Δεν το ευνόησαν οι συστάσεις από πηγές μη αξιόπιστες, το «στένεψαν» και τα δελτία Τύπου που πρόβαλαν ως υπόθεση το «μια γυναίκα που πάσχει από καρκίνο» και ποιος είχε όρεξη και για άλλο ένα τέτοιο, «καρκινοπαθές» και βραζιλιάνικο . Μόνο που η ταινία δεν είναι γύρω από την αρρώστια της ηρωίδας- απλώς η πεισματάρα ηρωίδα τυχαίνει να έχει και πρόβλημα υγείας το οποίο της έχει δώσει δύναμη.
Την αγάπη των Ιταλών για το «Ρόμποκοπ» και για το σινεμά του Βερχόφεν εν γένει και πολλών ακόμη που εδώ κάτι «κριτικόπαιδες» εννοούν να σνομπάρουν, τη γνωρίζω πολύ καλά. Μην ξεχνάμε και του Φατίχ Ακίν στη Γερμανία την αγάπη και την εκτίμηση για τον Βερχόφεν και την αναφορά του , κατά την τελευταία του ταινία, στους «κραγμένους» από τους και καλά κριτικούς «Στρατιώτες του Σύμπαντος». Το «ΜΕ ΛΕΝΕ ΤΖΙΓΚ» δεν είναι μόνο η ΕΥΧΑΡΙΣΤΗ έκπληξη της εβδομάδας μα είναι γενικώς η ΕΚΠΛΗΞΗ της εβδομάδας, την ίδια ώρα που πετιούνται στα μούτρα των θεατών διάφορα άλλα , ακατονόμαστα και μη. Το φιλμ έρχεται να αποδείξει και να υπενθυμίσει πως στην ΙΤΑΛΙΑ υπάρχει σινεμά που είναι ζωντανό, απλώς το αγνοούν εκείνοι που γράφουν οι οποίοι έχουν κολλήσει στο παρελθόν και αδυνατούν να καταλάβουν τις νέες αναζητήσεις, τα νέα ζητούμενα αλλά και τα νέα δεδομένα.
Όταν λέμε «ταινία ΓΟΥΣΤΟΥ» εννοούμε τα έργα εκείνα που κρίνονται από τη διασκεδαστικότητα τους κι από το αν έγιναν δεκτά ή όχι από τον θεατή στη διάρκεια της παρακολούθησης. Διότι, αν ξεκινήσεις με το να «κρίνεις» αυτά τα έργα κι όχι να τους αφεθείς τότε το αποτέλεσμα μπορεί να είναι κι αμφίβολο. Εξού και το σωστότερο ερώτημα σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι το «Ηταν καλό;» αλλά το «Σου άρεσε;»
Οι εκπλήξεις δεν σταματούν από επεισόδιο σε επεισόδιο. Εκπλήξεις για τον θεατή , ώστε να του ανανεώνεται διαρκώς το ενδιαφέρον, εκπλήξεις και για τον κριτικό που εκτός από θεατής που απολαμβάνει, θέλει να παρακολουθήσει τα πράγματα κι από μια απόσταση ώστε να.. ακτινοσκοπήσει.
Αφού έκανε «καριέρα» καθ’ όλη τη διάρκεια της χειμερινής σαιζόν στο…. «downloading», μοιράζοντας έτσι και τις εντυπώσεις, ως είθισται στο κατέβασμα των torrents όπου οι μισοί τρέχουν κι επαινούν κι οι άλλοι μισοί αναθεματίζουν κάτι που ως κοινός παρονομαστής δηλώνεται ως «τούκα προ», τώρα βγαίνει και στις οθόνες. Καθώς καλοκαίριασε.
Μετά την ψυχρολουσία του Νο 4, που κυριολεκτικά δεν βλεπόταν, τούτο το Νο 5 σαφώς κι υπερέχει αλλά φαίνεται και για κάτι παραπάνω από όσο στην πραγματικότητα διαθέτει.
Κι έτσι, σήμερα που το βλέπω να ξαναβγαίνει στη μεγάλη οθόνη, ανεξαρτήτως κόπιας ή γλωσσικής βερσιόν (αν κυκλοφορεί δηλαδή στα ιταλικά ή στα αγγλικά) του οφείλω δύο λόγια αγάπης παντοτινής.
Αυτή τη φορά, ως εισαγωγική σκηνή δεν μας είχε κάποια κατάκτηση της Επιστήμης από προγενέστερους ή κι από προκατόχους ώστε να μας κινήσει την περιέργεια του πως οι σεναριογράφοι θα τα συνδέσουν με τον Αϊνστάιν και τις κατακτήσεις του. Αυτή τη φορά, στο επεισόδιο Νο 5, μας ξεκινά με ένα ψυχιατρείο στο Βερολίνο όπου νοσηλεύεται με κρίσεις ξεσπάσματος ένα παλικαράκι, το οποίο μαθαίνουμε πως είναι ο γιός του Αϊνστάιν στην εφηβεία. Κι εδώ δεν αυξάνεται απλώς η περιέργεια για το πώς θα εξελιχθεί το σενάριο αλλά και για την πορεία της ζωής του ίδιου του Αϊνστάιν και τα «domestic» βάσανα…
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια τάση στον κινηματογράφο των διεθνών ή πολυεθνικών συμπαραγωγών, για βιογραφίες «νέου τύπου». Προφανώς επειδή έχουν ανακαλύψει διεθνώς, ξεκινώντας από την Αμερική, πως το «based on a true story» γίνεται «κινητήριος δύναμις», άρα η βιογραφία θα πάρει εξέχουσα θέση σε αυτή την τάση…
Το σκέφτηκα αρκετά πριν προχωρήσω στη δημοσίευση, διότι μου «βασάνισε» την σκέψη αρκετά. Υπήρχε άραγε άλλος λόγος για να γίνει αυτή η ταινία εκτός από το «brand name» (για να μιλήσω κι εγώ στη γλώσσα του σημερινού εμπορίου) όπου ενεπλάκη μετά από χρόνια κι ο «πατέρας» του «Αλιεν», ο ΡΙΝΤΛΕΗ ΣΚΩΤ;