Η ευθυνη μπορεί να βαραίνει τους δικούς του σκηνοθετικούς ωμους κι όχι τους σεναριογράφους, όπως μπορεί να βαραίνει και τη συνεργασία του με τον μοντέρ.
Διότι το έργο έχει μια πολύ ωραία ιδέα, ωραίο θέμα, ωραίο υλικό που κάπου «χάνεται» κατά την εκτέλεση.
Το σημείο στο οποίο «χάνεται» είναι η ανισομέρεια ανάμεσα σε δυο ιστορίες που παίζονται παράλληλα και καθυστερεί πολύ να γίνει η μεταξύ τους σύνδεση. Και με αυτό τον τρόπο σε βγάζει λίγο από το κλίμα της εκτύλιξης της υπόθεσης, η οποία αφηγείται δυο πολύ δραματικές ιστορίες, με ξεχωριστό ενδιαφέρον δικό της η κάθε μία και στο τέλος μας αποκαλύπτει και μια τρίτη, αυτή του φερόμενου ως κεντρικού ήρωα, μόνο που περισσότερο λειτουργεί σαν συνδετικός κρίκος παρά σαν κεντρικός ήρωας.
Ξεκινάει καταπληκτικά με ένα μυστηριώδη άντρα , μεσόκοπο, τον οποίο συναντά μια γυναίκα με το κοριτσάκι της διότι διάβασε μια αγγελία , που υπέγραφε αυτός ο άντρας και με την αγγελία πρόσφερε ένα σημαντικό ποσόν σε άτομα που είχαν ανάγκη. Κι η συγκεκριμένη γυναίκα έχει πολύ σοβαρή ανάγκη λόγω προβλήματος υγείας του συζύγου της ο ποίος πρέπει να κάνει μια επέμβαση. Ετσι ξεκινά, με αυτή την ιστορία, μεταφερόμαστε στο σπίτι και βλέπουμε τη δυσπιστία του συζύγου διότι και συντηρητικό κι ανδροκρατούμενο Ιραν …και περνάμε σε άλλη ιστορία. Πολύ πιο δραματική , πολύ πιο «ιρανική», ξεχνάμε την προηγούμενη ή προσπαθούμε να καταλάβουμε τι σύνδεση έχει με εκείνην. Από μόνη της, πάντως, η δεύτερη ιστορία έχει απίστευτη δύναμη και δραματικότητα, εδώ το φάντασμα του Ασγκαρ Φαραντί πλανάται ολούθε…Οι επιπτώσεις της συντηρητικής έως κι αντιδραστικής νοοτροπίας, απέναντι σε ένα ζευγάρι που κράτησε κρυφό το γάμο του. Κι οι συγγενείς της κοπέλας σε ρόλο.. δήμιου. Μας συμπαρασύρει με τη δραματικότητα αλλά μας αφήνει και κενά καθώς διαρκεί αρκετά και πασχίζουμε να καταλάβουμε τι σύνδεση έχει με εκείνο που είδαμε στην αρχή, ή τι απέγινε η πρώτη ιστορία.
Βεβαίως κι η τάξη αποκαθίσταται αλλά κάπως αργά, για όποιον αποσυνδέθηκε λόγω των παραπάνω αποριών και προσπαθεί τώρα αυτομάτως να επανασυνδεθεί. Η επανασύνδεση, ωστόσο, δεν είναι δύσκολη…Δείχνει όμως και την αδυναμία που είπα αρχικά, πως να φέρει σε ισορροπία τη σεναριακή κατάσταση κι εδώ δεν γνωρίζουμε τι συζητήσεις έγιναν με το μοντέρ.
Το φινάλε ολοκληρώνει το δράμα κι είναι πολύ όμορφο όλο αυτό που συνέβαινε και που αποκαλύπτεται..
Ένα μεγάλο ατού της ταινίας, πέρα από τις εκπληκτικές ερμηνείες που δεν τις συζητάω-εξαιρετικό το επίπεδο- είναι η διαχείριση του ρεαλισμού και στο πως παρεμβαίνει η αναδημιουργία. Διότι γύρω από τον ρεαλισμό υπάρχει μια πολύ μεγάλη παρεξήγηση και κυρίως παρερμηνεία: Δεν είναι υποχρεωτικό ζητούμενο, δεν είναι η κορωνίδα της Τέχνης, μη σας πω ότι θεωρείται και «Ταπεινή» (με την έννοια της ευτέλειας κι όχι της ταπεινοφροσύνης) έκφραση, μέσα στην «Ποιητική» του Αριστοτέλη παρόλο ότι τότε δεν χρησιμοποιείτο ως όρος, η ονομασία είναι λατινογενής. Θεωρείται «ταπεινή» μια κι αποσκοπεί στην καταγραφή της πραγματικότητας και δεν έχει ποίηση, δηλαδή αναδημιουργία. Ενπάση περιπτώσει, δεν μπορεί να είναι ζητούμενο της Τέχνης εκτός αν το έργο γίνεται σε ρεαλιστικό πλαίσιο αλλά πρέπει να διαπνέεται από ποίηση που είπαμε και πάνω, δηλαδή αναδημιουργία. Εξού κι ο ιταλικός, που ονομάστηκε «ΝΕΟ ρεαλισμός», κυρίως επειδή πρόσφερε μια νέα αντίληψη πάνω στην έννοια ρεαλισμός, ο οποίος χρησίμευε ως ανάγλυφο περιβάλλον, τα δράματα όμως των ταινιών του Ντε Σίκα ή του Παζολίνι ή των υπολοίπων διαπνέονταν από ποίηση. Οι καθημερινοί ή λούμπεν χαρακτήρες είχαν ποιητική επεξεργασία.
Εδώ λοιπόν δουλεύει πολύ καλά με τον ρεαλισμό, τα πρόσωπα έχουν πνοή διότι έχουν πνοή τα δράματα τους και εξαιρετικό επίτευγμα-προσφορά στη Σκηνοθεσία, η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ. Από διευθυντή φωτογραφίας καλοσπουδαγμένο, όπως δείχνει, στο πως φωτίζει τα νυχτερινά, που παίζουν κυρίαρχο ρόλο, κι όχι μόνο τα εξωτερικά αλλά και τα εσωτερικά πλάνα, και φυσικά με τους ηθοποιούς και την ανάδειξη των ερμηνειών τους με τα κοντινά του. Το πως τους φωτίζει. Κι έτσι ο ρεαλισμός γίνεται «παλέτα»
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΕΚΤΟΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ΑΛΛΑ ΕΝΤΟΣ ΙΡΑΝΙΚΟΥ ΣΙΝΕΜΑ
Με αφορμή την ταινία, όχι μονο αυτή αλλά και τα έργα του Φαραντί, αναρωτιέμαι εδώ και καιρό για δύο πράγματα: 1) Αν τα έργα αυτά, τα βλέπουν και στο Ιράν ή τα έχουν μόνο για εξαγωγή.2) Αλλά και για εξαγωγή μόνο να τα έχουν, πάλι εκεί γυρίζονται. Κι είναι έργα που καταγγέλλουν μέσα από τις ιστορίες που αφηγούνται , καταστάσεις πολύ δυσάρεστες που άπτονται της κοινωνικής κι ενίοτε θρησκευτικής νοοτροπίας(το ¨θρησκευτικής» σε περιορισμένο βαθμό, είναι αλήθεια)
Αναρωτιέμαι λοιπόν και για το αν πηγαίνουν οι Ιρανοί να τα δουν, κι ειδικά όταν θίγονται ζητήματα συμπεριφοράς σε γυναίκες αλλά και για να δείχνουν όλα αυτά τα πράγματα, μήπως και δεν είναι , τελικά, τόσο σκληρή η κατάσταση ή η λογοκρισία στο Ιραν.
Αυτός ο προβληματισμός μου γεννήθηκε έντονα στην ταινία του Ασγκαρ Φαραντι Ο εμποράκος» που του είχε χαρίσει το δεύτερο ξενόγλωσσο Οσκαρ, όπου η ιστορία περιστρεφόταν γύρω από ένα θίασο που έπαιζε στο θέατρο το έργο του Αμερικανού Αρθουρ Μίλερ «ο θάνατος του εμποράκου». Εκεί αναρωτήθηκα έντονα για το αν υπάρχει λογοκρισία και τι είδους. Αναρωτήθηκα και σε αυτή την ταινία. Και σε άλλες.