Της ΝΙΚΟΛ ΚΙΝΤΜΑΝ είναι ταινία κι από αυτήν μόνο περιμένει, ό,τι περιμένει, αν περιμένει. Η Νικόλ ολοφάνερα θέλησε να ακολουθήσει το δρόμο που είχε χαράξει η Σαρλίζ Θέρον στο «Monster» και να περάσει στην απογκλαμουροποιημένη ζώνη, αν και δεν υπήρχε λόγος ιδιαίτερος για αυτό, διότι την αναγνώριση την έχει, τις διακρίσεις τις έχει πάρει, οσκαρούχα είναι.
Βεβαίως και δίνει εδώ μια θαυμάσια ερμηνεία, άλλωστε για έργο ρόλου πρόκειται κι όχι τίποτε άλλο. Και μάλιστα ρόλου με δύο όψεις. Την βλέπουμε ως επί το πλείστον απογκλαμουροποιημένη, ημι-αγνώριστη, ταλαιπωρημένη από το μακιγιάζ ως κουρέλα μπατσίνα του Λος Αντζελες να προσπαθεί να επιλύσει μια υπόθεση που κρατάει από παλιά, και την βλέπουμε κι ως νεαρή αστυνομικίνα, όταν ξεκίναγε να μπει στο Σώμα, όταν έκανε δεσμό με το παλικάρι της, όταν είχε πρωτομπλεχτεί σε αυτή την υπόθεση με την οποία έρχεται να ξαναμπλεχτεί μετά από χρόνια. Αυτή με την οποία αρχίζει το έργο και δεν καταλαβαίνουμε τι ακριβώς, και με την οποία τελειώνει κι αυτός είναι αν μη τι άλλο ένας σεναριακός κανόνας που τηρήθηκε.
Κατά τα άλλα, το σενάριο όπως πάει με τα μπρος και τα πίσω δεν μας αφήνει και πολλή ευκολία στην παρακολούθηση, συν το γεγονός πως η εκτύλιξη της υπόθεσης δεν δείχνει και τόσο ενδιαφέρουσα από αστυνομικής πλευράς, βάλε και το «κοινωνικής», κάπως το μητρικό της κομμάτι στη σχέση με την κόρη της δίνει κάποιο τόνο, η δε σκηνοθέτης ΚΑΡΥΝ ΚΟΥΣΑΜΑ, δεν το έχει και πολύ και δεν ξέρω πως τα πήγε κι η συνεργασία με τους σεναριογράφους. Τηλεφωνεί ας πούμε η Νικόλ σε κάποιον «Αντόνιο», κι αντί να μας τον δείξει, να ξέρουμε ή να θυμηθούμε ποιος είναι ο εν λόγο «Αντόνιο» η σκηνοθέτης επιλέγει να δείξει το αυτοκίνητο μέσα στο οποίο βρίσκεται ο «Αντόνιο»… Μου έκανε τρομερά άσχημη εντύπωση η λεπτομέρεια αυτή, μου φάνηκε η σκηνοθέτης στοιχειωδώς απαράσκευη. Και κάπως έτσι είναι κι όλο το έργο, όπου σε τυλίγει με ασάφειες ενώ θα μπορούσε να είναι πιο ξεκαθαρισμένο, αστυνομικό βλέπουμε αλλά κι οποιοδήποτε είδος να βλέπαμε, γιατί να υπάρχουν αυτές οι ασάφειες; Δίκην ελλειπτικότητας; Διότι εκεί βρίσκεται όλο το …κόμπλεξ. Και δεν υπάρχει κι ένας παραγωγός να παρέμβει, μια και το φιλμ αυτοεπαίρεται για….independent, η δε Νικόλ ενδιαφέρεται για τη Νικόλ και για το αν θα της προκύψει καμιά υποψηφιότητα για το Οσκαρ.
Η ερμηνεία της είναι καλή. Κι έχει κάθε λόγο να θέλει θέση στην 5άδα κι όχι απλή φιλοδοξία. Εχει κάνει δουλειά και στις δύο όψεις του ρόλου της, προπαντός στην επίμαχη, την κακομακιγιαρισμένη. Όμως οριακά έχει ελπίδες να της συμβεί κάτι τέτοιο . ΟΡΙΑΚΑ! Ρόλος μέσα από κακό σενάριο παρασύρει και τον ηθοποιό. Διότι κι η ερμηνεία έχει ποικίλους τρόπους και κανόνες αξιολόγησης και δεν είναι το «μ΄άρεσε- δεν μ’άρεσε» ή τι ΝΟΜΙΖΩ ότι πρέπει να μου αρέσει ώστε να μην ξέρω και τα διαχωριστικά όρια!! Ο ρόλος βγαίνει μέσα από το σενάριο και σε συνάρτηση με όλα αυτά κρίνεται κι αξιολογείται η ερμηνεία του ηθοποιού εξού και μιλάμε για ΕΡΜΗΝΕΙΑ. Τι ερμηνεύει δηλαδή; Όταν κάποιος, και καλός να είναι, ηθοποιός περιφέρεται ακάλυπτος ή αδικαίωτος σεναριακά, προβάλλοντας τη δραματική του έκφραση ή το υστερικό ξέσπασμα ή την έλλειψη νεύρου ως εσωτερική ερμηνεία ή το μακιγιάζ που του δραματοποιεί την έκφραση, όλα αυτά δεν δίνουν πράσινο φως για υποψηφιότητα βραβείου ερμηνείας αν δεν υπάρχει σεναριακή κάλυψη και στήριξη του ρόλου. Η Νικόλ Κίντμαν επειδή για το ρόλο έχουν φροντίσει – μια κι αυτήν έχουν να «πουλήσουν» στη μαρκίζα και τίποτε άλλο- να της δώσουν σκηνές όλων των δυνατών αποχρώσεων κι επειδή παίρνει όλη την ταινία πάνω της, θέλει να ελπίζει πως αυτό θα της εκτιμηθεί με υποψηφιότητα. Για την προσωπική της δουλειά δεν έχω καμιά αντίρρηση, το υπόλοιπο έργο, όμως, με γεμίζει επιφυλάξεις.