Το θέμα της στολής, πως με μια στολή μπορεί ξαφνικά κι αλλάζει ο άνθρωπος και περνιέται για κάποιον άλλον και μπορεί να εισπράττει και να απολαμβάνει τα προσόντα που η στολή προσφέρει, η φόρμα δηλαδή, είναι κάτι παλιό. Είναι αυτό που μου είχε διδάξει στα ξεκινήματα μου η ΝΤΕΝΗ ΒΑΧΛΙΩΤΗ περί κινηματογραφικού και θεατρικού ρούχου ότι αυτό από το οποίο ξεκινάμε για να σχεδιάσουμε είναι από το τι αντιπροσωπεύει το ρούχο. Και μου το είχε δηλώσει με τη φράση «ΤΟ ΡΟΥΧΟ ΕΙΝΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΜΑΣ ΦΟΡΜΑ».
Πάνω σε αυτό, περί κοινωνικής φόρμας δηλαδή, η λογοτεχνία , τόσο η εκδοτική όσο κι η θεατρική και κατεπέκταση κι ο κινηματογράφος, έχουν χρησιμοποιήσει πολύ αυτό το θέμα. Εΐδικά στη γερμανική κουλτούρα , στη γερμανική λογοτεχνία, στο γερμανικό θέατρο παίρνει και τα όρια πατέντας. Είναι κάτι με το οποίο ασχολήθηκαν πολύ οι Γερμανοί συγγραφείς κι υπάρχει ένα έργο, «Ο ΛΟΧΑΓΟΣ ΤΟΥ ΚΕΠΕΝΙΚ» του ΚΑΡΛ ΤΣΟΥΚΜΑΓΙΕΡ, γραμμένο το 1906 παρακαλώ(!!!!) που στην Ελλάδα το είχε παίξει ο ΑΛΕΞΗΣ ΜΙΝΩΤΗΣ και το οποίο , στην κινηματογραφική του εκδοχή , ήταν από τα καμάρια της μεταπολεμικής γερμανικής κινηματογραφίας, όταν αποδόθηκε έγχρωμο και υπογραμμισμένα σατιρικό από τον ΧΕΛΜΟΥΤ ΚΩΥΝΤΝΕΡ, έναν από τους πολύ καλούς σκηνοθέτες της τότε κινηματογραφικής Γερμανίας, και ο φιλμ προτάθηκε το 1957 για το ΟΣΚΑΡ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ κι έχασε από το «LA STRADA» το Φελίνι. Είχε ήδη ξαναγυριστεί δύο φορές, το 1931, κι αμέσως μέσα σχεδόν στον πόλεμο, ισως και πάνω στη λήξη, το 1945 Θέλω να πω πως ήταν έργο με μεγάλη παρουσία- άλλωστε και το εύρημα του δικού μας «ΗΛΙΑ ΤΟΥ 16ου» των ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ-ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ αποδίδεται σε αυτό. Χωρίς να μοιάζουν από κει και μετα οι ιστορίες τους.
Θέλω να πω με αυτή τη μακρά εισαγωγή, πέραν των πληροφοριών προς τον αναγνώστη-θεατή, ότι το θέμα της στολής και της αλλαγής του ανθρώπου είναι πολύ παλιό και πολύ γερμανικό.
Και κάπως έτσι εξηγείται ίσως το γεγονός πως η αρμόδια Γερμανία δεν την προώθησε ιδιαιτέρως αυτή την ταινία ενώ ως ταινία δείχνει να είναι κάτι πολύ παραπάνω. Μπορεί μερικοί ανόητοι που δεν ξέρουν σινεμά αλλά και δεν προλαβαίνουν να σκεφτούν, να νομίζουν ότι αυτό έγινε επειδή δείχνει ζοφερές εικόνες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μα η Γερμανία, εδώ και χρόνια όλο τέτοια έργα κάνει, ξορκίζει το δαίμονα της. Κι όλο τέτοια προωθεί. Αυτός είναι ο λόγος; Ο Β’ Παγκόσμιος;» Όχι!! Ο λόγος είναι πως τους φάνηκε ως κάτι «έτοιμο» και προτίμησαν κάποια άλλα.
Το έργο , κάτω από το πολυμασημένο εύρημα της στολής που αλλάζει τον άνθρωπο, καταφέρνει και γίνεται μια ψυχολογική ανάγνωση ανθρώπινου χαρακτήρα, που βέβαια αυτή την ανάγνωση την περιορίζει στα του συγκεκριμένου περιστατικού κι όχι σε μια μεγαλύτερη καθολικότητα. Δηλαδή, περισσότερο νοιάζεται το σενάριο για τα από κει και μετά αυτού του ψευτο-λοχαγού ο οποίος είναι στρατιώτης λιποτάκτης τις μέρες της κατάρρευσης του μετώπου κι ο οποίος κλέβει τη στολή σκοτωμένο λοχαγού κι εμφανίζεται ως λοχαγός ο ίδιος… Και μπαίνει σε μία δίνη όπου το «τίποτε κρυπτόν» δεν θα του κάνει εξαίρεση.
Η ταινία λοιπόν είναι θαυμάσια γυρισμένη, κι ο ΡΟΜΠΕΡΤ ΣΒΕΝΤΚΕ είναι πολύ καλύτερος σκηνοθέτης από ότι σεναριογράφος, όχι ότι δεν έχει κινηματογραφικότητα το σενάριο αλλά να , εξηγεί και το έτοιμο εύρημα καθώς και το γεγονός πως η σεναριακή του ματιά είναι περισσότερο σκηνοθετική..
Εχει δώσει αφάνταστη υποβολή κι ατμόσφαιρα σε όλη την ταινία, στις περιπλανήσεις του ψευτο-λοχαγού στα κατεχόμενα μέρη όπου η Γερμανία από τη μια καταρρέει κι από την άλλη κρατεί τελευταίους θύλακες, μας περνά από χώρους, από ταβέρνες , από γνωριμία δηλαδή κατάστασης κι εποχής, μας φτάνει ως τα στρατόπεδα, όπου οι σκηνές είναι εξαιρετικές και το φινάλε μιας πισώπλατης ομαδικής εκτέλεσης, Φ-Ο-Β-Ε-Ρ-Ο.
Βασικοί συνεργάτες του σκηνοθέτη, συνεργάτες που πάνω τους βασίστηκε είναι ένας που φαίνεται κι εκείνοι που δεν φαίνονται. Αυτός που φαίνεται είναι ο διευθυντής φωτογραφίας ΦΛΟΡΙΑΝ ΜΠΑΛΧΑΟΥΣ, γιός του μεγάλου ΜΑΪΚΛ ΜΠΑΛΧΑΟΥΖ, που είχε δουλέψει και στο Χόλυγουντ με τρεις υποψηφιότητες για Οσκαρ φωτογραφίας («Το κύκλωμα», «The fabulous Baker Bοys», «Οι συμμορίες της Νέας Υόρκης») κι ο γιός δείχνει πως έχει κληρονομήσει το ταλέντο του πατέρα, παραδίδει στην κινηματογραφία την τρίτη καλύτερη μαυρόασπρη ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ της χρονιάς μετά τη «ROMA» και τον «ΨΥΧΡΟ ΠΟΛΕΜΟ», καταφέρνοντας να φτιάξει υποβολή και μαγεία με τους φωτισμούς του χωρίς να ξεφεύγει από τον ρεαλισμό, ξεφεύγει, όμως, από τη ρεαλιστική τυπικότητα. Κι εκείνοι από τους συνεργάτες που δεν φαίνονται αλλά ο σκηνοθέτης έχει βασιστεί πάνω τους, είναι οι ΗΧΟΛΗΠΤΕΣ. Ο ΗΧΟΣ της ταινίας είναι ΣΠΟΥΔΑΙΟΣ, τιμήθηκε στα Ευρωπαϊκά, ήχος στρατοπέδων , ήχος κλειστών χώρων που άλλοτε διαταράσσονται από θορύβους κι άλλοτε έχει καταγράψει την πρόσκαιρη ησυχία τους, ήχος φύσης, ήχος οριζόντων ανοιχτών κι όλα αυτά φτιάχνουν στην ταινία βάση για υποβολή, ηχητική.
Θαυμάσιος κι ο πρωταγωνιστής ΜΑΞ ΟΥΜΠΑΧΕΡΤ, Ελβετός, όπως διάβασα, και τελικά αυτό που δείχνει την αξία του σκηνοθέτη είναι πως βασίστηκε ευφυώς σε συγκεκριμένους συνεργάτες κι αυτοί , μέσω της υποβολής ανέδειξαν και το δραματικό περιεχόμενο ώστε στον θεατή που δεν ξέρει τις προιστορίες των έργων, να του δώσουν να ευχαριστηθεί μια ωραία ταινία.