Νομίζω πως η αντιπαραβολή Λάνθιμου και σύγχρονου ιταλικού σινεμά είναι μια καλή ευκαιρία για να αντιληφθούμε μερικά πράγματα και να απαντήσουμε σε μερικά ερωτήματα, να μπουν κάποια θέματα στο τραπέζι. Διότι μια ΒΑΣΙΚΗ αποστολή της κριτικής είναι και για να βάζει ζητήματα προς εξέταση στο τραπέζι κι όχι να μιλά σαν θεατής για το προσωπικό της γούστο, μεταφραζόμενο κι ως «ΕΓΩ», ή να βάζει «αστεράκια» και να νομίζει ότι αυτό το πράγμα ονομάζεται κριτική.
Όταν δεις τον «Αστακό» κι αμέσως μετά συμβεί να δεις το «ANIME NERE” (μεταφραζόμενο «μαύρες ψυχές»- αλλά όχι επίσημος ελληνικός τίτλος), ανεξάρτητα αν οι «anime nere» σου άρεσαν περισσότερο ως γούστο κι ο «Αστακός» λιγότερο ή και καθόλου, έχεις μια πρώτη απάντηση ιδίως αν συνηθίζεις να βάζεις το χέρι στην καρδιά.
Αυτό που βλέπεις στο «Anime nere» λοιπόν είναι κάτι που ξέρουν να κάνουν καλά οι Ιταλοί αλλά από την άλλη μαρτυρεί και μια ΣΤΑΘΜΕΥΣΗ. Και μάλιστα πολυετή. Και το πολυετές, είναι ταυτόσημο με το «χρόνιο». Και το «χρόνιο» παίρνει αρνητική διάσταση διότι ταυτίζεται με τις παθήσεις.
Ως λάτρης του ιταλικού κινηματογράφου και της ιταλικής κουλτούρας εν γένει και της ίδιας της Ιταλίας γενικότερα, καταλαβαίνω «που» σκοντάφτουν στα διεθνή fora.Στο ότι στρέφονται ως επί το πλείστον γύρω από όμοιες θεματικές ενώ οι ξένοι , κι όταν λέω ξένοι εννοώ Ακαδημίες κατά βάση αλλά και Φεστιβάλ ως ένα σημείο, που αναζητούν κάτι άλλο από τον σύγχρονο κινηματογράφο. Δηλαδή μια νέα πρόταση, μια άλλη έκφραση, ένα διαφορετικό πλησίασμα. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που τα τελευταία χρόνια ενώ κοιτούν προς τα εκεί, διότι είναι πάντα μια ΔΥΝΑΜΗ, δεν καταλήγουν στην Ιταλία. Να σκεφτεί κανείς ότι σε όλη την δεκαετία των 00ς, η Ιταλία έφτασε στην πεντάδα του ξενόγλωσσου Οσκαρ μόνο μία φορά, το 2006 με το «ΜΗΝ ΤΗΣ ΤΟ ΠΕΙΣ»(Bestia nel cuore) της Κριστίνα Κομεντσίνι, όταν η χώρα αυτή είναι «υπεύθυνη» για την καθιέρωση ξενόγλωσσου βραβείου στις Ακαδημίες ,και ξεκινάμε από τα Οσκαρ, λόγω του κινηματογράφου που παρήγαγε. Και κατέχει και το ρεκόρ τελικών διακρίσεων από όλες τις αναγνωρισμένες χώρες του ΟΗΕ. Κι ήταν υποψήφια σχεδόν κάθε χρόνο πριν αρχίσει να κάνει «νερά» στη δεκαετία του 80, να ξανασηκώνεται στα 90ς και μετά να ξαναπέφτει. Κι από το 2006 και μετά μόνο μία φορά προτάθηκε αλλά εκεί ΚΕΡΔΙΣΕ κιόλας, με την «ΤΕΛΕΙΑ ΟΜΟΡΦΙΑ» του ΠΑΟΛΟ ΣΟΡΕΝΤΙΝΟ, που πολλοί δεν έχουν καταλάβει το μέγεθος της αξίας εκείνης της ταινίας και την προσπερνούν επιπόλαια ως μια μίμηση του Φελίνι. Δεν ήταν μίμηση, ήταν η μετατροπή ενός δημιουργού σε είδος και για όποιον καταλαβαίνει από κινηματογράφο με κινηματογραφικούς όρους, το να μετεξελιχθεί ένας δημιουργός σε είδος, είναι μεγάλο απόκτημα. Κι αυτό αποτυπώθηκε ως ταινία στην «Τέλεια ομορφιά» από τον Σορεντίνο.
Όμως, κι αυτά είναι λίγα. Είναι όμως κι ενδεικτικά. Είναι το πότε στάθηκαν ξανά στην Ιταλία. Όταν είδαν κάτι εξελιγμένο, κάτι καινούργιο, κάτι διαφορετικό. ΚΙ όχι μόνο εκείνα που έχουν συνηθίσει να παράγουν οι Ιταλοί και τα οποία στον υπογράφοντα αρέσουν . Όμως, από την άλλη, καταλαβαίνω…
Καταλαβαίνω, βλέποντας το «Anime nere» του ΦΡΑΝΤΣΕΣΚΟ ΜΟΥΝΤΖΙ, πως με αυτό το έργο δεν μπορούν οι Ιταλοί να έχουν τύχη στις Ακαδημίες, δεν μπορεί να είναι έργο που αν έχει να πει κάτι σε εκείνους που ανακαλύπτουν τον Λάνθιμο ή και κάποιες άλλες ταινίες στις οποίες θα αναφερθώ σε μελλοντικά σημειώματα.
Τρία αδέρφια κι ένας πατέρας. Στον ιταλικό Νότιο. Είχαμε δει και τα «Τρία αδέρφια», τη μοναδική ταινία του Φραντσέσκο Ρόζι που είχε προταθεί για Οσκαρ. Μα πριν από 33 χρόνια!! Ο ένας αδελφός είναι έτσι, ο άλλος είναι αλλιώς, κοινός παρονομαστής η Ντράγκετα. Η «Μαφία» της Καλαβρίας. Το αίμα ξεπλένεται μόνο με αίμα κι όποιος μπλέξει με αυτές τις «παρέες» δύσκολα τη γλυτώνει τόσο ο ίδιος όσο κι η οικογένεια του. Η ταινία από το δράμα θα οδηγηθεί στην τραγωδία.
Βεβαίως, κάποιος που διαβάζει αυτό το σημείωμα , φτάνοντας στην παράγραφο για την υπόθεση της ταινίας ίσως πεί «μα ωραίο ακούγεται!». Τον προλαβαίνω: «ΚΑΙ ακούγεται και είναι και ωραίο». ΜΕ ΜΙΑ ΔΙΑΦΟΡΑ: Ο ιταλικός κινηματογράφος και προπαντός η ιταλική τηλεόραση η σύγχρονη που έχει πολύ καλό πράγμα διότι κι εκεί συμβαίνει κάτι ανάλογα με αυτό που συμβαίνει τελευταία στην Αμερική , και συμβαίνει ΚΑΙ στην υπόλοιπη Ευρώπη, με την τηλεόραση να απασχολεί επαγγελματικά τον κινηματογραφικό κόσμο των χωρών, ΕΙΝΑΙ ΓΕΜΑΤΗ ΤΕΤΟΙΑ. Γεμάτη από αυτού του είδους τα δράματα που έχουν να κάνουν κατά βάση ή με τη Μαφία ή με τον μουσολινικό φασισμό. Οι Ιταλοί κι οι Ιταλόφιλοι τα βλέπουμε και μας αρέσουν, οι ξένοι, όμως, Ακαδημίες κλπ, δεν αισθάνονται ότι καλύπτεται η ανάγκη εξέλιξης από ένα έργο που είναι μεν καλοφτιαγμένο αλλά είναι και για να περάσει η ώρα. Το βλέπει και στην τηλεόραση αυτό.
Και κάτι ακόμα: Ένα πρόβλημα της Ιταλίας, που είναι πρόβλημα και της Δανίας αλλά και της Ελλάδας και φαντάζομαι και κάποιων ακόμα χωρών που δεν γνωρίζω τα πρόσωπα της μαζικής τους κουλτούρας, είναι το ότι χρησιμοποιούν στο σινεμά τους ίδιους ηθοποιούς που χρησιμοποιούν και στην τηλεόραση. Όχι, όμως, με τον τρόπο που το κάνουν οι Αμερικάνοι με κάποιες κινηματογραφικές φίρμες που τις στέλνουν στην τηλεόραση όταν υπάρχει κάποια ρολάρα ώστε η φίρμα να πάρει και το «Εμμυ». Το κάνουν επειδή υπάρχει είτε ανεπάρκεια δυναμικού ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κινηματογραφικής και τηλεοπτικής βιομηχανίας , είτε από ευκολία στην…. ανακύκλωση. Και κακά τα ψέματα ο κινηματογράφος χρειάζεται τα δικά του πρόσωπα. Οι ηθοποιοί του «Anime nere» είναι γνωστοί στην Ιταλία από την τηλεόραση κι ο εκ των πρωταγωνιστών που παίζει τον μορφωμένο γιό με σύζυγο την ΜΠΑΡΜΠΟΡΑ ΜΠΟΜΠΟΥΛΟΒΑ (μια εξαιρετική και σέξυ Τσέχα ηθοποιό που κάνει καριέρα στην Ιταλία), ο ΠΕΠΙΝΟ ΜΑΤΣΟΤΑ, εμφανίζεται σχεδόν κάθε εβδομάδα στον εξαίσιο «Επιθεωρητή Μονταλμπάνο» από τα βιβλία του Αντρέα Καμιλέρι, όπου παίζει τον βοηθό του πρωταγωνιστή Λούκα Ζινγκαρέτι. Κι ο άλλος αδελφός στο έργο, ενσαρκώνεται από τον ΦΑΜΠΡΙΤΣΙΟ ΦΕΡΑΚΑΝΕ που έπαιζε σε δύο θαυμάσιες ιταλικές σειρές, το «Il capo de icapi» και στο «Palermo oggi».
Που μπορεί να έχει κάποια τύχη αυτή η ταινία στις Ακαδημίες; Στο να την ευχαριστηθούν ως θεατές κάποιοι άνθρωποι του σινεμά που φλόμωσαν στο να ανακαλύπτουν Λάνθιμους και Φον Τρίερ κι είπαν να δουν κι ένα «έργο».