Θέλω να γράψω για αυτόν αλλά δυσκολεύομαι διότι μέσα μου συνυπάρχουν, χωρίς να συγκρούονται, το βιωματικό με το κριτικό κι η ευαισθησία της μέρας μου τα δυσκολεύει.
Το βιωματικό ακούγεται σαν εγωκεντρικό και το κριτικό παραείναι ψυχρό για μια τέτοια συναισθηματική ένταση ανάμεσα στον υπογράφοντα και στο έργο του μεταστάντος.
Από την άλλη, σκέφτομαι, πως η επίδραση του έργου ενός ανθρώπου πάνω σου, αυτό δεν είναι η ουσία της Τέχνης, σε κάθε μορφή της κι ενάντια σε κάθε δηθενιά και σοβαροφάνεια;
Πώς να μην πενθήσω τον Μπερτολούτσι και πάνω του την πρώιμη εφηβεία μου όταν ψυλλιάστηκα τα φροϋδικά με την «ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΑΡΑΧΝΗΣ» κι όταν στα 12 μου με 13 μου ρώταγα δασκάλους και καθηγητές κι άνοιγα λεξικά να μάθω τι σημαίνει «ΚΟΜΦΟΡΜΙΣΤΑΣ». Διότι με αυτές τις δύο ταινίες γεννήθηκε ο εφηβικός έρωτας , η αίσθηση ότι έβλεπα κάτι σπουδαίο το οποίο όμως δεν μπορούσα και να οριοθετήσω.
Το «οριοθετήσω» δεν σημαίνει «να καταλάβω». Διότι το έργο το είχα καταλάβει. Κι ήταν κι αυτό ένα στοιχείο που γέννησε και φούντωσε τον έρωτα επειδή μπορεί να μην ήξερα ακόμα τη λέξη, την ταινία όμως την είχα καταλάβει. Κι αυτό το είχα θεωρήσει μεγάλη μαγκιά του μεγάλου κι αείμνηστου, την ίδια ώρα που για να καταλάβω τα έργα άλλων ζοριζόμουν.
Κάπως έτσι γεννήθηκε και το «παρατσούκλι».
Κι έπεσα πάνω του κι άρχισα τη μελέτη επί του ίδιου, επί του έργου του, επί της προσωπικότητας του, επί του συνόλου του. Η έννοια ΜΕΓΑΛΟΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ στη νιοστή. Ισως ο τελευταίος ΜΕΓΑΛΟΣ της μεγάλης εποχής της Ιταλίας. Λέω «της μεγάλης εποχής» διότι θα βγουν κι άλλοι καλοί σκηνοθέτες καθώς Η ΖΩΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ και κάποιοι στο μέλλον , κάποιοι σημερινοί έφηβοι, μπορεί αν έχουν γοητευθεί αναλόγως με τον Σορεντίνο ή με τον Γκαρόνε κι όταν θα έρθει η ώρα να τους αποχαιρετήσουν, να πουν τα ανάλογα με αυτά που λέω εγώ για τον Μπερνάρντο.
Αλλωστε και στον καιρό του, την εποχή που εγώ πάθαινα με τον Μπερτολούτσι, διάβαζα κάποιους να τον κτυπούν, να τον ειρωνεύονται, να τον αμφισβητούν και να με κάνουν να θυμώνω παθιασμένα.
Σε μια φάση, τα «χαλάσαμε» και μεταξύ μας. Από το «Τσάι στη Σαχάρα» και μετά, δεν μου άρεσαν οι ταινίες του. Όμως, και σε αυτές τις αποτυχημένες, εγώ τον «έβλεπα». Ηταν πιά που είχα μάθει και μπορούσα να διαχωρίζω. Να κατανοώ ότι μπορείς να κάνει και μεγάλη σκηνοθεσία μέσα σε κακή ταινία.» Η σε ημιτελή, που δεν σου βγήκε.
Όμως μέχρι εκείνη την ώρα όλο και μαγευόμουν.
Μαγευόμουν καταρχάς με την κινηματογραφική μαεστρία του. Με την πολιτικοποίηση του. Με την πολιτικοκοινωνική του αντίληψη. Με τον αντικονφορμισμό του, όταν έμαθα τη λέξη… Με τον ερωτισμό του.
Θαύμαζα στον «Κονφορμίστα» το πώς χειριζόταν την έννοια «κινηματογραφική μεταφορά βιβλίου» με κινηματογραφικούς όρους.
Θαύμαζα πως στο «ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΓΚΟ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ» έκανε ένα αριστούργημα χωρίς σενάριο, κάτι για μένα απαγορευτικό. Εκεί όμως ήταν η αποθέωση του σκηνοθετικού αυτοσχεδιασμού, κάτι που δεν νομίζω ότι έχει πετύχει κανένας άλλος, ένα έργο να στήνεται πάνω στον αυτοσχεδιασμό του σκηνοθέτη με ένα μεγάλο πρωταγωνιστή που τον βάζει επίσης να αυτοσχεδιάζει. Κι η τολμηρότητα του με είχε εξιτάρει. Κι εδώ στην Ελλάδα είχαν παίξει την ταινία «αποβουτυρωμένη», η σκηνή με το «βούτυρο» είχε κοπεί. Όταν πολλά χρόνια αργότερα ήρθε η πλήρης κόπια κι είχα κι εγώ ωριμάσει σε σχέση με την πρώτη φορά, δεν είδα να προσθέτει το βούτυρο» τίποτε επί της ουσίας. Δεν μου άλλαξε τίποτε. Το θέμα του αυτοσχεδιασμού σκηνοθέτη με πρωταγωνιστή ήταν η απελπισία της μοναξιάς κι αυτό δεν χρειαζόταν ούτε βούτυρο ούτε λάδι για να νοστιμέψει.
Στο «1900» που βγήκε σε δύο μέρη κι έγινε ο χαμός του χαμού, τον βάραγαν όλοι μαζί. Διάβαζα τι του έγραφαν κι έφριττα. Τέτοιο αριστούργημα. Τον κτυπούσαν δεξιοί κι αριστεροί- όπως καταλαβαίνετε κάθε άλλο παρα για κινηματογράφο.
Ο ΜΠΕΡΤΟΛΟΥΤΣΙ ΕΙΧΕ ΦΤΙΑΞΕΙ ΤΟ «ΟΣΑ ΠΑΙΡΝΕΙ Ο ΑΝΕΜΟΣ» ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ κι οι ινστρούχτορες της έχαναν τον έλεγχο οι δε δεξιοί ειρωνεύονταν τις κόκκινες σημαίες. Καλά κρασιά. Κάτι από σινεμά; Μπα!.. Εγώ , εν τω μεταξύ, έχανα το μέτρημα στις μεγαλειώδεις σκηνές. Τον μοναχικό θάνατο του Στέρλινγκ Χέυντεν κάτω από το δέντρο; Την παρτούζα Ντε Νίρο και Ντεπαρντιέ με τις πουτάνες όπου η μια τραβά και κρίση επιληψίας; Την ανάταση του φινάλε πρώτου μέρους με την Στεφάνια Σαντρέλι επικεφαλής της διαδήλωσης; Τον βιασμό στον αχυρώνα της Ντομινίκ Σαντά από τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο; Τη θανάτωση του παιδιού από τον φασίστα Ντόναλντ Σάδερλαντ; Πόσες φορές είχα δει το κάθε μέρος της δίπτυχης αυτής ταινίας!!!!! Ασε που ανακάλυπτα τον Στοράρο με τη φωτογραφία του κι ανέτρεχα αναδρομικά στις προηγούμενες..Ασε τη μουσική…Τα σκηνικά και τα κοστούμια και το μεγαλείο του κινηματογράφου.
Στο μεταξύ ο Μπερτολούτσι- κι όταν τον γνώρισα μου είπε και λεπτομέρειες γύρω από αυτό που θα αναφέρω- ήταν της νουβέλ βαγκ. Ηταν Γαλλοσπουδαγμένος. Ηταν Ιταλός που μεγαλύτερη επίδραση είχε δεχτεί από το γαλλικό σινεμά της νουβέλ βαγκ το οποίο το σπουδασε στις μέρες της δόξας του με κολλητάρι συμφοιτητή τον Φόλκερ Σλέντορφ της Γερμανίας , με στενή σχέση με τον Γκοντάρ με τον οποίο αργότερα «πλακωθήκανε» από υπαιτιότητα του Γκοντάρ ενώ ο Μπερτολούτσι υπερασπιζόταν τις αλλοπρόσαλλες κινήσεις του αλλά του ζητούσε και κάπου να συνετιστεί διότι είχε αρχίσει η αντιπάθεια της κινηματογραφικής κοινωνίας που οδηγούσε σταδιακά στην απαξίωση..(ο Μισέλ Χαζαναβίσιους στην ταινία για τον Γκοντάρ που είχε βγει το καλοκαίρι «Γκοντάρ αγάπη μου»- «Le redoutable» (τον Μπερτολούτσι υποδυόταν ο ΓΚΟΥΙΝΤΟ ΚΑΠΡΙΝΟ) , υπαινίσσεται κάτι πάνω σε αυτό με μιά έντονη σκηνή) και παρόλο ότι ξεκίνησε ως μαθητής και βοηθός του Παζολίνι, την επιρροή τη δέχτηκε από τη Γαλλία. Κάποια στιγμή τα έφτυσε εντελώς ως Ιταλός όταν το «Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι» απαγορεύτηκε στην πατρίδα του, δεν θυμάμαι αν τον αφόρισε κι ο Πάπας, ξέρω όμως ότι καταδικάστηκε από δικαστήριο για ασέβεια με πενταετή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων.
Τον Μπερτολούτσι δεν μπορούσαν να τον «πιάσουν» ως auter οι του auter-ισμού και τον βαρούσαν.
Μετά το «1900» (Α΄και Β’ μέρος) έκανε το «ΦΕΓΓΑΡΙ» όπου έδωσε με αφόρητη κινηματογραφική γοητεία τα του οιδιποδείου (σε εξελιγμένη μορφή από τη «στρατηγική της αράχνης» κι ακριβώς για αυτό, λιγότερο auter-ίστικη) αν και με πρωταγωνίστρια την καλή Τζιλ Κλέιμπουργκ που δεν είχε όμως το εκτόπισμα της λυρικής ντίβας. Δεν ήξεραν από πού να τον βαρέσουν, ήξεραν όμως ότι έπρεπε να τον βαρέσουν. Κι είναι μια τόσο γοητευτική ταινία.
Και μετά, συμμαζεύεται από προυπολογισμό και κάνει την «ΤΡΑΓΩΔΊΑ ενός ΓΕΛΟΊΟΥ ΑΝΘΡΏΠΟΥ» που δίνει και βραβείο ερμηνείας στις Κάννες στον ΟΥΓΚΟ ΤΟΝΙΑΤΣΙ κι εκεί με το δικό του τρόπο και τη δική του προσωπικότητα φιλοτεχνεί ένα πορτραίτο από το οποίο δεν λείπουν ούτε η πολιτικοποίηση ούτε η κοινωνική «αναταραχή» ούτε ο ανθρωπισμός..
Μέτρια υποδοχή.
Τα νεύρα μου εγώ.
Και το 1987 ο «νουβελβαγκίστας» αποφασίζει να «δοκιμάσει» το σινεμά του ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΛΗΝ. Και κάνει τον «ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ» με εμφανείς τις αναφορές στον μεγάλο Λην και σε κάποιες ταινίες του, κυρίως στο «Δόκτωρ Ζιβάγκο» όπου παίρνει 9 στα 9 τα Οσκαρ για τα οποία προτάθηκε.
Εκεί ο Μπερτολούτσι έφτασε σε μια κορύφωση. Οπου στο επικό είδος, όπως είχε κάνει και με το «1900», αλλά εδώ πιο καθορισμένο, έδωσε τις δικές του διαστάσεις και πινελιές, έβαλε και την Κίνα στο παιχνίδι. Μετά από αυτό, τι;
Μετά, μένει λίγο στην Αμερική για τον «Μικρό Βούδα» που δεν πήγε εισπρακτικά αλλά βλέπει κανείς άμα θέλει πολύ «Μπερτολούτσι» εκεί μέσα και…. αρχίζει η κάμψη.
Από το «Τσάι στη Σαχάρα» και μετά η κάμψη γίνεται εμφανής. Οι του auter- ισμού την υμνούν ως ελλιπέστατη, εγώ τα «χαλάω» μαζί του διότι βλέπω την απουσία της κινηματογραφικής διασκευής. Ο,τι είχε πετύχει στον «Κονφορμίστα», το έκανε ακριβώς ανάποδα στο «Τσάι στη Σαχάρα». Πήγε να μείνει κολλημένος στο βιβλίο και του έφυγε. Βέβαια, έκανε μια μαεστρική από πλευράς στυλιζαρίσματος σκηνοθεσία που δεν συζητιέται. ΚΙ ο αδελφοποιητός του ,Βιττόριο Στοράρο, του φώτισε με ψυχρά χρώματα τον ήλιο του Μαρόκου- αν είναι δυνατόν. Κι όμως το κατάφερε.
Οι αποτυχίες τον διαδέχονται, η «Κλεμμένη ομορφιά» δεν είναι για να συζητιέται και στους «Ονειροπόλους» πάει να θυμηθεί τα παρισινά νουβελβαγκίστικα νιάτα του αλλά κινηματογραφικά αποδίδει το έλασσον.
Κι όμως, μέσα σε όλα αυτά υπάρχει «αυτός». Μια σκηνή, ένα πλάνο, μια ανάλαφρη εντολή προς την κάμερα, ένας ερωτισμός πότε λανθάνον και πότε απροκάλυπτος, δηλώνουν «Μπερτολούτσι» εκατό τοις εκατό.
Ποτέ δεν απέβαλε τον auteur από μέσα του, τον βόλευε κι αυτόν η θεωρία, μόνο που η διαφορά του ήταν πως επρόκειτο για μέγιστο γνώστη του σινεμά και σκηνοθέτη μεγάλης αξίας κι οι ταινίες του δεν ήταν auter-ίστικες παρόλο ότι η γη περιστρεφόταν γύρω από τον άξονα του.
Το 1990 στις Κάνες, που είχαμε συναντηθεί για λίγο κι εκείνος ήταν πρόεδρος της κριτικής επιτροπής μου είχε υπερασπιστεί τον Ντέηβιτ Λυντς ως auteur με την «Ατίθαση καρδιά», και στην ερώτηση μου «εσείς θα κάνατε τέτοια ταινία;» μου αποκρίθηκε χωρίς λέξεις αλλά με εκείνο το αφοπλιστικό, καλοσυνάτο και δισυπόστατο χαμόγελο …Και πριν λίγα χρόνια στη Βενετία, καθισμένος πιά στη βοηθητική πολυθρόνα όπου τον είχε καθηλώσει η καταπίπτουσα υγεία του, υπερασπιζόταν σθεναρά και δημοσίως τον Αλέξη Αβρανά και τον Θέμη Πάνου για το «Miss Violence» για το οποίο έλεγε απίστευτα επαινετικά σχόλια.
Ο Μπερτολούτσι, αν και γεννημένος στην Πάρμα, στον Βορρά, ήταν κατεξοχήν παιδί του Τραστέβερε, της μποέμικης, λατρεμένης γειτονιάς της Ρώμης, εκεί ήταν το σπίτι του και παρόλο ότι ήταν γαλλόφιλος κι ενίοτε η Ιταλία τον τσάντιζε, δεν μετακόμισε στο Παρίσι για μόνιμη εγκατάσταση, η ψυχούλα του γούσταρε Ρώμη.
Γόης και γυναικάς, άνθρωπος των εμπειριών, αριστερός από εύπορη οικογένεια, πολύ ιταλικό πράγμα, με την ψυχή αφιερωμένη στην Ιταλία και τα μάτια να λοξοκοιτάζουν προς τη Γαλλία, κι από σινεμά να κάθεσαι να τον ακούς και να μην τον χορταίνεις, πολιτικοποιημένος διαρκώς και καλλιτέχνης ανέκαθεν.
…Addio Bernardo…Μου φτάνει πως μεγάλωσα με σένα..
Ciao amore