Ωφειλα να τη δώσω την πληροφορία στους αναγνώστες, τώρα που παίζεται το «ΟΛΑ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» του ΡΙΝΤΛΕΗ ΣΚΟΤ καθώς τα σχόλια κι οι τοποθετήσεις που κυριαρχούν γύρω από την ταινία έχουν να κάνουν με την αντικατάσταση-αστραπή του Κέβιν Σπέιση, ύστερα από το σκάνδαλό της σεξουαλικής παρενόχλησης, από τον ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΠΛΑΜΕΡ για το ρόλο του κροίσου Πολ Γκετύ.
Και στο μεταξύ, υπάρχει μια ταινία εδώ μπροστά μας που μπαίνει σε δεύτερη μοίρα ή υποτιμάται κρινόμενη βάσει του σκανδάλου και της αντικατάστασης. Μόνο που αυτό που έγινε κι αυτό που θα μείνει θα είναι η ταινία. Κι αυτήν την ταινία πρόκειται να δούμε, αυτή την ταινία βλέπουμε, αυτή την ταινία κρίνουμε. Τα υπόλοιπα, τα το παρασκηνίου δηλαδή, αφορούν σε άλλες στήλες- για να μεταχειριστώ δημοσιογραφική ορολογία.
Το «ΟΛΑ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» είναι μια καλή στιγμή του Ρίντλεη Σκοτ χωρίς να βγάζει έργο αριστούργημα. Είναι όμως ένα καλό φιλμ, ένα καλό δείγμα της μέσης καλής ταινίας, αυτό που κάποτε έκανε το Χόλυγουντ να ξεχωρίζει και να κυριαρχεί, είναι ίσως και παραπάνω από το «μέση καλή ταινία», της λείπει όμως και το ένζυμο εκείνο που θα τη μετέβαλε σε μεγάλη ή σε ξεχωριστή.
Σε αυτό το «ένζυμο» που αναφέρομαι, με βάση αυτό που εντόπισα, είναι ότι της λείπει η διεύρυνση στο θέμα κι ότι μένει αγκιστρωμένη στο αστυνομικό κομμάτι της υπόθεσης.
Κι η υπόθεση, η οποία «εμπνέεται από αληθινά γεγονότα» κι όχι «βασίζεται» , έχει να κάνει με την απαγωγή του εγγονού του κροίσου Πολ Γκετύ, το 1973, στη Ρώμη, ένα περιστατικό που είχε αναστατώσει τη διεθνή κοινή γνώμη και γράφονταν διάφορα για τη συμπεριφορά του ζάπλουτου παππού ο οποίος δεν κατέβαλε ξεχωριστές προσπάθειες για να σώσει το εγγόνι του.
Μόνο που η ίδια η ταινία δεν επιδιώκει τη «διεύρυνση» στην οποία αναφέρθηκα πιο πάνω, διότι σκηνοθέτης και σεναριογράφος (το έγραψε ο ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΣΚΑΡΠΑ πάνω σε βιβλίο του ΤΖΟΝ ΠΗΡΣΟΝ) αυτό που θέλησαν να κάνουν, με βάση το έργο ΠΟΥ ΒΛΕΠΟΥΜΕ κι όχι με τις υποκειμενικές «ματιές» του καθενός που ξεστρατίζουν από το αντικείμενο, ήταν το χρονικό της απαγωγής και των όσον ακολούθησαν, σε ταινία αστυνομικού χαρακτήρα. Το θέμα των ψυχολογικών καταστάσεων υπάρχει στο σενάριο, ωραιότατα αλλά και περιοριστικά δοσμένο, διότι οι χαρακτήρες αναλύονται κι εμβαθύνονται στα πλαίσια ενός αστυνομικού χρονικού κι όχι ενός ψυχογραφήματος ή μιάς πολιτικής ταινίας που κάποιοι μπορεί να ήθελαν να στηλιτεύεται ο καπιταλισμός αφού ο μεγιστάνας παππούς είναι πωρωμένος με το χρήμα. Υπάρχουν ΟΛΑ αυτά, μέσα στην ταινία αλλά στα πλαίσια ενός αστυνομικού χρονικού, επαναλαμβάνω.
Οπότε, την ταινία που έκαναν ο Ρίντλεη Σκοτ κι οι συνεργάτες του καλούμαστε να δούμε κι αυτήν καλούμαστε να κρίνουμε. Τα υπόλοιπα είναι εκτός ταινίας. Στα πλαίσια αυτού που ήθελαν να κάνουν κι έκαναν θα έλεγα ότι παρακολουθούμε την ταινία από το ξεκίνημα της, από τη σκηνή της απαγωγής του εγγονού στη Ρώμη, με αδιάπτωτο ενδιαφέρον, μας αρπάει από την αρχή και μας ανοίγει ωραία κι αποτελεσματικά την ιστορία. Και μέσα από την αστυνομική της περιπλοκή, που στα μάτια του θεατή δεν είναι τόσο περίπλοκη, διαβάζουμε και τους χαρακτήρες, όπως μας τους δίνει το φιλμ, αγωνιούμε κι από τη δική τους στάση, τη δική τους συμπεριφορά διότι έχουμε μια απαγωγή εν εξελίξει. Δεν υπάρχει χαρακτήρας μέσα στο έργο ανολοκλήρωτος εξού κι όλοι οι ηθοποιοί αποδίδουν τα καλύτερα.
Βεβαίως και το ενδιαφέρον πρωτίστως πέφτει στον ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΠΛΑΜΕΡ, όχι μόνο λόγω δημοσιότητας αλλά και λόγω ρόλου μια κι ο Πολ Γκετύ, αυτός ο ωμός μεγιστάνας, είναι το κλειδί του έργου κι ας μην είναι ο κεντρικός ήρωας του. Ο Κρίστοφερ Πλάμερ δεν αφήνει πτυχή του ρόλου ανεκμετάλλευτη, δίνει με δικά του ερμηνευτικά χρώματα τις αποχρώσεις και της τελευταίας ίνας αυτού του ανθρώπου, του Πολ Γκετύ, όπου με το «σφαιρικό» του παίξιμο μας τον κάνει περισσότερο ΚΑΤΑΝΟΗΤΟ και λιγότερο αντιπαθή, παρόλο ότι στην ταινία , στο σενάριο, χρωματίζονται στοιχεία αντιπάθειας και δικαίως. Ο Πλάμερ, όμως, με το παίξιμο του πετυχαίνει κάτι πιο ουσιαστικό αφού δεν τον παίζει μονόχνωτα και μονοσήμαντα ως ένα αντιπαθή πλούσιο που υπολογίζει μόνο στα λεφτά αλλά «εξηγεί» και τις συμπεριφορές του. Η ΜΙΣΕΛ ΓΟΥΛΙΑΜΣ με «δίχασε» ανάμεσα σε υποτονικότητα και ωριμότητα. Ω, ναι. Υπήρξαν σημεία που νόμιζες ότι δεν βρίσκεται στις φόρμες της κι από την άλλη συνειδητοποιούσες ότι μπορεί και φέρνει εις πέρας ρόλο μητέρας με τρόπο που έδειχνε ωριμότητα στην εξέλιξη της ηθοποιού. Σαφώς και στο τέλος κερδίζει τη συνολική εντύπωση το δεύτερο σκέλος, αυτό της ωρίμανσης, και το πώς παίζει τη συγκεκριμένη μητέρα που είναι και νύφη και ενοχλημένη σύζυγος αλλά στις φάσεις εισαγωγής της στο ρόλο μου άφηνε την εντύπωση ότι περιόριζε τα εκφραστικά της μέσα, την ίδια τη φυσική της δραματικότητα.
Επίσης ξεχωριστά θα αναφέρω τον Γάλλο ηθοποιό ΡΟΜΑΙΝ ΝΤΥΡΙΣ, που στο ρόλο του απαγωγέα που πιάνει φιλίες με το θύμα του, μου φάνηκε καλύτερος από κάθε άλλη φορά, πολύ καλύτερος από όσο σε κάτι γαλλικές κομεντί που τον είχα δει.. Επίσης στο ρολάκι του μου άρεσε κι ο δικός μας ΝΙΚΟΛΑΣ ΒΑΠΟΡΙΔΗΣ, άλλοτε αστέρι των νεανικών ταινιών στην Ιταλία, που τον είχα φέρει στην Ελλάδα όταν κάναμε το «Tutto Italia», που μεγαλώνοντας κάπως έχασε το δρόμο του- εδώ πάντως δείχνει αξιοποιήσιμος. Είναι και τα πλάνα που του κάνει ο Ρίντλεη Σκοτ και τον αξιοποιεί ο Πολωνός διευθυντής φωτογραφίας ΝΤΑΡΙΟΥΣ ΒΟΛΣΚΙ, ο οποίος έχει πετύχει ατμόσφαιρα φθινοπώρου στην ταινία αν και την «γκριζάρει» λίγο παραπάνω.. Ο ΜΑΡΚ ΓΟΥΟΛΜΠΕΡΓΚ συμπληρώνει θετικά τη διανομή στους βασικούς ρόλους, ο νεαρός ΤΣΑΡΛΙ ΠΛΑΜΕΡ είναι η ιδεώδης φάτσα, προσωπικά χάρηκα που ξαναείδα τον ΤΙΜΟΘΥ ΧΑΤΤΟΝ τον οποίο έχουν αφήσει γενικώς αναξιοποίητο- εδώ στο φιλμ κάτι του δίνουν να κάνει…- και μου άρεσαν ιδιαιτέρως όλες οι φάτσες των απαγωγέων.
ΥΓ.Πάντως, επειδή με «τρώει» και το δημοσιογραφικό, για την περιβόητη αντικατάσταση και το χρόνο ρεκόρ, έχω να πω ότι ο ΝΤΙΝΟΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ ξαναγύρισε κατ’ εντολή του ΦΙΝΟΥ «ΤΟ ΚΛΩΤΣΟΣΚΟΥΦΙ» αντικαθιστώντας τον Μιχάλη Νικολινάκο με τον ΑΛΕΚΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΚΗ, σε χρόνο ρεκόρ, ώστε αντι Καθαράς Δευτέρας να βγει η ταινία 25η Μαρτίου, και χωρίς τα τεχνικά μέσα, χωρίς τα blue screen sκαι λοιπά ηχηρά….