Κάποτε στην Αμερική, από ανθρώπους της Ακαδημίας Κινηματογράφου, πήρα ένα πολύ μεγάλο μάθημα που με έβαλε στη θέση μου και με βοήθησε πολύ παραπέρα ως κριτικό. Ηταν τότε με την Σαρλίζ Θέρον στο «Monster» όπου ισχυριζόμουν ότι μπορεί να είναι καλή η ερμηνεία της αλλά δεν δέχομαι μια ηθοποιός να πρέπει να ασχημύνει ή να παραμορφωθεί, εφόσον είναι όμορφη, προκειμένου να γίνει αποδεκτή ως ηθοποιός. Κι ότι εκτιμούσα εκείνο που είχε πετύχει η Κιμ Μπάσινγκερ στο «Λος Αντζελες: Εμπιστευτικόν» να αναγνωριστεί ως ηθοποιός παραμένοντας ωραία και σέξυ γυναίκα. Μου «την είπαν» κατά το κοινώς λεγόμενο: «Ναι, ωραία αυτά που λες αλλά στο μεταξύ εδώ έχουμε ένα performance κι αυτό καλούμαστε να κρίνουμε. ΟΙ ισχυρισμοί σου μπορεί να έχουν δημοσιογραφική βάση αλλά στην εξέταση της ερμηνείας δεν έχουν καμμία θέση. Το τι γίνεται στο Χόλυγουντ δεν είναι point για να κρίνεις ερμηνεία». Το «μάθημα» είχε κι αναδρομική αναφορά από τον προηγούμενο χρόνο, όπου πάνω-κάτω είχα προβάλει παρόμοιους ισχυρισμούς με την πλήρη μεταμόρφωση-παραμόρφωση της Νικόλ Κίντμαν στις «Ωρες» όπου κατέληξε μη αναγνωρίσιμη για να γίνει Βιτρζίνια Γουλφ. Συνειδητοποίησα τότε ότι η δημοσιογραφική ιδιότητα επενεργούσε αρνητικά στην κριτική μου διαύγεια.
Με το είδος ΜΙΟΥΖΙΚΑΛ πολλοί κάτι παθαίνουν. Είτε είναι κριτικοί (και δεν υπαινίσσομαι τους Ελληνες- τις τερατωδίες απέξω τις δανείζονται κι οι δικοί μας) που δεν ξέρουν το είδος και δεν είναι σε θέση να σταθούν απέναντι τους είτε είναι θεατές, οι οποίοι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: Σε εκείνους που νομίζουν ότι πρέπει να μιλήσουν ως «κριτικοί» ώστε να δείξουν ότι… κατέουν πράμα (για να θυμηθούμε και τον «Πατούχα» του Κονδυλάκη) είτε άνθρωποι που δεν τους αρέσουν τα μουσικοχορευτικά προγράμματα. Για τους τελευταίους δεν έχω να πω τίποτα, το δικαίωμα στο γούστο είναι… συνταγματικό. Όμως είναι γούστο κι όχι θέσφατο- να τα λέμε κι αυτά.