τον ΗΧΟ όχι απλώς σε ΣΤΑΡ της ταινίας αλλά σε αφορμή, σε κίνητρο για τη δημιουργία πολεμικού φιλμ. Και με τη συνδρομή της κάμερας (βλ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ) και του ΜΟΝΤΑΖ καταφέρνει και κάνει μια θαυμάσια πολεμική ταινία κι ας της λείπουν οι χαρακτήρες ή η πολεμική δραματικότητα. Όμως κατορθώνει να επιβάλει την ταινία στους θεατές κι ενώ δεν υπάρχει φαινομενικά αυτό που λέμε «υπόθεση», ο θεατής καθηλώνεται και δεν ακούγεται στην αίθουσα ούτε «κιχ».