ΠΡΩΤΟ σημείο εστίασης , το ΚΑΤΑΣΚΟΠΙΚΟ είδος. Υπεραγαπημένο ΕΙΔΟΣ για μεγάλη μερίδα του διεθνούς κοινού, καθώς και για τον υπογράφοντα, έχει δεχτεί πυρά από την προκατάληψη που καλλιέργησε η ιδεολογική προπαγάνδα ένθεν κακείθεν και που στα χέρια των αδαών γραφιάδων (γι αυτό άλλωστε υπάρχει προπαγάνδα, για να παρασύρει εκείνους που δεν γνωρίζουν) κατέληξε να τα βάζει με το είδος. Το είδος, όμως, από την ίδια τη φύση του στηρίζεται σε σύγκρουση πολιτικών δυνάμεων , και κυρίως χωρών, για τις οποίες δουλεύουν οι κατάσκοποι. Κι Η ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΙΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ. Η Κατασκοπεία είναι Κατασκοπεία. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί κατάσκοποι, υπάρχουν όμως καλοί και κακοί χαρακτήρες στα σενάρια. Και τα σενάρια , όπως και τα μυθιστορήματα, και τα βιβλία κι όλα τα λοιπά, οφείλουν αυτό να το κάνουν, διότι στα έργα πάντα υπάρχει η πάλη του Καλού με το Κακό, είναι θεωρητικώς η πεμπτουσία στην Τέχνη κι από κει και πέρα είναι θέμα επεξεργασίας, επεξεργασίας χαρακτήρων κι όχι.. ιδεολογιών μια και με τις ιδεολογίες δεν γίνεται Τέχνη, με τους ανθρώπους και με τους χαρακτήρες γίνεται. Κι επειδή ο Ψυχρός Πόλεμος, περισσότερο από όλες τις άλλες φάσεις της Ιστορίας, ενέπνευσε το είδος και μπόρεσε να το κάνει συναρπαστικό-μαζί με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο- θεωρούν ορισμένοι ημιμαθείς ότι το κατασκοπικό είδος είναι ψυχροπολεμικό άρα προπαγανδιστικό. Και χάνονται ολοσχερώς μέσα στη σύγχυση του απολύτως αυτονόητου.
Με αυτή την τοποθέτηση περνώ στο ΔΕΥΤΕΡΟ σημείο εστίασης που είναι η σημερινή του θέση στα κινηματογραφικά πράγματα. Ώστε να φτάσουμε στη συγκεκριμένη ταινία που μας δίνει την αφορμή για να τα πούμε όλα αυτά. Κι είναι ακριβώς αυτό: Πως το κατασκοπικό έχει πολύ να κάνει με τον Ψυχρό Πόλεμο ως σημείο αναφοράς του. Κι επειδή σήμερα θεωρητικώς Ψυχρός Πόλεμος δεν υπάρχει ,κρατούν τους πρωταγωνιστές εκείνου και κινηματογραφικά τον ξαναστήνουν από την αρχή. ΑΜΕΡΙΚΗ και ΡΩΣΙΑ θέλει το κατασκοπικό ώστε να λειτουργήσει, Αμερικανούς και Ρώσους βάζουν να αλληλοπαρακολουθούνται, μερικές φορές τα κάνουν και συμπαραγωγές. Δεν υπάρχουν Καπιταλιστές και Κομμουνιστές, υπάρχουν Αμερικανοί και Ρώσοι ως δύο αντίπαλες δυνάμεις. Το σενάριο στο «ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΠΟΥΡΓΙΤΙ» βάζει κάπου και τη φράση πως «Ο Ψυχρός Πόλεμος δεν τέλειωσε , απλώς διασπάστηκε σε μικρά κομμάτια» , ατάκα πιθανόν παρμένη κι από το βιβλίο του ΤΖΕΪΣΟΝ ΜΑΘΙΟΥΣ, αληθινού πράκτορα της CIA, στο οποίο βασίζεται η ταινία, και τα βάζει τα πράγματα στη θέση τους ώστε να λειτουργήσει το είδος και κατεπέκταση και το έργο. Και να το δεχτεί κι ο σκεπτόμενος θεατής ως κάτι τρέχον κι όχι ως κάτι σε ρετρό.
Και το «ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΠΟΥΡΓΙΤΙ» κερδίζει τη μάχη της ψυχαγωγικής αξίας και του είδους επειδή, πάνω από όλα, είναι κατασκοπικό που βασίζεται σε υπόθεση, σε ίντριγκα κι όχι σε κυνηγητά αυτοκινήτων, σε action movie με κατασκοπική αφορμή. Όχι, δεν είναι τέτοιο, μας καθοδηγεί η υπόθεση με το ιμπρόλιο και με τα στοιχεία της κατασκοπικής πλοκής και της ατμόσφαιρας. Κι όπως και να το κάνουμε, η ρώσικη ατμόσφαιρα στο κατασκοπικό είδος, φτιάχνει υποβολή. Είτε διαδραματίζεται στην ίδια τη Ρωσία είτε μεταφέρεται στη Βουδαπέστη όπως εδώ, η ατμόσφαιρα είναι ατμόσφαιρα. Κι από αυτή την άποψη πετυχαίνει ο σκηνοθέτης ΦΡΑΝΣΙΣ ΛΩΡΕΝΣ που ως τώρα δεν είχα εκτιμήσει ιδιαιτέρως τα φίλμ που είχε κάνει. Η υπόθεση μας αρπάει με τη μία, με την μπαλαρίνα του Μπολσόι, που ένα βράδυ σε ατύχημα σπάει τα πόδια της (σε ατύχημα βέβαια αλα «Μαύρος Κύκνος» κι «Εγώ η Τόνια») και τότε, αρχηστευμένη πιά, την στρατολογούν οι μυστικές υπηρεσίες για να βγάλει εις πέρας μια δύσκολη δουλειά, να παρεισφρήσει στις υπηρεσίες των Αμερικάνων , ώστε να αποκαλύψει τον κατάσκοπο τους που δρά μέσα στις μυστικές υπηρεσίες των Ρώσων. Των σύγχρονων Ρώσων. Και πράγματι μέχρι τέλους το παρακαλουθούμε με αδιάπτωτο, που λένε, ενδιαφέρον. Σωστά οργανωμένος κινηματογράφος, υποβλητική φωτογραφία κατασκοπικής ατμόσφαιρας για «γκλαμ» φιλμ του mainstream , έξυπνα φτιαγμένο ώστε είτε για ταινία του ’50 μιλούσαμε είτε για τωρινή, να ήταν ένα και το αυτό, από πλευράς ατμόσφαιρας δηλαδή κι αντιπαλοτήτων μεταξύ των ….. «αντιδίκων», περνάμε υπέροχα. Φωτογραφία, μοντάζ, ηχητικό μοντάζ και μουσική συνοδεία που συμβάλει κατά πολύ στην ατμόσφαιρα (ΤΖΕΗΜΣ ΝΙΟΥΤΟΝ ΧΑΟΥΑΡΝΤ στο score) με παραλλαγές κλασικών κομματιών που να προεκτείνονται σε συνοδεία δράσης κι από το «Μπολσόι» να περνάμε στην κατασκοπεία, κάνουν ωραίο τον κινηματογράφο και φροντίζουν την ψυχαγωγία μας.
Θαυμάσιο cast, σε μικρούς ή μεγάλους ρόλους πλαισιώνει την πρωταγωνίστρια όπου αυτό το cast περιλαμβάνει σε ωραίες σκηνές για τον καθένα (σε μερικούς κι από μία που του αρκεί), τον ΤΖΕΡΕΜΥ ΑΪΡΟΝΣ, την ΣΑΡΛΟΤ ΡΑΜΠΛΙΝΓΚ, την ΜΑΙΡΗ ΛΟΥΙΖ ΠΑΡΚΕΡ, τον ΜΑΤΙΑΣ ΣΟΝΑΕΡΤΣ (που αφού επί μια διετία τον είδαμε να βγαίνει από τη μία ταινία και να αρχίζει την άλλη, απότομα τον είχαμε χάσει-τον συναντάμε εδώ σε κάτι πιο «ρολίστικο», κι έχει έναν από τους καλούς ρόλους του έργου) κι άλλες εξαίρετες επιλογές του casting director και για παρτενέρ της πρωταγωνίστριας τον ανερχόμενο ΤΖΟΕΛ ΕΝΤΖΕΡΤΟΝ, που για την ώρα, κρίνοντας τον ως παρτενέρ, τόσο εδώ όσο και πέρσι της Ρουθ Νέγκα στο «Loving» τον βρίσκω άψογο και περιμένω να δω αν έχει προοπτικές και για κάτι δικό του…
Και φτάνουμε στην πρωταγωνίστρια, το ΤΡΙΤΟ σημείο εστίασης, που είναι η ΤΖΕΝΙΦΕΡ ΛΩΡΕΝΣ. Το έχει! Κάνει ένα εκπληκτικό star performance, πάνω στην προσωπικότητα της, που ολοένα τη «γεμίζει» με τους ρόλους που παίζει, και επισήμως ξεχωρίζει από τις άλλες συνομίληκες που έχουν βγει σε αυτή τη δεκαετία και που παίρνουν βιαστικά τα Οσκαρ- αυτή εδώ διαφέρει. Το θράσος που τη χαρακτηρίζει ως προσωπικότητα και που συνηθίζει να το βάζει στους ρόλους και να το κάνει τρόπο ερμηνείας, εδώ το χειραγωγεί διαφορετικά, φτιάχνει ένα τύπο δικό της, μια δική της κι εντελώς μοντέρνα «Μάτα Χάρι» στην οποία δεν ξεχνά να προσδίδει ανθρώπινα στοιχεία μα πάνω από όλα είναι εμφανίσιμη, σέξυ, δυναμική, λαμπερή, ετοιμοπόλεμη, ανθρώπινη κι όχι ρομποτική, είναι η Τζένιφερ Λώρενς εν εξελίξει.
Δεν πρόκειται για «ΓΕΦΥΡΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΚΟΠΩΝ», δεν είναι τέτοιο αριστούργημα του κατασκοπικού είδους που περισσότερο από όλους το είχαν εκτιμήσει οι Ιταλοί και του είχαν δώσει το 2016 το «DAVID DI DONATELLO» της καλύτερης ΞΕΝΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ, είναι όμως ένα ψυχαγωγικό κατασκοπικό που σε πιάνει από την αρχή και σε αφήνει με τους τίτλους φινάλε.