Και μόνο για αυτό, θα άξιζε να γίνει ταινία. Διότι , οπωσδήποτε, δύο άνθρωποι που μοιράζονται το ίδιο όνειρο, που βλέπουν κάθε βράδυ το ίδιο όνειρο, μοιραία ερωτεύονται. Αρα, θα είχαμε μια παράξενη ερωτική ιστορία. Και που θα τοποθετούσαμε τη δράση; Χμ! Στο πιο ασυνήθιστο μέρος: Σε ένα σφαγείο. Και πως θα εξελισσόταν αυτή η υπόθεση;
Στην απονομή των ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΒΡΑΒΕΙΩΝ το βράδυ του Σαββάτου, που διεξήχθη στο Βερολίνο, είδαμε κάτι που σπανίζει: Ταινία με «Χρυσό Φοίνικα» να κερδίζει και το ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ. Είχε συμβεί και με το «AMOUR» του ΜΙΚΑΕΛ ΧΑΝΕΚΕ το 2012 αλλά αυτά ήταν οι εξαιρέσεις. Αυτή τη φορά δεν είχαμε απλώς «αποκατάσταση σχέσεων» όπου συνέπεσε η τελική επιλογή μα είδαμε την ταινία που κέρδισε τον «ΧΡΥΣΟ ΦΟΙΝΙΚΑ» των Κανών 2017, στην ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ να σαρώνει.
Διότι το κέφι στο να γράψεις κριτική, πηγάζει ΚΑΙ από την ταινία που καλείσαι να κρίνεις. Κι όπως με είχαν διδάξει στο ξεκίνημα της επαγγελματικής μου ζωής, που ήταν και σε πολύ νεαρή ηλικία, οι δασκάλοι μου, το χειρότερο συναίσθημα για την κριτική (όχι για τον κριτικό, κι οι δασκάλοι μου ήταν εργοκεντρικοί κι αριστοτελικοί) είναι να έχεις έργο που ούτε καλό είναι ούτε κακό είναι. Κι είχα ρωτήσει: Ποιο δηλαδή είναι χειρότερο από το κακό; Κι η απάντηση που είχα πάρει ήταν: Το «ΠΕΡΙΤΤΟ».
Η ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ, που φέρει το βαρύ σαιξπηρικό όνομα , κατάγεται από τον «ελισαβετιανό» προπάππο της όσο κι αν σπεύδουν να μας πληροφορήσουν για ένα ρωσικό μυθιστόρημα στο οποίο βασίζεται και τοποθετείται στην Αγγλία του 19ου αιώνα, που κι αυτός ο συγγραφέας, ο ΝΙΚΟΛΑΪ ΛΕΣΚΟΦ, από τον Σαίξπηρ τη «δανείστηκε». Και το όνομα είναι που σηματοδοτεί τη σημαντικότητα διότι αν την έλεγαν κάπως αλλιώς νομίζω πως πολλοί θα την προσπερνούσαν. Όχι πάντως λόγω ασημαντότητας.