Οι ΓΑΛΛΟΙ, το ΓΑΛΛΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ δηλαδή, το στοιχείο αυτό , το στοιχείο του ρυθμού το έχει πολύ ανεπτυγμένο, το έχει κυρίαρχο. Είναι η Σχολή τους.
Πως έχουν οι Εγγλέζοι την τεχνική ως κυρίαρχη μαζί με την σωστή άρθρωση και την ορθή απαγγελία, όπως έχουν οι Αμερικάνοι δανεισμένοι από τους Ρώσους και τελειοποιημένη, εξελιγμένη από τους ίδιους τη «Μέθοδο» όπου εκεί ο ηθοποιός κάνει αναγωγή σε βιώματα δικά του και με αυτό τον τρόπο προσεγγίζει, έτσι κι οι Γάλλοι , ως κύριο χαρακτηριστικό του θεάτρου τους, έχουν το ρυθμό. Αυτό το τέλειο κούρδισμα, ανεξαρτήτως είδους. Αυτό που όλα είναι στην εντέλεια και δεν πρέπει να υπάρξει χάσμα. Μου έλεγε η Αλίκη, για τα χρόνια που θήτευσε δίπλα στην Κατερίνα, ότι η μεγαλη αγωνία της Κατερίνας, σε κάθε παράσταση ήταν ο ρυθμός. Οτι τους μάζευε πριν ανοίξει η αυλαία και τους υπενθύμιζε, συνήθως σε αυστηρό τόνο «το νου σας στο ρυθμό, μη ξεχαστείτε και χαλαρώσετε». Αν και Γερμανοσπουδαγμένη, είχε εντρυφήσει στο γαλλικό θέατρο και το ήξερες καλά.
Κι εμένα, όσες φορές έτυχε να δω θέατρο στο Παρίσι, μου είχε κάνει εντύπωση αυτό το επί Σκηνής…μοντάζ.
Πόσο μάλλον όταν το έργο είναι γαλλικό. Και δη κωμωδία. Δεν είναι τυχαίο πως το είδος της φάρσας αναπτύχθηκε και τράνεψε κι έγινε διεθνές εξαγώγιμο από Γάλλους συγγραφείς, από το γαλλικό θέατρο. Ακριβώς επειδή η φάρσα για να λειτουργήσει στη Σκηνή, θέλει ρυθμό. Να υπολογίζεις την ατάκα και το κλείσιμο της, να κάνεις σωστό μπάσιμο στη δική σου, οι πόρτες που ανοίγουν κι οι πόρτες που κλείνουν κι πόρτες που μπερδεύουν να είναι κουρδισμένες στο δευτερόλεπτο ώστε να μη γίνει χάσμα. Διότι έτσι και μπατάρει, μετά δεν σώζεται με τίποτα.
Κι υπάρχει κι ένα «πόσο μάλλον», ακόμα πιο σημαντικό, όταν η φάρσα δεν είναι πόρτες ανοίγουν-πόρτες κλείνουν παρά είναι κωμωδία η οποία μέσα από όλη αυτή την περιδίνηση , έχει και κάποιο περιεχόμενο, έχει κάτι να πει.
Οι κινηματογραφόφιλοι ίσως ξέρουν το έργο που παίζεται στο θέατρο «Αθηνών» (Βουκουρεστίου και Πανεπιστημίου), ως γαλλική κωμωδία «L’ emmerdeur» με τον Λίνο Βεντούρα ,τον Ζακ Μπρελ κι ελληνικό τίτλο «Ο κακός μπελάς» που το είχε σκηνοθετήσει ο εκλεκτός Εντουαρ Μολιναρό ή ως το αμερικανικο remake της, το «Buddy/buddy» , «Τα φιλαράκια» ντε, τελευταία ταινία που σκηνοθέτησε ο εκλεκτότερος των εκλεκτών , ο Μπίλυ Γουάιλντερ με το δίδυμο που ο ίδιος συνέταξε πρώτος, Τζακ Λέμον και Γουόλτερ Ματάτου.
Πρόκειται για τον ΦΡΑΝΣΙΣ ΒΕΜΠΕΡ, εκ των εκλεκτότερων Γάλλων συγγραφέων του είδους κωμωδία, ο οποίος μεταχειρίζεται από τους παλιούς, τους προκατόχους του, τους δασκάλους, τους «Σκριμπ» και τους «Φεντώ» του ,χωρίς να ξεχνά και τις λεπτότητες «Μαριβω» του, περισσότερο σε συναισθήματα , κωμικά δοσμένα παρά σε περιπλεγμένες φράσεις…. Με όλες αυτές τις αποσκευές , γραφει αυτή την κωμωδία. Την οποία βλέπουμε στη σκηνη του «Αθηνων» ως ‘ΜΗ ΣΟΥ ΤΥΧΕΙ»
Το έργο διαδραματίζεται σε ένα ξενοδοχείο , στη τωρινή επεξεργασία έχει μεταφερθει στο Παρίσι ενώ το αρχικό τοποθετείται στο Μονπελιέ. Εκεί λοιπόν έρχεται ένα γκανγκστερ , καταλύει σε ένα δωμάτιο με παράθυρο που έχει για θέα το δικαστικό μέγαρο στο οποίο θα καταθέσει ένα αρχιμαφιόζος και θα δώσει ονόματα και θα πάρει στο λαιμό του κόσμο. Ο γκάνγκστερ λοιπον ο δικός μας έχει έλθει με αποστολή , ως πληρωμένος φονιάς, να τον καθαρίσει κατά την προσαγωγή στο Δικαστήριο. Στο διπλανό δωμάτιο καταλύει ένας δυστυχής και κακορίζικος, που τον έχει παρατήσει η γυναίκα του επειδή δεν τον άντεχε κι αυτός έχει έρθει με σκοπό να αυτοκτονήσει στο δωμάτιο που είχαν περάσει το μήνα του μέλιτος. Και το τι θα γίνει από εκεί και πέρα , πως αυτοί οι δυο θα βρεθούν κοντά, πως θα αλληλοστηριχτουν, πως θα αλληλογρουσουζευτούν, πως θα χωθεί ο ένας στα πόδια του άλλου, πως θα ανακατέψουν το προσωπικό του ξενοδοχείου, το τοπικό νοσοκομείο, την Αστυνομία και πάνω από όλα τα υδραυλικά του ξενοδοχείου…Δεν λέγεται.. Το θέμα είναι ότι ο Βεμπέρ πολύ επιδέξια σε όλο αυτό έχει κρατήσει το ανθρώπινο στοιχείο κι όχι μόνο το φαρσικό, το παρεξηγησιάρικο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, το έργο να γίνεται ακόμα πιο οικείο στο θεατή και να ρίχνει το γέλιο ακόμα πιο πολύ με την ψυχή του διότι κατανοεί και την κωμωδία των παρεξηγήσεων, επειδή ο Βεμπέρ έχει δουλέψει πάνω στο χαρακτήρα του ηττοπαθούς κι από εκεί παρερμηνεύονται όλα.
Και βρισκόμαστε ενώπιον του ρυθμου , στον οποίο αφιέρωσα μακρύ πρόλογο. Μα δεν φαντάζεστε για τι πράγμα μιλάμε. Τόσο επιδέξια στημένο, τόσο δουλεμένο, πρέπει στις πρόβες να τους βγήκε η πίστη, πως να τον κρατάς αυτό το ρυθμό στον πόντο, να τρέμεις να μη σου ξεφυγει διότι αν σου ξεφυγει , χάθηκες. Κι όχι να μην ξεφεύγει αλλά να προκαλεί τον θαυμασμό, όχι εκείνον που συζητιέται θεωρητικά αλλά τον άλλο που αποδεικνύεται στην πράξη με το γέλιο να βγαίνει μέσα από την καρδιά. ΕΙΝΑΙ ΜΑΘΗΜΑ ΡΥΘΜΟΥ ΚΩΜΩΔΙΑΣ αυτή η παράσταση, που συνυπογράφουν ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΧΕΙΛΑΚΗΣ και ΜΑΝΩΛΗΣ ΔΟΥΝΙΑΣ. Σε μετάφραση του γαλλικού κειμένου ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΑΛΕΟΣ, με τους δυο δημιουργούς της παράστασης να έχουν κάνει παρέμβαση στα φύλλα κάποιων χαρακτήρων. Η εν λόγω παρέμβαση δεν αλλοιώνει σε τίποτα το πνεύμα και την ουσία του έργου, θα έλεγα ότι συμβάλλει περισσότερο συν ότι γίνεται πιο σύγχρονο στην αναφορά του.
Κι ενώ ξεκινάμε με την περιέργεια κατά πόσο ο ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΧΕΙΛΑΚΗΣ θα ανταποκρίνεται, μια και δεν είναι η κωμωδία το στοιχείο του, βρισκόμαστε ενώπιον μιας αποκάλυψης, στην οποία ΧΕΙΛΑΚΗΣ και ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ κάνουν μαθήματα.
Για τα περι ρυθμού τα είπα.Ο ΧΕΙΛΑΚΗΣ είναι το έτερο στοιχείο θαυμασμού διότι ,νομίζαμε και πρωτος από όλους το νόμιζε κι ο ίδιος ότι η κωμωδία δεν είναι το στοιχείο του, και ισως για αυτό να μην την είχε δουλέψει. Από δω και πέρα καλείται όλο αυτό να το ξεχάσει, ανήκει στο παρελθόν του διότι η παράσταση του «Μη σου τύχει» δηλώνει ότι όχι μόνο είναι στο στοιχείο του αλλά το κάνει κι αβίαστα. Δούλεψε πολύ την κωμωδία και τελικώς φανηκε, ανακάλυψε ίσως ; ότι υπηρεχε και φυση κωμική που η υπέροχη μπάσα φωνή του τον ωθούσε να δίνει προτεραιότητα στο δραμα. Αυτο που είπαμε περί ρυθμού έχει να κάνει και με το πως παίζει ο ηθοποιός. Ναι, και το αβίαστο είναι μέρος του. Κι η κωμωδία δεν αστειεύεται με τα παραστρατήματα. Εχει δουλέψει πολύ ο Χειλάκης το όλο εγχείρημα, το είδος , το έργο και φυσικά τον εαυτό τουκ ι έχει βρει πράγματα τα οποία όχι μονο ωφέλησαν τον ίδιο αλλά απλώθηκαν συντροφικότατα σε όλο το θίασο. Ολοι τους γίνονται απίστευτα κωμικοί και κανείς φυσικά δεν ξεφεύγει από το ρυθμό που το είπα και το ξαναλέω.
Το ίδια ισάξιος κι επάξιος είναι ο συμπρωταγωνιστής του, ο ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ. Στο ρυθμό της κωμωδίας αυτός καλείται να έρθει με «μέτρο». Είναι ο ρόλος τέτοιος που πρέπει να κρατά τα αντίθετα του Χειλάκη. Αν κρατηθεί ο Στυλιανου ως ανέκφραστος και μετρημένος, τότε η κωμωδία θα γίνει απολύτως ξεκαρδιστική. Αν παρασυρθεί από τα αστεία, το κάψαμε. Δείτε στην παράσταση προσεκτικά πως κρατάει τα ίσια, όπου στη μια μεριά της Σκηνής παίζεται η παραφροσύνη του ενός, στη διπλανή μεριά παίζεται η ψυχραιμία του εκτελεστή, και πως αυτά συνυπάρχουν , χάρη πλέον στους ηθοποιούς και γίνονται παρανάλωμα. Η ΤΑΝΙΑ ΤΡΥΠΗ είναι η ευνοούμενη της…αλλαγής φίλου, η γιατρός της είναι άλλο πράγμα, πως διακωμωδεί το δυναμισμό ειτε παίζει με τον Χειλάκη είτε με τον Στυλιανού-δεν μπορώ να πω περισσότερα..Το μόνο που θα πω για την Τρυπη επειδή δεν κινδυνευω να αποκαλύψω τα μυστικά του ρόλου της, είναι πως το παίξιμο της ουδέποτε προβλέπεται. Κι η άλλη ευνοημένη είναι η ΕΛΕΝΗ ΚΑΡΑΚΑΣΗ, μία σουμπρετοκαρατερίστα γαλλικού θεάτρου, με απόλυτη συναίσθηση του είδους αλλά κι εξουσία επ’ αυτού και με επιπλέον προσόν τη φωνή της ώστε να κάνει κωμικές και τις άριες. Το ίδιο και τα…κοστούμια (της). Στον ρυθμό της κωμικής περιδίνησης πλήρης η ανταπόκριση της νεαρής ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΞΥΓΚΟΡΟΥ, να αυτά είναι ο ρυθμός, να είναι συντονισμένος μαζί του όλος ο θίασος, όπως κι η «μπατσίνα» ΝΙΝΑ ΦΩΣΚΟΛΟΥ που στον συντομο ρόλο της εχει και αυτή να κάνει, αν μη τι άλλο έχει και μια κωμική…πάλη. Το δικό της παίξιμο πρέπει να είναι συντονισμένο με του Στυλιανού ενώ της Ξυγκόρου με του Χειλάκη. Το σκηνικό του ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΑΒΑΛΑ είναι εντελώς πρόσχαρο αλλά και με λύσεις για τη Σκηνή του «Αθηνών» όπου στα δυο συνεχόμενα δωμάτια έχουν να παίξουν και μπαλκόνια και γρίλιες κι ακροφοβίες που θέλουν κι αυτά το μέτρο τους.
Στα κοστούμια της ΜΑΡΙΑΣ ΚΟΝΤΟΔΗΜΑ, θαύμασα τη χαρά των χρωμάτων τους, ενίοτε όμως και την ειρωνεία τους.. Ενισχυσαν το είδος αλλά κράτησαν και φρένο. Ακριβως όπως όλη η παράσταση.
Οπότε, ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΓΕΛΑΣΕΙ, ξέρει που θα αποταθεί