Άλλο ένα καλό δείγμα από το σύγχρονο ιταλικό σινεμά που απολαμβάνει της… περιφρόνησης των εγχωρίων αγκιτατόρων αλλά αν τους προσπεράσουν, μπορούν να πάρουν απόλαυση ουσίας οι θεατές και μαθήματα κινηματογράφου οι ενδιαφερόμενοι. Κι ας αρχίσουν να ασχολούνται πιο επισταμένως με τον ΠΑΟΛΟ ΤΖΕΝΟΒΕΖΕ, ο οποίος από ταινία σε ταινία αποκαλύπτει όλο και μεγαλύτερη αξία.
Στην Ελληνική Κινηματογραφία, εννοώ. Διότι από τον Λάνθιμο με τον «Κυνόδοντα» και μετά, έχω πάθει (και νομίζω πολύς κόσμος) τέτοιο…. «πανικό» που σε κάθε ταινία ελληνικής ,ελληνικότατης (όχι με εθνικά χαρακτηριστικά το «ελληνικότατης» αλλά με της άλλης, εκείνης της ελληνικής φεστιβαλοκατάστασης) τάσης που θα απωθούσε, «τρέμω» μήπως κι έλθει πάλι καμιά αναγνώριση από το εξωτερικό κι αυτός που μας έκανε να πλήξουμε ή να αναρωτηθούμε «μα τι είναι αυτό που βλέπω;» ξαφνικά ακούσουμε να πέφτουν σωρηδόν οι διακρίσεις πάνω του . Και να πρέπει να υπερασπιστούμε την εν λόγω ταινία που θα διακρίνεται στο εξωτερικό μη και θεωρηθούμε κακόπιστοι και κακόζηλοι Ελληνάρες. ΚΙ επειδή υπάρχει αυτό το συστατικό τόσο στον πληθυσμό μας όσο και στην ίδια την κινηματογραφία, είτε την άμεση (των συναδέλφων των καλλιτεχνών δηλαδή) είτε την έμμεση (κριτικών με εισαγωγικά ή άνευ και αμέτρητων…. «γνωμολόγων»- νέα «ειδικότητα» που εκφράζει γνώμη για τα πάντα, με δικαίωμα αναφαίρετο μεν αλλά που εκθέτει κι αυτόν που τη φέρει κι επανεπιβεβαιώνει τη ρήση του Κλιντ Ηστγουντ περί «γνώμης» ) για αυτό και δηλώνω ότι «τρέμω».
Τον ενθουσιασμό που μου προκάλεσε αυτή η ταινία, δεν τον δοκίμασα από καμία άλλη τουλάχιστον σε αυτή την παράμετρο: Του θεατή πού αφέθηκε επειδή τον πήρε η ταινία και το πήγε ταξίδι με τραίνο, χωρίς να προλάβει τον κόπο των δεύτερων και τρίτων σκέψεων, όπως γίνεται με τις καινούργιες. Οι σκέψεις ήρθαν όλες μετά, αφού τέλειωσε η ταινία κι ήταν σκέψεις που είχαν να κάνουν με τη μαγεία του Κινηματογράφου.
Καταρχάς, μην προσκολληθείτε στον συγγραφέα. Γενικώς, μην προσκολλάστε στους συγγραφείς όταν πηγαίνετε να δείτε μια ταινία. Ξέρω, δεν είναι εύκολο από τον θεατή να ξεριζώσεις την εντύπωση που σχημάτιζε διαβάζοντας ένα βιβλίο. Εφτιαξε τις δικές του εικόνες, εγωιστικά έχει την απαίτηση ο σκηνοθέτης που το μετατρέπει σε ταινία να του δείξει αποκλειστικά τις εικόνες που ο κάθε αναγνώστης χωριστά δημιούργησε διαβάζοντας το βιβλίο. Εξού κι επαναλαμβάνεται η φράση «σαν το βιβλίο δεν ήταν». Μόνο που η εν λόγω φράση, που καταντά αφορισμός, είναι κούφια πέρα για πέρα, δεν άπτεται της κινηματογραφικής πραγματικότητας, της κινηματογραφικής δημιουργίας, της κινηματογραφικής Τέχνης (και κινηματογραφική Τέχνη είναι ό,τι έχει να κάνει με την Τέχνη του Σινεμά κι όχι με τα … «έργα Τέχνης» και μόνο) και καταλήγει ανοησία. Χωρίς να παραγνωρίζω τη δυσκολία του πράγματος, επαναλαμβάνω και θα το επαναλαμβάνω όσο έχω φωνή και γραφίδα πως όταν μια Τέχνη μεταφέρεται σε μία άλλη υποχρεούται να ακολουθεί τους κανόνες της δεύτερης και μόνον αυτής.
Θέλω να πιστεύω ότι η ταινία αυτή που έρχεται με διαβατήριο ΔΑΝΙΑΣ κι έχει γυριστεί από ΙΡΑΝΟ, θα έχει καλή τύχη και στις αίθουσες. Διότι σε κρατεί από το πρώτο πλάνο και σε αφήνει μόλις στο τελευταίο. Σου κρατά διαρκώς το ενδιαφέρον και δεν σου έχει αφήσει περιθώρια να ξέρεις που ακριβώς θέλει να το πάει.
Ταινία ψυχαγωγίας αλά με «κάτι», είναι αυτό το φιλμ που , σε μένα τουλάχιστον, ήρθε ως μια στάση ανάπαυλας ύστερα από ταινίες άλλων σκοπών και διαθέσεων.
Με κάτι τέτοιους τίτλους αντιλαμβάνεσαι πως η σύγχρονη ελληνική γλώσσα θα έπρεπε ή να δανειστεί στοιχεία από την καθαρεύουσα ή να πάρει κάποιες πιο δραστικές αποφάσεις ώστε να προσδιορίζεται το γένος . Ο τίτλος, αν η Γραμματική είχε λύσει το πρόβλημα, θα έπρεπε να έχει αποδοθεί είτε «ΑΙ κληρονόμοι» είτε «Οι κληρονόμες»- ώστε να καταλαβαίνουμε περί τίνος πρόκειται , κάτι που στις άλλες γλώσσες συμβαίνει.. Ποιοι είναι «ΟΙ κληρονόμΟΙ» του έργου όπου δεν υπάρχει ούτε άντρας στην υπόθεση;
Το 2016 η ΚΟΛΟΜΒΙΑ πήρε τη μία και μοναδική ως τώρα υποψηφιότητα της για ΟΣΚΑΡ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗΣ ταινίας με ένα παράξενο, μαυρόασπρο, εθνολογικό-πολιτισμικό φιλμ, που λεγόταν «ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ» με το οποίο μας είχε επισημάνει τον σκηνοθέτη ΣΙΡΟ ΓΚΙΕΡΑ.
Τη νέα ταινία του ίδιου σκηνοθέτη επέλεξε η χώρα για την υποβολή στα επερχόμενα Οσκαρ όπου και πάλι ο ΣΙΡΟ ΓΚΙΕΡΑ, αυτή τη φορά με συνεργάτιδα του την ΚΡΙΣΤΙΝΑ ΚΑΛΕΓΟ στην οποία δίνει επισήμως credit συν-σκηνοθέτη, ασχολείται με την κουλτούρα του τόπου του.
Είδα την ταινία του νέου σε ηλικία Τούρκου σκηνοθέτη ΜΑΧΜΟΥΤ ΦΑΖΙΛ ΚΟΣΚΟΥΝ, που ήρθε με βραβείο από το ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΕΝΕΤΙΑΣ και παρέστη κι ο ίδιος στην προβολή και στην ταινία παρατήρησα κάποια έξυπνα πράγματα.
Σε αντίθεση με τον Πολωνό Πάβελ Παβλικόφσκι και τους συνεργάτες του που παρέδωσαν με τον «Ψυχρό Πόλεμο» μαθήματα σεναριακής οικονομίας, ο Ουκρανός ΡΟΜΑΝ ΜΠΟΝΤΑΡΤΣΟΥΚ με τους δικούς του συνεργάτες δείχνουν σεναριακώς σαν να αποφοίτησαν από Ελληνική Σχολή Κινηματογραφικού Σεναρίου της… Μεταπολίτευσης.