Υπάρχει λοιπόν ένας κανόνας για τα μαθήματα περί ΣΕΝΑΡΙΩΝ στις κινηματογραφικές σχολές των ξένων Πανεπιστημίων όπου βάζουν στους σπουδαστές μια άσκηση- έχω αναφερθεί πολλές φορές σε αυτήν- όπου ζητούν με μια λέξη την απάντηση στο ερώτημα «What’s the story about?» ή «What’s the movie about?». Για να δουν αν έχεις βρει ο απόλυτο ζητούμενο με τη μία λέξη. Κατόπιν, προχωρούν στην έκθεση των απόψεων. Αυτό γίνεται επειδή σε πολλά φιλμ, και κυρίως στα καλά φιλμ, ανακατεύονται πολλά πράγματα στο σεναριακό υλικό και πρέπει ο συγγραφέας πρώτα κι ο σκηνοθέτης στη συνέχεια αλλά κατ’ επέκταση κι οι λοιποί συντελεστές, να ξέρουν ακριβώς τι έργο κάνουν, προς τα πού στρέφονται, ποιο είναι το ζητούμενο.
Στην περίπτωση του «Spotlight» ακούγονται πολλά περί του ότι ξεσκεπάζει την «Καθολική Εκκλησία», «καταγγέλλει τους Καθολικούς ιερείς που κακοποιούσαν σεξουαλικώς ανήλικα αγόρια» κλπ.
ΟΧΙ! Αυτό το συγκεκριμένο δεν το κάνει το «Spotlight». Αυτό το είχε κάνει ο ΠΕΔΡΟ ΑΛΜΟΔΟΒΑΡ στην «ΚΑΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ». Εκείνο το φιλμ ήταν που κατήγγειλε μέσω του story του και του σεναρίου του το τι γινόταν στα καθολικά σχολεία. Και παρόλο ότι ο Αλμοδόβαρ ήταν σε μεγάλη έμπνευση κι αυτό το έκανε με σεναριάρα που εμπεριείχε τα πάντα από πλοκή κι εξέλιξη και φυσικά όλα τα «αλμοδοβαρέικα» αναγνωρίσιμα, η ταινία δεν πήρε καλές κριτικές, δεν βγήκε καλό σύνθημα από το «ιερατείο» προς τους «παπαγάλους». Κι ήταν ολοφάνερο από τις κριτικές που ενοχλούνται αλλά δεν ήξεραν «γιατί» πως ενοχλούσε το φιλμ απλά και τίμια. Αυτά που έλεγε και που εδειχνε ήταν όπως όταν θέλουν να απαξιώσουν τον Ολιβερ Στόουν ως «συνωμοσιολόγο» επειδή φοβούνται τις καταγγελίες του ή τον Φώσκολο όταν καταγγέλλει τους εφοπλιστές και τη διεφθαρμένη εξουσία για να μην «τον» βρουν μπροστά τους….
Ενώ εδώ, στο «Spotlight» όλοι υμνούν! Και καλά κάνουν και υμνούν αλλά ΤΙ ακριβώς υμνούν και ΓΙΑΤΙ;
Διότι το «Spotlight» που πολλοί το παρομοιάζουν με το «Ολοι οι άνθρωποι του Προέδρου» και σωστά πράττουν, δεν είναι έργο που καταγγέλλει την Καθολική Εκκλησία για τις σεξουαλικές κακοποιήσεις. Αυτό το κάνουν ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ του σεναρίου (και της πραγματικότητας φυσικά!) με τους οποίους καταπιάνεται το σενάριο. Όπως και το «Ολοι οι άνθρωποι του Προέδρου» δεν κατήγγειλε το σκάνδαλο «Watergate» που οδήγησε τον τότε Πρόεδρο Νίξον των ΗΠΑ στην παραίτηση αλλά παρακολουθούσε στην κάθε λεπτομέρεια τους δύο δημοσιογράφους που υποπτεύθηκαν ότι κάτι παίζει και βάλθηκαν να το φέρουν στο φως.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει κι εδώ. Σε αληθινό γεγονός βασίζεται το story, στις επίπονες κι επίμονες προσπάθειες μιάς ομάδας δημοσιογράφων της εφημερίδας «Boston Globe» να παρακολουθήσουν, να συλλέξουν τις πληροφορίες, εξονυχιστικά, λεπτομερειακά και τεκμηριωμένα ώστε να ανασύρουν στην επιφάνεια ένα θέμα που επί χρόνια πνιγόταν στη βουβαμάρα κι είχε να κάνει με παιδιά που τα είχαν παρενοχλήσει σεξουαλικώς, Καθολικοί ιερείς. Την καταγγελία θα την κάνουν οι δημοσιογράφοι, εμείς παρακολουθούμε τις δικές τους προσπάθειες.
Ο ΤΟΜ ΜΑΚ ΚΑΡΘΥ, σεναριογράφος και σκηνοθέτης, μαζί με το σεναριακό συνεργάτη του ΤΖΟΣ ΣΙΝΓΚΕΡ , έχουν μαζέψει του κόσμου τα στοιχεία για την ίδια την υπόθεση, για τους δημοσιογράφους που την αναλαμβάνουν, τη «μοιράζουν» σαν να ήταν οι ίδιοι διευθυντές εφημερίδας ή ακόμα και δικηγόροι μεγάλου γραφείου που χωρίζουν μια υπόθεση σε τομείς κι αναθέτουν κάθε τομέα σε κάποιον αλλά κι ορισμένους τους υποχρεώνουν σε συνεργασία με ένα εκ των συναδέλφων, και στη συνέχεια μεταβάλουν και τους δημοσιογράφους σε χαρακτήρες, τόσο όσο τους χρειάζεται το έργο. Διότι το σενάριο, κατεπέκταση το έργο , απαιτεί να είναι σε πρώτο πλάνο η δημοσιογραφική έρευνα και σε δεύτερο ή έστω σε δράση παράλληλη οι ίδιοι οι άνθρωποι που την αναλαμβάνουν. Δεν είναι ομαδικό ψυχολογικό πορτραίτο ώστε στους χαρακτήρες να γίνονται άλλου τύπου εμβαθύνσεις κι ενδοσκοπήσεις.
Γι αυτό και στο σενάριο δεν υπάρχει κεντρικός ήρωας, Κεντρικός ήρωας είναι η ίδια η ομάδα. Σε αυτή την ομάδα είναι που βάζει, κατά την σεναριακή οδηγία, τα εμπόδια για να φτάσει στο σκοπό της που είναι το «ΟΛΑ ΣΤΟ ΦΩΣ» του συμπληρωματικού ελληνικού τίτλου, που είναι και το «ψευδώνυμο» της ίδιας της ομάδας.
Οπότε, τα πρόσωπα που στελεχώνουν την ομάδα, μεταβάλλονται σε supporting χαρακτήρες. Support- άρουν, στηρίζουν την «ομάδα» που είναι το κέντρο.
Ο Τομ Μακ Κάρθυ , όλο αυτό το παραπάνω, το έχει υπολογισμένο στον πόντο. Δεν ξεφεύγει από τη γραμμή που χάραξε, ούτε κατά εκατοστό. Σενάριο και σκηνοθεσία γίνονται ένα πράγμα. Η σκηνοθεσία καλείται να προβάλει και να «προωθήσει» κινηματογραφικά το θέμα. Κι η προώθηση έχει να κάνει με το ύφος που επιλέγεται κι αυτό το «ύφος» είναι μια ουδέτερη γραμμή, μέσα από μια ουδέτερη φωτογραφία που θα παραπέμπει ως αίσθηση στο ρεπορτάζ και στην κοινωνική διάσταση που είναι η πραγματικότητα.
Κι εδώ έχουμε μια ακόμα θεμελιώδη διαφορά από το «Ολοι οι άνθρωποι του Προέδρου» πέρα κι από το γεγονός ότι εκεί κεντρικός ήρωας ήταν το δημοσιογραφικό ντουέτο κι όχι η ομάδα. Η θεμελιώδης διαφορά στην οποία θέλω να αναφερθώ κι αφορά στο ύφος είναι πως εκείνο το φιλμ του Αλαν Τζ.Πάκουλα είχε σκηνοθετηθεί ως «αστυνομικό». Επειδή οι δημοσιογράφοι ερευνούσαν μια πολιτική συνωμοσία, ο σκηνοθέτης είχε διατάξει ύφος «πολιτικού θρίλερ» διότι και το ίδιο του σενάριο του Ουίλιαμ Γκόλντμαν του έδινε αυτά τα πατήματα.
Το σημερινό σενάριο αγγίζει διαστάσεις κοινωνικού ζητήματος κι η έρευνα , αν και προσκρούει σε εμπόδια και φέρνει στο φως αποκαλύψεις, δεν επιδιώκει ατμόσφαιρα αστυνομικού ή κάτι τέτοιο αλλά καταγραφής γεγονότων και κάθε ένα που προστίθεται οδηγεί την υπόθεση σε εξέλιξη.
Σε αυτά τα πλαίσια κινείται η σκηνοθεσία κι ως προς το «casting». Γνωστοί ηθοποιοί, αλλά όχι πρωτοκλασάτες φίρμες της μαρκίζας (όπως ήταν ο Ντάστιν Χόφμαν κι ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ) στρατολογούνται για τους ρόλους κι ο καθένας καταθέτει την προσωπική του δουλειά πάνω σε αυτό που ανέλαβε. Οι ρόλοι δεν είναι εύκολοι διότι δεν περισσεύουν τα «πατήματα», το που να σταθεί ο κάθε ηθοποιός για να δώσει κάτι στο ρόλο του, από πού να πιαστεί. Από όταν το πρωτοείδα, ξεχώρισα τον ΜΑΡΚ ΡΑΦΑΛΟ και μάλιστα τη δεύτερη φορά, ένας από τους λόγους που ήθελα να το ξαναδώ, ήταν για αυτόν τον συγκεκριμένο επειδή στο μεταξύ είχε προταθεί και για το Οσκαρ και τον είχαν ξεχωρίσει από το σύνολο της αψεγάδιαστης διανομής. Ηταν οι ΕΠΙΝΟΗΣΕΙΣ του. Αυτό που έχει αναλύσει ο ΗΛΙΑΣ ΚΑΖΑΝ περί «απροβλέπτων ερμηνειών» και περί «απροβλέπτων λύσεων σε ρόλο από ηθοποιούς». Είχε προσπαθήσει και πετύχει να δώσει κάτι με το σώμα του, άλλοτε μια νευρικότητα, μετά ένα «μάζεμα», ποιος ξέρει τι δουλειά έκανε, σε τι σχολές διδάχτηκε, τι training έχει παρακολουθήσει από αυτά που παρακολουθούν εκεί οι Ηθοποιοί και τον καιρό που δεν δουλεύουν, ώστε να μη χάνουν τη φόρμα τους, και σαν να είχε βρει τη «λύση» με τους ώμους του, από αυτούς ξεκίναγε να δείξει αντιδράσεις της εκάστοτε σκηνής, με βάση αυτό που λεγόταν στην κάθε σκηνή κι είχε να κάνει με τη δημοσιογραφική έρευνα.
Κι η ΡΕΗΤΣΕΛ ΜΑΚ ΑΝΤΑΜΣ ως η «γυναίκα της παρέας» που σε ήσσονες- κι αυτή! - ερμηνευτικούς τόνους πρόβαλε αδιόρατα τη γυναικεία αντίδραση σε αυτά που τη φέρνει σε επαφή η αποστολή που ανέλαβε. Της το πίστωσαν με υποψηφιότητα.
Αυτό με τίποτε δεν υποβαθμίζει τη δουλειά των άλλων ηθοποιών, όπως ο ΛΙΒ ΣΡΑΙΜΠΕΡ, ο ΜΑΙΚΛ ΚΗΤΟΝ, ο ΣΤΑΝΛΕΥ ΤΟΥΤΣΙ, μόνο που έμμεσα δηλώνει ότι έμαθαν καλά το ρόλο τους και τον έπαιξαν. Μέχρι εκεί…!
Το μοντάζ ούτε που το καταλάβαμε που υπήρχε, τι δεν υπήρχε, δεν είχαμε συγκρούσεις αυτοκινήτων , εντάσεις σε ρινγκ, μπουνιές και δόντια να φεύγουν, δεν είχαμε σκηνές πολέμου με πολλαπλά μέτωπα, είχαμε μόνο μια ταινία που πρόβαλε το θέμα της και το μοντάζ μας έκανε να την παρακολουθούμε χωρίς να αποσπάται η προσοχή μας. Α ρε Ντίνο Κατσουρίδη με «το μοντάζ που δεν φαίνεται», α ρε Πίτερ Ζίνερ του «Ελαφοκυνηγού» που μου είχε κάνει κι ένα μάθημα για το πόσο σημαντικό ήταν το μοντάζ στον «Ερωτευμένο Σαίξπηρ».
Τώρα, αν με ρωτάτε, να σας απαντήσω προσωπικά αν ως κινηματογράφο προτιμώ αυτό ή την «Κακή εκπαίδευση», θα σας απαντήσω την «Κακή εκπαίδευση». Όμως επαναλαμβάνω ότι πρόκειται για διαφορετικά πράγματα και το «Spotlight» αυτό που θέλησε να δείξει, το υπηρέτησε τέλεια!