Ηταν ακριβώς ο ίδιος, που είχε γίνει μια δεκαετία πίσω, με την ΩΝΤΡΕΫ ΧΕΠΜΠΟΡΝ, όταν είχε βγει στο στερέωμα με το «ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΗ ΡΩΜΗ» του μεγάλου ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΓΟΥΑΪΛΕΡ. Ξαφνικά, στη δεκαετία του ’50 εμφανιζόταν μία κοπέλα στην οθόνη η οποία συνδύαζε αφενός την τέλεια πριγκίπισσα του ρόλου, αφετέρου μέσα από το ΣΕΝΑΡΙΟ κατάφερνε και γινόταν το αντιπροσωπευτικό κορίτσι του ’50, όλα τα κορίτσια της εποχής έβλεπαν «ΕΚΕΙΝΗ» στον καθρέφτη τους. Μια δεκαετία μετά, βγαίνει το «DARLING» και συμβαίνει ένα ανάλογο φαινόμενο με ένα άλλο κορίτσι σε εντελώς διαφορετικό ρόλο και είδος (μήπως και δεν ήταν και τόσο διαφορετικά κι ήταν απλώς κοιταγμένο όλο αυτό από την «ανάποδη»;) αλλά και εποχή. Και το κορίτσι αυτό ήταν η ΤΖΟΥΛΙ ΚΡΙΣΤΙ, η οποία μέσα από το ΣΕΝΑΡΙΟ (πάλι!!!!!!!!!!!!!) που την ήθελε ΑΝΕΡΜΑΤΙΣΤΗ κι αβέβαιη για τη ζωή της και για τις σχέσεις της με τους άντρες , εκπροσώπησε το ΑΝΗΣΥΧΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ ’60. ΚΙ έγινε ό,τι έγινε!!!
Τα μυθιστορήματα της ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ, της Πρωθιέρειας της αστυνομικής λογοτεχνίας, δεν έχουν ευτυχήσει ιδιαιτέρως στον κινηματογράφο. Όμως κι οι πιο μέτριες αποδόσεις τους , για το θεατή καταλήγουν πάντα «συμπαθητικές» επειδή, αν μη τι άλλο, υπάρχει πάντα ο ΑΙΝΙΓΜΑ έτσι περίτεχνα όπως το πλέκει η ΜΕΓΑΛΗ, κι ο θεατής αν μη τι άλλο, την ώρα του την έχει «σκοτώσει», προσπαθώντας να «λύσει» το αίνιγμα» που του έβαλε η Αγκαθα.
Ο «ΓΙΓΑΝΤΑΣ» αυτό υποδηλώνει όχι ως εξαίρεση αλλά ως μέρος ενός συνόλου παραγωγής. Τιμήθηκε με ΔΕΚΑ βραβεία ΓΚΟΓΙΑ, τα περισσότερα που κέρδισε ισπανική ταινία στην απονομή του 2018, όμως σε αυτή την δεκάδα δεν περιλαμβάνονταν ούτε η Καλύτερη Ταινία», ούτε η «Σκηνοθεσία» . Κι αυτό κάτι σημαίνει.
Στον τίτλο επιχειρώ να τονίσω την «ταυτότητα» της ταινίας κι αν γίνει αντιληπτό ότι η αξία της είναι καθαρώς ψυχαγωγική. Με την έννοια ότι πάμε και βλέπουμε μια περιπέτεια με ήρωα υπαρκτό πρόσωπο για το οποίο έχουν γραφτεί κι ειπωθεί τόσα και τόσα κι επίσης ότι πρωταγωνιστεί ίσως το Νο 1 ζευγάρι της ΙΣΠΑΝΙΚΗΣ κι ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ σημερινής Κινηματογραφίας με διεθνή αναγνώριση που έχει περάσει και τον Ατλαντικό και τους έχει κάνει αμφοτέρους κατόχους βραβείου ΟΣΚΑΡ, δηλαδή τον ΧΑΒΙΕ ΜΠΑΡΔΕΜ και την ΠΕΝΕΛΟΠΕ ΚΡΟΥΖ. Από εκεί και πέρα, όλα είναι «ανοιχτά» αλλά για την ψυχαγωγική αξία της ταινίας σε μια θερινή έξοδο στην Ελλάδα, δεν θα είχα να προσάψω το παραμικρό.
Δεν μπορείς στη κριτική αυτών των ταινιών, των λεγόμενων ταινιών – franchise, που λέγονται έτσι επειδή είναι στην ουσία καταναλωτικά προϊόντα, να μην ξεκινήσεις από τους fan, να μη λάβεις αυτούς υπόψη. Όχι για να τους κανακέψεις μα επειδή αυτοί θα έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο κι η κριτική απλώς θα πει τη γνώμη της επ’ αυτού που είναι το προϊόν. Οταν σε μια ταινία, που γυρίζεται σε «συνέχειες», όχι επειδή υπάρχει κάποιος λόγος κατά την εξέλιξη του σεναρίου, που κι αυτό δεν με βρίσκει καλλιτεχνικώς και κινηματογραφικώς σύμφωνο δεδομένου ότι τα έργα από τον ίδιο τον αριστοτελικό ορισμό έχουν «μέγεθος», αλλά επειδή φτιάξαμε ένα τίτλο μέσα από ένα προϊόν και τον τίτλο πουλάμε – το λεγόμενο brand name της αγοράς- τότε οι fan πρωτοστατούν.
Όπως συμβαίνει με τους ηλικιωμένους που είναι εκ προοιμίου συμπαθείς ως ήρωες δράματος στο συναισθηματικό κοινό (περίπτωση «Ταξίδι αναψυχής»), έτσι συμβαίνει, κι ακόμα περισσότερο, και με τα μικρά παιδιά ως ήρωες δράματος, κυρίως όταν πρόκειται για ορφανά… Ένα κύμα συμπάθειας διαχέει την αίθουσα, από την οθόνη ως την πλατεία κι όλοι είναι συναισθηματικά πανέτοιμοι για την αποδοχή.
Παρατηρώ ότι κάτι συμβαίνει με το είδος «θρίλερ» τελευταίως στην Αμερική – ή στο Χόλυγουντ, πείτε το όπως θέλετε..-όπου μέσα στον ορυμαγδό ενός είδους που έχει ευτελιστεί τρομακτικά, κάποιοι νέοι το έχουν δει σοβαρά, το έχουν σπουδάσει και επιχειρούν μια ανανέωση του. Φάνηκε ξεκάθαρα στην προηγούμενη χρονιά με το «ΤΡΕΞΕ», που είχε πάρει ενδεικτικά και το ΟΣΚΑΡ ΣΕΝΑΡΙΟΥ ως ότι κάτι συμβαίνει στο είδος, φέτος έχουμε μέχρι στιγμής δύο δείγματα, ένα με το «ΕΝΑ ΗΣΥΧΟ ΜΕΡΟΣ» και τώρα με την «ΔΙΑΔΟΧΗ» που μας κάνουν να αισθανόμαστε ότι ΠΡΑΓΜΑΤΙ κάτι συμβαίνει κι ότι το «Τρέξε!» δεν ήταν ένα τυχαίο γεγονός. Μέχρι που θα φτάσει όλο αυτό, «το μέλλον άδηλον» θα επαναλάβω για πολλοστή φορά.
Η «ΦΑΝΝΥ» είναι ένα φιλμ που είχε συμπεριληφθεί στην πεντάδα του ΟΣΚΑΡ ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ το 1962 αλλά σήμερα δεν μνημονεύεται.
Συγκρότηση, δύναμη, «φέτα ζωής», επαφή με μια κατάσταση που δεν ζούμε εμείς αλλά τη ζουν κάποιοι άλλοι είναι τα θετικά χαρακτηριστικά της ταινίας αυτής, που επικεντρώνεται στους ανθρώπους κι όχι στην πολιτική. Και μέσα από μια οικογένεια μας κάνει να συναισθανθούμε και το δράμα των υπολοίπων. Αν, όμως, θέλουμε να μιλήσουμε και με κινηματογραφικούς, δραματουργικούς όρους και να δούμε την ταινία ως ένα δημιούργημα που μια κατάσταση ενέπνευσε την Τέχνη, τότε θα της βρούμε και τις ελλείψεις της.
Καλοκαίρι χωρίς γαλλικό μπουλβάρ, δεν γίνεται. Τουλάχιστον στα αρκετά τελευταία χρόνια που καθιερώθηκε οριστικά(;) η σαιζόν των 12 μηνών. Κι επειδή η Γαλλία- το έχουμε πει αμέτρητες φορές- επιδοτεί τα προϊόντα της, οι διανομείς , άκριτα κι ασυλλόγιστα ,μας κατακλύζουν με ό,τι γαλλικό βρουν εύκαιρο. Διότι από την άλλη, τα έργα των «Σεζάρ» έρχονται με φειδώ κι οικονομία…