Κάνω αυτόν τον σχετικά μακρύ πρόλογο επειδή πηγαίνοντας στην ταινία και βγαίνοντας στο διάλειμμα όλοι μιλούσαν για τον συγγραφέα του βιβλίου στο οποίο βασίζεται το φιλμ, τον ΧΑΡΟΥΚΙ ΜΟΥΡΑΚΑΜΙ. Παιδιά, όσο σπουδαίος κι αν είναι ο εν λόγω διηγηματογράφος (σε διήγημα βασίζεται η ταινία και θα επανέλθουμε στη διευκρίνιση αυτή πιό κάτω), δεν πήγαμε να δούμε την ταινία του διότι δεν έχει κάνει ταινία ο άνθρωπος. Για όποιους λόγους κι αν επικαλείται κανείς τον συγγραφέα, είτε για να δείξει ότι είναι πολύ διαβασμένος είτε ότι έτσι δηλώνει ψαγμένος, το μόνο που δηλώνει άθελα του είναι ότι είναι κινηματογραφικά άψαχτος διότι αγνοεί τους κανόνες του σινεμά και το σινεμά δεν είναι υπηρέτης των βιβλίων, ούτε και κανενός άλλου, ούτε της Ιστορίας ούτε της Πολιτικής ούτε της Δημοσιογραφίας ούτε και των βιντεοπαιχνιδιών που είναι η τελευταία μόδα. Ο κινηματογράφος λέει το δικό του και μόνο το δικό του λόγο στα πράγματα.
Συνεπώς, αφήστε στην άκρη το διήγημα και κοιτάξτε την ταινία.
Κοιτάζοντας τώρα την ταινία έχουμε να πούμε πολλά. Σίγουρα είναι μια ταινία γοητευτική, ατμοσφαιρική, με εξαίρετη φωτογραφία, ο σκηνοθέτης ΛΙ ΤΣΑΝΓΚ ΝΤΟΝΓΚ ξέρει να φτιάχνει ατμόσφαιρα, έχει όμως και τα θεματάκια της.
Το πρώτο και σημαντικότερο είναι πως είναι πολύ μακρύ, τραινάρει αδικαιολόγητα, για το μέγεθος του. Σε διήγημα βασίζεται στο τέλος - τέλος κι όχι στο «Πόλεμος και Ειρήνη» ούτε στο «Οσα παίρνει ο άνεμος». Το ίδιο το θέμα δεν «σηκώνει» αυτή τη διάρκεια.
Ένα αγόρι στην περιπλάνηση του, που δεν ξέρει ακριβώς τι να κάνει, τι θέλει να κάνει, μόνο να γράψει, να γίνει συγγραφέας αλλά δεν ξέρει τι να γράψει, γνωρίζεται τυχαία με ένα κορίτσι, έξω από ένα κατάστημα, πλησιάζοντα, φλερτάρουν, «ανακαλύπτουν» ότι είναι παλιά γειτονόπουλα σε παιδική ηλικία, αρχίζουν ένα νταραβέρι, η αινιγματική κοπέλα του ζητεί να περιποιείται τη γάτα της επειδή θα λείψει σε ταξίδι, ο νεαρός το αναλαμβάνει, η κοπέλα χάνεται, κάποτε επιστρέφει και του φέρνει νεαρό συνοδό που γνώρισε στο ταξίδι της. Ο νεαρός συνοδός είναι ένας γιός του μπαμπά με πολλά λεφτά και με «Πόρσε» για.. κουρσάκι. Στήνεται ένα αινιγματικό τρίο, που δεν προσδιορίζεται, δεν ξεκαθαρίζεται, κι η αινιγματική κοπέλα προχωρά σε μια ακόμα εξαφάνιση της, ο νεαρός της ιστορίας την ψάχνει απεγνωσμένα, ο άλλος δεν δίνει βάση στα αισθήματα, έχει την «Πόρσε» του κι οι γκόμενες «πέφτουν».
Η ταινία έχει τον τρόπο να γοητεύει, από την άλλη, όμως, έχει κι απίστευτα κενά. Είναι σαν να πήρε κάποιος καλός σκηνοθέτης μια αφορμή για να στήσει ένα έργο μυστηρίου αλλά δεν έβαλε μέσα υπόθεση. Φυσικά και το έργο έχει υπόθεση αλλά μια υπόθεση που είναι σαν να μη φαίνεται, σαν να μην υπάρχει. Κι αν βγει τώρα και μας πει κάποιος ότι έτσι τα λέει και το διήγημα, αν τα λέει και πως τα λέει, αυτό δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Διότι αν κάτι λειτουργεί στο βιβλίο, στο σινεμά ,μπορεί να μη λειτουργεί καθόλου με τον ίδιο τρόπο. Κι ειδικά το φινάλε, ως κινηματογραφική λειτουργία, κάνει τον ήρωα να φαίνεται ότι δρα αψυχολόγητα, ότι δεν είχε κανένα λόγο να προβεί στην πράξη που προέβη ή αν είχε ποιος είναι αυτός ο λόγος και κυρίως ΠΩΣ αποδόθηκε κινηματογραφικά;
Ωστόσο, επαναλαμβάνω πως αυτά που γράφω είναι ενστάσεις στα πλαίσια της παραδοχής μιας γοητείας αλλά και στα πλαίσια του ότι τα έργα γίνονται με κάποιους κανόνες. Είτε το θέλουν αυτοί που τους γνωρίζουν είτε δεν το θέλουν εκείνοι που τους αγνοούν.
Τα παιδιά είναι εξαιρετικά και θα έλεγα ότι το τρίτο πρόσωπο είναι αυτό που κλέβει την παράσταση- άλλωστε είναι κάτι σαν «Τζουντ Λο» (κι ως ρόλος εννοώ) σε ένα υποτιθέμενο και μη ισχύοντα «ταλαντούχο κύριο Ρίπλεη». Μιλώ ως ομοιότητα κάποιων καταστάσεων κι όχι ως αντίγραφο εκείνου.