Η οποία ανήκει στο ΣΙΝΕΜΑ ΤΩΝ ΕΙΔΩΝ, που αφενός είναι το σινεμά που αγαπώ, κι αφετέρου με χαροποιεί το γεγονός πως παρατηρώ νεαρούς Ελληνες σκηνοθέτες να σπάνε το ταμπού του φόβου που έχει καλλιεργηθεί απέναντι στο είδος και να βγαίνουν να κολυμπήσουν στα βαθιά νερά του.
Κι αναρωτιέμαι για το αν έχουν κινηματογραφική αξία και προπαντός κινηματογραφική σημασία τα όσα λένε, με τον τρόπο που διατυπώνονται.
Είναι κρίμα αυτή η ταινία να φύγει έτσι από τις αίθουσες επειδή οι δύο πρώτες εβδομάδες δεν ήσαν αρκετές ώστε να προσέλθει ο κόσμος ο πολύς για τον οποίο και προορίζεται. Όταν όμως από την αίθουσα αυτοί οι λίγοι που φεύγουν δηλώνουν εκστασιασμένοι κι η συγκίνηση τους δεν κρύβεται, τότε, πολύ απλά η ταινία αυτή έχει δύναμη αλλά καύσεως βραδείας. Μια ταινία με τέτοιες αντιδράσεις κοινού, έστω κι αν είναι περιορισμένο αριθμητικά, ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΦΕΡΕΙΣ!
Μια στάση στην β’ προβολή για τα έργα που χάσαμε όταν προβλήθηκαν στην α’ .Ένα από αυτά είναι το «Η ΡΙΚΥ ΚΑΙ Η ΡΟΚ» που το αφήσαμε υπέρ κάποιων άλλων που μας τράβηξαν περισσότερο κι άς έπαιζε η ΜΕΡΥΛ ΣΤΡΗΠ. Άλλωστε, όπως έχω εξηγήσει κατ'επανάληψη, τα έργα πρέπει να έχουν διάρκεια
Σήμερα μπορεί να μην το θυμάται κανείς. Στη δεκαετία, όμως, του ’60, στα παιδικά μου χρόνια , ήταν «γκραν σουξέ». Με την ΑΝΝ –ΜΑΡΓΚΡΕΤ που τότε εκπροσωπούσε το μοντέρνο , υπό την επιρροή της συνεργασίας της με τον Ελβις Πρίσλευ, ένα χρόνο πριν, στο «Νύχτες στο Λας Βέγκας».
Όχι, δεν είναι μια «παραδοσιακή» ταινία γύρω από το «Ολοκαύτωμα». Αν κι η λέξη «παραδοσιακό» ακυρώνεται όταν έχουν γυριστεί τόσα , και διαφορετικά μεταξύ τους, αριστουργήματα , από τη «Λίστα του Σίντλερ» και τον «Πιανίστα» ως τον «Κήπο των Φίντσι Κοντίνι» και «Το μαγαζάκι της κεντρικής οδού» με ειδική θέση στο «Η ζωή είναι ωραία».
Δεν προτίθεμαι να κάνω κανένα σεμινάριο για το πώς γράφεται μια κριτική ταινίας τους ΤΖΕΗΜΣ ΜΠΟΝΤ. Θα πω όμως ΠΩΣ, με ποιο τρόπο δηλαδή, την αντιλαμβάνομαι εγώ: Πρώτον και κύριον πρέπει να είσαι fan!
Ο ΤΟΜ ΧΑΡΝΤΥ είναι ένας θαυμάσιος ηθοποιός και στο «ΔΙΔΥΜΟΙ ΘΡΥΛΟΙ» το δείχνει και με το παραπάνω. Αλλωστε- τώρα που έχει καταλαγιάσει μέσα μου η ταινία- θα έλεγα ότι είναι κι ο βασικός (ή κι ο μόνος για καταστάσεις άνω του μετρίου) λόγος για να τη δείτε.
Ας ρίξουμε μια ματιά και σε αυτή την ενότητα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, από όπου διάλεξα τρεις ταινίες οι οποίες δηλώνουν και το ευρύτερο πεδίο των επιλογών που έκανε φέτος ο Δημήτρης Ειπίδης μια κι η κάθε μία δεν είναι μόνο μια ματιά στα Βαλκάνια από το Φεστιβάλ για το Φεστιβάλ αλλά είναι ΚΑΙ στα ευρωπαικά βραβεία μα αποτελούν επίσης και τις επίσημες υποβολές των χωρών τους για τα Οσκαρ. Πάμε να δούμε τι αντιπροσωπεύει η κάθε μία.
H πρώτη περίπτωση είναι ξένη, η δεύτερη είναι ελληνική. Ας τις εξετάσουμε.