Πάμε λοιπόν στο φιλμ , το οποίο, επαναλαμβάνω, πως ως δουλειά με εντυπωσίασε.
Τι είναι το φιλμ; Για να βάλω τον αναγνώστη σε κλίμα.. Φανταστείτε μια από αυτές τις καλές παραγωγές του ΒΒC με ιστορική θεματολογία, να την σκηνοθετούσε ο …Λουίς Μπουνιουέλ.
Κι εκεί που βλέπεις τη βασίλισσα τάδε, με τα κοστούμια εποχής, με τους αυλικούς και τις αυλικές και τον Πρωθυπουργό και τον Λόρδο δείνα, να ετοιμάζεται να πάρει αποφάσεις ζωτικής σημασίας για το μέλλον της χώρας καθότι βρισκόμαστε στον 18ο αιώνα, σε ένα πόλεμο της Αγγλίας με τη Γαλλία, εκείνη να μιλά περίπου όπως η Δέσπω Διαμαντίδου στην Ανουσάκη στα «Κόκκινα φανάρια». Το ανάκτορο να μιλά σαν καμπαρέ στην Τρούμπα. Αλλα με τι λεπτότητα!! Ναι, σοβαρολογώ.
Ναι, είναι μια ταινία ιστορικού ύφους, ιστορικών προσώπων, βασιλικών χώρων κι από κάτω υπονομεύεται διαρκώς. Παίζεται με τρόπο τέτοιο ώστε να λειτουργήσει απόλυτα το σουρεαλιστικό στοιχείο, το οποίο δεν έχει να κάνει με παλαβομάρες αλλά με υπόσκαψη της κατάστασης που δείχνει, κι όλο αυτό που συμβαίνει στα ανάκτορα καταλήγει σουρεαλιστικό ή και γκροτέσκο.
Τι συμβαίνει δηλαδή; Ερχεται μια υπηρέτρια, η «ευνοούμενη» του τίτλου, ως εξαδέλφη της Λαίδης Σάρα η οποία είναι η κολλητή της βασίλισσας Αννας, κάτι πολύ παραπάνω από κυρία των τιμών, η Λαίδη Σάρα είναι δεξί χέρι, ουσιαστικά αυτή κυβερνά διότι η βασίλισσα είναι διαρκώς άρρωστη , νιώθει άρρωστη, δεν μπορεί να πάρει τα πόδια της, έχει και ιδιότροπα ξεσπάσματα.
Η υπηρέτρια, ονόματι Αμπιγκέιλ , θα καταφέρει σιγά σιγά να προσπεράσει τη Λαίδη Σάρα, να της βάλει του κόσμου τις τρικλοποδιές , να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες της στο να φτάσει να γίνει η εξ απορρήτων της βασίλισσας. Ενώ ο πόλεμος με τη Γαλλία έρχεται διαρκώς ως απόηχος.
Ωστόσο, παρά τον τρόπο που το διηγήθηκα, το σενάριο δεν έχει ως επίκεντρο την Αμπιγκέιλ την υπηρέτρια, δεν είναι ένα «All about Eve» και πως η ηρωίδα προσπερνά τους πάντες για να φτάσει στη δόξα. Είναι με διαφορετικό τρόπο δοσμένα τα πράγματα από το σενάριο, είναι η βασίλισσα ο κεντρικός άξονας κι η Αμπιγκέιλ με τη Λαίδη Σάρα είναι δορυφόροι της. Σε ένα έργο συνόλου ή , αν θέλετε, μοιρασμένο στα τρία.
Το σενάριο που η υπογράφουν η ΝΤΕΜΠΟΡΑ ΝΤΕΗΒΙΣ κι ο ΤΟΝΥ ΜΑΚΝΑΜΑΡΑ, δείχνει πολύ δουλεμένο, πολύ ψαγμένο τόσο στη σύλληψη της ιστορίας όσο και στο τι θέλει να πει μέσα από την ιστορία και κυρίως και πάνω από όλα το πώς θα τη διαχειριστεί. Στο να ξεφύγει από «νόρμες» είδους. Συν το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του μύθου παίζεται σε εσωτερικούς χώρους των ανακτόρων και πρέπει οι σκηνές να έχουν ταχύτητα και ροή μαζί με την περιεκτικότητα ώστε να μην πλατειάζει το σενάριο κι από την άλλη το που να τοποθετηθούν τα «εκρηκτικά» που υπονομεύουν το έργο κι από ιστορικό δράμα το μετατρέπουν σε σουρεαλιστική, ιστορική σάτιρα.
Κι εδώ έρχομαι και δηλώνω θαυμασμό για τη σκηνοθετική δουλειά του ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΑΝΘΙΜΟΥ όπου εδώ δεν έχει συμμετοχή στο σενάριο, λειτουργεί αποκλειστικά ως σκηνοθέτης. Κι ως σκηνοθέτης έχει πιάσει και την έσχατη απόχρωση των όσων συμβαίνουν στο σενάριο κι αυτή την απόχρωση την έχει μεταλαμπαδεύσει και στους συνεργάτες του. Και δουλεύουν ο ένας για τον άλλο σε συντονισμό μεταξύ τους.
Η σκηνοθεσία είναι μια πολύ περίεργη υπόθεση γενικώς διότι είναι εξαιρετικά σύνθετη. Δεν ξέρουμε σε κανένα έργο που αρχίζει ο ένας και που σταματά ο άλλος.
Αυτό που μεταλαμπάδευσε ο Λάνθιμος στους συνεργάτες του το βλέπουμε 1) στη ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ όπου ο διευθυντής φωτογραφίας ΡΟΜΠΥ ΡΑΫΑΝ δουλεύει και ευρυγώνιους φακούς, «παραμορφωτικούς» (;) ας το πούμε, που τα τελευταία χρόνια σαν να τους είχαν εγκαταλείψει οι διευθυντές φωτογραφίας και να μην τους ήθελαν κι οι σκηνοθέτες και ξαφνικά εδώ όχι απλώς επανέρχονται αλλά δίνουν τέτοιες προοπτικές στη σκηνοθετική αντιμετώπιση της ταινίας, που πραγματικά σε παίρνουν στο ταξίδι τους. Με όλη την κίνηση της κάμερας . Και δεν είναι μόνο οι φακοί κι η κίνηση της κάμερας αλλά και οι φωτισμοί, οι ΠΕΡΙΤΕΧΝΟΙ φωτισμοί, όπου το σκοτάδι με το φως παίζουν περίεργα παιχνίδια. Και μιλώ θαυμαστικά επειδή όλο αυτό δεν γίνεται, ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΗΓΕΙ, σε εντυπωσιασμό αλλά σε ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ. Η οποία συνταιριάζει με το σκηνοθετικό ύφος της ταινίας. 2)στο ΜΟΝΤΑΖ όπου ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΥΡΟΨΑΡΙΔΗΣ θαρρείς και συντονίζει το μοντάζ του με τις κινήσεις της κάμερας, θαρρείς και με άξονα αυτή, κόβει και ράβει τις σκηνές που περιλαμβάνουν και μακρόσυρτα πλάνα και κοφτά πλάνα κι ό,τι άλλο, μα με αυτή την αίσθηση συντονισμού κάμερας και μονταζιέρας προς τον θεατή, να νομίζεις δηλαδή ότι και το μοντάζ κινείται ευρυγωνίως» ή όπως ακολουθεί την κάμερα να αισθάνεσαι, χωρίς να συμβαίνει , ότι είδες και «ζουμ» χωρίς να έχει κάτι τέτοιο… Και με αυτά πετυχαίνει και δίνει το ρυθμό στην ταινία. Κι ο ρυθμός είναι από εκείνους που κάνουν μια ταινία να κυλάει σαν νεράκι, το μοντάζ να μην της φαίνεται, ειδικά για εκείνους που νομίζουν ότι μοντάζ είναι οι… συγκρούσεις των αυτοκινήτων και το έργο να αποκτά ,χάρη σε αυτή τη συνεργασία, τον ΤΕΛΕΙΟ ΡΥΘΜΟ. 3) στη ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ όπου οι χώροι των Ανακτόρων είναι τόσο στο πνεύμα της ταινίας διακοσμημένοι , δεν έχουν «φόρτωμα», ίσως για να διευκολύνουν και την κάμερα στο παιχνίδι της κι έτσι αποκτά ένα τόνο υπονόμευσης κι η σκηνογραφία 4) στα ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ όπου ο Λάνθιμος έχει την τιμή αλλά και την αξία να εξασφαλίζει τη συνεργασία της ΣΑΝΤΥ ΠΑΟΥΕΛ η οποία, ειδικά στα κοστούμια της βασίλισσας, σχολιάζει και μέσω ενδυματολογίας. Της υπογραμμίζει δηλαδή και με το ρούχο όλο αυτό το ατσούμπαλο, κακοφορμισμένο κι αρρωστιάρικο που θέλει να βγάζει.
Η άλλη αξία του Λάνθιμου είναι στη σκηνοθεσία των ηθοποιών. Πέτυχε να βγάλει από την κάθε ηθοποιό και την τελευταία ρανίδα απόχρωσης. Η ΟΛΙΒΙΑ ΚΟΛΜΑΝ στο ρόλο της βασίλισσας κάνει κέντημα, κυριολεκτικά κέντημα, παίζει διαρκώς αποχρώσεις και θαρρείς – λέω τώρα- κι ακολουθεί το μοντάζ του Μαυροψαρίδη στο παίξμο της, κάνοντας cut, στο πρέπον σημείο ΥΠΟΔΕΙΞΗΣ της γελοιοποίησης κι όχι στη καθαυτή γελοιποίηση. Διότι μέσα στους σύνθετους τόνους η ηθοποιός έχει καταφέρει να περάσει επίσημα κι όχι υπαινικτικά και την τραγικότητα του προσώπου δουλεύοντας πάνω στο «γελοίο». Στις «δορυφόρους» της βασίλισσας έχει κάνει κι εκεί θαύματα ο Λάνθιμος στη συνεργασία με τις δύο άλλες ηθοποιούς. Εξωστρεφής η ΕΜΜΑ ΣΤΟΟΥΝ παίζει με όπλο το θράσος του χαρακτήρα όπου κι εδώ μπαίνει όριο ώστε να μη γίνει καρικατούρα «κακιάς» αλλά ένα φιλόδοξο πλάσμα με παλμό που έχει να μοιραστεί τόσο με τη βασίλισσα όσο και με τη Λαίδη Σάρα και μερικά βρωμόλογα τα οποία δεν είναι και τόσο βασιλικά… Εσωστρεφής , αντίθετα, η ΡΕΪΤΣΕΛ ΒΑΙΣ, που παίζει μια η οποία συμπεριφέρεται ΣΑΝ βασίλισσα κι υπονομεύει την ανήμπορη υπάρχουσα – τις έχει αφήσει ο Λάνθιμος να παίξουν αντίθεση μεταξύ τους αλλά κάτω από ενιαίο ερμηνευτικό τόνο.
Και της κάνει ένα πλάνο στο φινάλε της ΟΛΙΒΙΑ ΚΟΛΜΑΝ… Μα τι πλάνο!!!
Πώς να μην προταθεί μετά για τα ΔΕΚΑ Οσκαρ η ταινία!! Είναι ένα ΕΡΓΟ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ με καπετάνιο τον ΛΑΝΘΙΜΟ.