Ο Αλμπέρ Ντυποντέλ έχει ξαναπάρει «Σεζάρ» για εκείνη τη μοναδική ταινία, το «ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΕΚΕΙ ΨΗΛΑ», το 2018, και ξαναπαίρνει τώρα για αυτήν.
Φαινομενικά είναι δύο εκ διαμέτρου διαφορετικές ταινίες, με κοινό στοιχείο την κινηματογραφική ματιά στο σενάριο και την αισθητική σε σκηνικά και φωτογραφία όπου έχουν βαρύνουσα σημασία, στον τρόπο με τον οποίο ολοκληρώνει τα φιλμ. Ως προς την κινηματογραφική ματιά, που ανέφερα στην παραπάνω παράγραφο, διευκρινίζω το ότι στο «ραντεβού εκεί ψηλά» ο Ντυποντέλ διασκεύασε μυθιστόρημα. Εδώ γράφει σενάριο πρωτότυπο. Όμως και στις δύο περιπτώσεις αυτό που κάνει ξεχωριστό είναι πως είτε διασκευάζοντας είτε επινοώντας, γράφει τα σενάρια με λογική σκηνοθέτη, τα γράφει και τα «βλέπει» την ίδια στιγμή πως θα γίνουν ταινίες. Αυτό δείχνει ο τρόπος με τον οποίο δουλεύει μια και στο αποτέλεσμά η κινηματογραφικότητα είναι έκτυπη.
Τέλος πάντων, αυτά για τη σύσταση του προσώπου επειδή το γαλλικό σινεμά τον τιμά διαρκώς αλλά τα σινε- δημοσιεύματα αν δεν τον αγνοούν, σίγουρα δεν ασχολούνται, δεν είναι «φεστιβαλικός» ώστε να τον ξέρουν από εκεί από όπου συνηθίζουν να αντλούν…
Πάμε στο έργο.
Το έργο λοιπόν είναι ΚΟΜΕΝΤΙ στη βάση του, ωστόσο κατά την εξέλιξη της ιστορίας και της ταινίας (το τονίζω κι αυτό) διαπιστώνουμε ότι η κομεντί είναι το χαρτί περιτυλίγματος με το οποίο αποφάσισε να «πακετάρει» ή να «ντύσει» την ιστορία.
Η οποία ιστορία, στην υποδομή της, είναι δραματική. Κοινωνική και δραματική. Μια γυναίκα , που της απομένουν λίγοι μήνες ζωής, αποφασίζει να ψάξει να βρει το παιδί που είχε κάποτε γεννήσει και της το είχαν πάρει με τις διαδικασίες της Πρόνοιας.
Κι εδώ αρχίζει η εξέχουσα κατάσταση διότι αυτό που είναι το θέμα του έργου, από το ξεκίνημα, το κτίζει και το επικοινωνεί με κωμικά στοιχεία, με κωμικά ευρήματα. Ξεκινώντας από την ίδια την ασθένεια την οποία της την προκάλεσαν τα …spray, μια κι η ηρωίδα είναι κομμώτρια…Και καθώς ξεκινά τις διαδικασίες της , τα επεισόδια που της φτιάχνει για να την περάσει στα παρακάτω και να κτίσει την ιστορία, είναι κι αυτά κωμικά.
Διότι σύμφωνα με τον ΒΑΣΙΚΟ ΚΑΝΟΝΑ περί ΚΩΜΩΔΙΑΣ, τα ΔΥΟ κύρια στοιχεία μέσα από τα οποία αντλείται το γέλιο στην Κωμωδία είναι οι ΑΠΙΘΑΝΟΤΗΤΕΣ κι οι ΣΥΜΠΤΩΣΕΙΣ. Αυτό που κοροϊδεύουν μερικοί στις κωμωδίες, ακριβώς επειδή αγνοούν τον κανόνα (κι όταν αγνοούν κάτι , το κοροϊδεύουν….)
Με ένα θέμα, όμως, σαν κι αυτό, γύρω από ένα επερχόμενο θάνατο και την αναζήτηση παιδιού από μητέρα, πως ακριβώς θα κάνεις την κωμωδία;
Η κωμωδία, με την οποία αποφάσισε να περιτυλίξει τη δραματική ιστορία, καταφεύγει στη σουρεαλιστική σχολή και στο γκροτέσκο κι είναι εμφανής η επιρροή επί του ύφους γραψίματος, των ταινιών του Τέρι Τζόουνς και του Τέρι Γκίλιαμ, κυρίως του «Μπραζίλ».
Αλλωστε, τους την αφιερώνει κι επισήμως κι υπάρχει κι η σύντομη παρουσία του ενός εκ των Τέρι της αξέχαστης εκείνης βρετανικής ομάδας.
Οπότε οι ΑΠΙΘΑΝΟΤΗΤΕΣ και δευτερευόντως οι ΣΥΜΠΤΩΣΕΙΣ φτιάχνουν μια κομεντί εντελώς sui generis, που δεν έχει σχέση με αυτό που έχουμε υπόψη μας όταν λέμε «γαλλική κομεντί».
Με πολύτιμο συνεργάτη τον ΥΠΕΥΘΥΝΟ ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΑΣ πετυχαίνει ένα χρώμα το οποίο είναι φαινομενικά σκοτεινό αλλά επιτρέπει στη ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ να κάνει δικές της φωτιστικές παρεμβάσεις κι έτσι η ΟΨΗ να γίνει η πιο ενδεδειγμένη που θα μπορούσε , για να σερβίρει αυτή την τόσο sui generis κωμωδία. Της δίνει ένα «λούστρο» καφετί, σε ντεκόρ που το υπαγορεύουν.
Οπου όλα αυτά, βεβαίως κι έχουν ξεκινήσει από το σενάριο, όπως είπαμε ,κι οι παραλογισμοί επί των καταστάσεων δίνουν και παίρνουν. Ενδεικτικός είναι ο ρόλος του τυφλού αρχειοφύλακα, ένας ρόλος που συμπυκνώνει όλα τα παραπάνω, περί σουρεαλισμού, γκροτέσκο, κωμικού χαρακτήρα και δραματικού θέματος κι ο ηθοποιός που ανέλαβε το ρόλο , ο ΝΙΚΟΛΑ ΜΑΡΙΕ, κατέληξε με το ΣΕΖΑΡ Β’ ΑΝΔΡΙΚΟΥ, μαζί με την καλύτερη ταινία, τη σκηνοθεσία, το σενάριο (πρωτότυπο), τη φωτογραφία και τη σκηνογραφική διεύθυνση. Είναι ένας απίστευτα παρεμβατικός ρόλος στο ύφος και το κλίμα του έργου κι ο ηθοποιός δείχνει τη γαλλική παράδοση στο θέμα του ρυθμού και του μέτρου.
Και το πρωταγωνιστικό ζεύγος έχει την αξία του. Ο μεν ΝΤΥΠΟΝΤΕΛ παίζει με διαρκή συνέπεια τον χαρακτήρα ως πελαγωμένο, η δε ΒΙΡΖΙΝΙ ΕΦΙΡΑ αφήνεται στο δραματικό του ρόλου της αλλά με πολύ καλό συντονισμό με τον παρτενέρ της που είναι κι ο σκηνοθέτης, καθώς και με τους άλλους, με αποτέλεσμα κι αυτό να εντάσσεται σε σκηνοθετική γραμμή, στον τρόπο συντονισμού και συνύπαρξης των ειδών, που κάνουν την κωμωδία (ή και την ταινία) να μεταπηδά με ευκολία από το «παράταιρη» στο sui generis.
ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ: Μια ταινία που αν δεν ανανεώνει είδος, σίγουρα του χαρίζει μια Προσθήκη!!!!