Αυτή είναι η κύρια «ζύμη» του ουγγρικού αυτού φιλμ της ΙΛΝΤΙΚΟ ΕΝΥΕΝΤΙ, που τιμήθηκε με «Χρυσή Αρκτο» στο Φεστιβάλ του Βερολίνου και πέρασε στη “short list” του Ξενόγλωσσου Οσκαρ ως εκπρόσωπος της ΟΥΓΓΑΡΙΑΣ. Ενώ η πρωταγωνίστρια ΑΛΕΞΑΝΝΤΡΑ ΜΠΟΡΜΠΕΛΥ ήταν αυτή που έκανε τη διαφορά ΚΑΙ λόγω ρόλου αλλά και λόγω ντελικάτης απόδοσης και κατέκτησε το βραβείο της γυναικείας ερμηνείας στην Ευρωπαϊκη Ακαδημία.
Ναι, είναι ένα ΑΣΥΝΗΘΙΣΤΟ φιλμ. Πάνω από όλα είναι ασυνήθιστο. Από αυτή την άποψη θα το βάζαμε δίπλα – δίπλα με «ΤΟ ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ». Και θα κατανοούσαμε καλύτερα αυτό που ζητά ως ταυτότητα ο ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ στο σύνολο του, τη ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ, το «diversity» όπως το διατυμπανίζει στα αγγλικά. Ακόμα κι αν ενίοτε πέφτει σε αντιφάσεις ο Ευρωπαϊκος Κινηματογράφος, που από τη μια δηλώνεται ως «Ευρωπαϊκος» στο σύνολο κι από την άλλη επιζητεί εθνικά χαρακτηριστικά και πολιτιστική κληρονομιά και ταυτότητα της κάθε χώρας, εν τούτοις, αυτό το «diversity», αυτή η «διαφορετικότητα» απαντάται σε όλες τις ταινίες, όλων των ευρωπαικών χωρών, κι ας μην μοιάζουν μεταξύ τους , ούτε ως χώρες ούτε ως κινηματογραφίες ώστε να καταλήγουν σε ένα και ενιαίο σύνολο. Όμως ο κοινός παρονομαστής της διαφορετικότητας είναι που τις ενώνει.
Συνεπώς, πάνω σε αυτό το πνεύμα της διαφορετικότητας στην κινηματογραφική αντίληψη μπορεί κανείς να δει και να προσεγγίσει τούτη την ουγγαρέζικη ταινία, όπου τα πάντα λειτουργούν εντός του ασυνήθιστου και επί του διαφορετικού.
Είναι ένα ποιητικό love story, που δεν μπορεί να εξηγηθεί και να αναλυθεί με ρεαλιστικά κριτήρια, που δεν μπορεί να επικαλεστεί κάποιος κριτήρια καθημερινότητας ώστε να την κρίνει ως «πιστευτή» η μη. Και το λέω επειδή τόσο για αυτήν όσο και για το σουηδικό «Τετράγωνο» διαβάζω κάτι επισημάνσεις που με κάνουν και φρίττω για την αμορφωσιά που επικρατεί ακόμα και σε σχολές, που δεν έχουν διδαχτεί τίποτα περί σεναρίου, που δεν ξέρουν με τι τρόπο γράφεται ένα σενάριο στο ποιητικό σινεμά και με πόσο διαφορετικό τρόπο στο ρεαλιστικό ή στο σινεμά της δράσης. Είναι σαν να βγάζει κάποιος άχρηστο φερειπειν τον Τζέημς Μποντ επειδή οι ηρωικές του πράξεις δεν μπορούν να συμβούν στην καθημερινή ζωή. Μα είμαστε σοβαροί;
Λοιπόν, η συγκεκριμένη ταινία είναι ένα ποίημα, ένα ψυχανέμισμα, ένα θρόισμα φύλλων, σαν τις λεπτές ψυχές των δύο βασικών χαρακτήρων και προπαντός της κοπέλας, όπου η ηθοποιός την παίζει ακριβώς σαν φυλλαράκι τρεμάμενο, σαν να πρόκειται να βγει η ψυχή της από την ευαισθησία των όσων συμβαίνουν.
Δεν είναι ερωτικό φιλμ με τη συγκίνηση που θα πρόσφερε ένα ρομάντζο (είδος που τιμώ και δεν υποτιμώ- απλώς ξεκαθαρίζω τις διαφορές). Είναι ένα έργο ανθρώπων, σε ένα αντι-ερωτικό και πεζό μέχρι ωμότητας περιβάλλον, όπως το σφαγείο, όπου εκεί βρέθηκαν για να συναντηθούν οι δύο τρεμάμενες ψυχές. Κι όμως ο φακός της σκηνοθέτη, με τη βοήθεια του εκπληκτικού διευθυντή φωτογραφίας, ενσωματώνει το περιβάλλον στην ιστορία και δεν το παρουσιάζει ως κόντρα χώρο. Ακόμα κι η σκηνοθέτηση κι ερμηνεία των υπόλοιπων ρόλων, των ρόλων που πλαισιώνουν το ζευγάρι, εναρμονίζεται πλήρως με το επίκεντρο , δεν παίζονται ούτε παρουσιάζονται σχηματοποιημένες οι συγκρούσεις κι οι αντιδράσεις του περίγυρου. Οσοι το δείτε ή το είδατε ήδη, θα καταλάβετε τι ακριβώς εδώ εννοώ.
Δεν μπορώ να πω ότι είναι μια ταινία στην οποία ως θεατής παραδόθηκα αμέσως κι άνευ όρων, διότι , κακά τα ψέματα, η όλη προσέγγιση και κουλτούρα, είναι αντιπροσωπευτικά κεντρο-ευρωπαϊκή. Υπάρχει μια ψυχρότητα που επικοινωνείται αποτελεσματικά κι από τη φωτογραφία, στην οποία αναφέρθηκα πιο πάνω, όμως είναι μια ταινία που με κέρδιζε καθώς την παρακολουθούσα, με τη σκέψη. Κι η σκέψη ενεργοποίησε κάποια στιγμή και τα αισθήματα. Και τα συναισθήματα. Από μια απόσταση κοιτάζοντας το, μπόρεσα να κατανοήσω ως κριτικός πλέον, αυτό που ακριβώς κατάφερε να δείξει η ταινία, που προφανώς ήταν η εξαρχής πρόθεση του έργου.
Διότι, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, τόσο ως κριτικοί όσο κι ως θεατές, οι Ελληνες είμαστε συναισθηματικός λαός, αντιδρούμε μέσω των συναισθημάτων, από αυτά γραπωνόμαστε κι αυτά μας καθορίζουν. Ακόμα κι αν μας έχουν κατηγορήσει για συναισθηματικά ανώριμους, δεν παύουμε να είμαστε λαός του συναισθήματος. Συνεπώς η άμεση ανταπόκριση στην κεντροευρωπαϊκή απόσταση ή αποστασιοποίηση ή λογική, είναι δείγμα ανειλικρίνειας. Μόνο δια της σκέψεως, δια του νου, μπορούμε να κατανοήσουμε και να επικοινωνήσουμε με ένα έργο σαν αυτό κι όχι με την πρώτη αντίδραση. Γι αυτό και δημοσίως δήλωσα στην κριτική μου για την ταινία ότι συναισθηματικά δεν με άρπαξε με τη μία, το πέτυχε όμως όταν με έβαλε στο παιχνίδι της λογικής και τότε αυτή ανέλαβε να καθοδηγήσει τις αντιδράσεις του συναισθηματικού μου κόσμου, απέναντι στην ταινία.
Αυτό επειδή θα ακουστούν και σχόλια συναισθηματική αποδοχής λες κι οι Ελληνες γεννηθήκαμε Ούγγροι για να αντιδρούμε έτσι ή για να φτιάχνουμε κι εμείς τέτοιες συναισθηματικές ιστορίες.