Ηταν ένα πανέμορφο γλυκύτατο κορίτσι, από το Μίσιγκαν, από το Ντιτρόιτ συγκεκριμένα-εκεί που βγαίνουν τα αυτοκίνητα , περισσότερο έμοιαζε για WASP παρά για Εβραία πουήταν κι από τους δυο γονείς, και στη δεκαετία του 50, κυρίαρχησε ως ΠΑΡΤΕΝΕΡ, τονίζω τη λέξη «παρτενέρ» , δεν ήταν πρωταγωνίστρια δικών της ταινιών, έπαιξε όμως σε εκείνα τα υπέροχα τεχνικολόρ της δεκαετίας εκείνης ως παρτενέρ του Τάιρον Πάουερ, του Πολ Νιούμαν και κυρίως του Ροκ Χάντσον και του Τόνυ Κέρτις με τους οποίους έκανε υπέροχο ζευγάρι σε πολύχρωμα παραμύθια.
Και ξαφνικά, το 1961 η Πάιπερ Λόρι αλλάζει. Πάνω της υπογράφτηκε σκηνοθεσία από τον Ρόμπερτ Ρόσεν, όταν για το ρόλο της «σημαδεμένης» κοπέλας που βιώνει μαζί με τη δική της και την κατάπτωση του «μπιλιαδόρου» Πολ Νiούμαν..Ναι, μιλώ για το «Hustler», το «Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ», όπου αντι για κάποια από τις αναμενομενες συμπρωταγωνίστριες του μαυρόασπρου Πωλ Νιούμαν, ξεκινώντας ας πούμε από τη γυναίκα του Τζόαν Γούντγουορντ φτάνοντας ως τη Λη Ρεμικ, που ήταν ανερχόμενη δραματική δύναμη, κατέληξαν να δώσουν το ρόλο , προς έκπληξη πολλών, στην Πάιπερ Λόρι. Ναι,η μεταμόρφωση της, η άλλη εικόνα της από εκείνη πού ήξεραν, και κυρίως το αλλιώτικο αυτή τη φορά ταίριασμα της με τον Πολ Νιούμαν, με τον οποίο είχε προηγηθεί μια συνύπαρξη παρά ζευγάρωμα στις «Ενοχες γυναίκες» (Until they sail) του Ρόμπερτ Γουάιζ,, συνέβαλαν στη ατμόσφαιρα της ταινίας και κατεπέκταση στην ανάδειξη της Ηθοποιού. Στην ανάδειξη της ΠΑΪΠΕΡ ΛΟΡΙ πλέον ΩΣ ΗΘΟΠΟΙΟΎ. Είναι αυτο που επισημαίνω συχνά πυκνά όταν παρακολουθούμε κάποια σειρά ή κάποια ταινία για το ότι η διανομή από μονη της, το casting δηλαδή, δεν λέει τίποτα, δεν σημαίνει τίποτα, αν δεν περιβάλλεται από σκηνοθεσία. Η περίπτωση της Πάιπερ Λόρι, στο «Ο κόσμος είναι δικός μου» είναι από τις χαρακτηριστικές. Οπως επίσης κι ότι τα «ευτελή» είναι κι αυτά χρήσιμα για τον ηθοποιό, μαθαίνει και λύνεται, συμβουλεύεται τεχνικές και ρυθμούς και χρόνους ώστε να είναι έτοιμος αν έρθει η ωρα να κληθεί για μεγάλο ρόλο..
Κι η Πάιπερ Λόρι βρίσκεται υποψήφια για το Οσκαρ. Από εκεί που με τις μέχρι τότε ταινίες της, δεν θα λογαριαζόταν καν κάτι τέτοιο. Στην απονομή , όμως, το πήρε η Σοφία Λόρεν για την «Ατιμασμένη» (La ciociara») του Βιττόριο Ντε Σίκα από το βιβλίο του Αλμπέρτο Μοράβια. Και συγχρόνως μπαίνει στη ζωή της, την θαύμασε, την ερωτεύτηκε και την παντρεύτηκε ο κριτικός της WALL STREET JOURNAL, βραβευμένος και με «Πούλιτζερ», ΤΖΟ ΜΟΡΓΚΕΝΣΤΕΡ.
Με τον οποίο έμεινε κάποιες δεκαετίες, στα γεράματα χωρίσανε…
Κι ως σοβαρή ηθοποιός πλέον, αντί να συνεχίζει, το σταματά απότομα. Το σινεμά. Μεταφέρεται στη Νέα Υόρκη, παίζει θέατρο, παίζει τηλεόραση, με ρέγουλα, όμως, όχι ως μετάβαση καριέρας , όπως είχε κάνει η Λορέτα Γιανγκ όταν άφησε το σινεμά για την τηλεόραση, και κάπου χάνεται από τον κύκλο ..Παραλλήλως βρίσκει ενδιαφέρον ως ακτιβίστρια στους αγώνες κατά του ¨Πολέμου στο Βιετνάμ.
Δεκαπέντε χρόνια μετά την απόσυρση, κι εκεί που την έχουν ξεχάσει, επανεμφανίζεται. Την υπογράφει ο Μπράιαν Ντε Πάλμα ως παραλογισμένη, θρησκόληπτη , «θριλερική» μάνα της Σίσσυ Σπέησεκ στην «Carrie», το «ΕΚΡΗΞΗ ΟΡΓΗΣ» και… με υποψηφιότητα για Οσκαρ εγκατέλειψε το σινεμά, κάτι που κανείς ποτέ δεν κατάλαβε, γιατί την επιτυχία από το «Hustler» την είχε αφήσει τόσο ανεκμετάλλευτη, με υποψηφιότητα για Οσκαρ την καλωσορίζουν. Για β’ γυναικείου αυτή τη φορά. Κι αρχίζουν και την ξαναθυμούνται. Την ξανα ανακαλύπτουν
Να αποχωρείς με υποψηφιότητα για Οσκαρ για 15 χρόνια και να επιστρέφεις με υποψηφιότητα δεν είναι κάτι σύνηθες. Ο σύζυγος πάντα ήταν εκεί. Το Οσκαρ βέβαια το πήρε η Μπέατρις Στρεητ για το ρόλο της μιας σκηνής που της είχε γράψει ο Πάντυ Τσαγιέφσκι ως η σύζυγος του Γουίλιαμ Χόλντεν στο «Δίκτυο» του Σύντνεϋ Λιούμετ, αλλά αυτή τη φορά η Πάιπερ Λόρι, η οποία δεν είχε χάσει τη γλυκύτητα στην έκφραση και στα φωνή, μάλλον της είχαν «μεστώσει» και τα δυο, είχε έρθει για να μείνει.
Κι ως ρολίστα πλέον, πέφτει με τα μούτρα και δουλεύει ασταμάτητα. Σε σινεμά και τηλεόραση. Δέκα χρονια μετά, το 1987 πλέον, της προκύπτει και τρίτη υποψηφιότητα για Οσκαρ, πάλι ως supporting, για την εκπληκτική σκηνή που αποφασίζει να μιλήσει στην κωφάλαλη κόρη της, τη Μάρλι Μάτλιν, στη νοηματική γλώσσα, στη γλώσσα της κόρης, και την παίζει τη σκηνή με μια ευαισθησία τρομερή. Για τα «ΠΑΙΔΙΑ ΕΝΟΣ ΚΑΤΩΤΕΡΟΥ ΘΕΟΥ» μιλάμε. Ούτε αυτή τη φορά, όμως , παίρνει το Οσκαρ, έχει απέναντι της την Νταϊάν Γουίστ με Γούντι Αλεν στο «Η Χάνα κι οι αδελφές της»… αλλά, εκείνη τη χρονιά, λίγους μήνες αργότερα, θα σταθεί τυχερή με το «Εμμυ», για το οποίο αποκόμισε στην καριέρα της 12 υποψηφιότητες (είπαμε, έπαιξε πολλή τηλεόραση, μια επιτυχία της ήταν και «Τα πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας» που ήταν κι εκεί υποψήφια για «Εμμυ») και θα το πάρει για την «Υπόσχεση» , τηλεταινία-μίνι σειρά, με τον Τζεημς Γκαρνερ και τον Τζέημς Γουντς.
Δεν πρέπει να είχε μείνει ούτε μέρα χωρίς δουλειά.