Οπου ξεκινάμε για ταινία περιεχομένου αλλά παρακάτω ανακαλύπτουμε και τεχνικές χάρη στις οποίες αναδεικνύεται το περιεχόμενο και φυσικά ως επιστέγασμα έρχεται ο ερμηνευτής ΒΕΝΣΑΝ ΛΙΝΤΟΝ που κονόμησε για το παίξιμο του το ΒΡΑΒΕΙΟ ΑΝΔΡΙΚΗΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΣΤΙΣ ΚΑΝΕΣ .
Υπό μία προυπόθεση, όμως, όλα αυτά: Πως για ένα σχετικό διάστημα κατά την παρακολούθηση της ταινίας απαιτείται σχετική υπομονή από τον θεατή διότι τα παραπάνω δεν φαίνονται με τη μία, μα ξετυλίγονται λίγο λίγο, μερικές στιγμές εκνευρίζουν εκείνον που τα θέλει όλα και γρήγορα και μόνο όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους συνειδητοποιείς ότι είδες ένα εκπληκτικό φιλμ. Κι ότι ο ηθοποιός είναι άπαικτος.
Διότι, στη βιαστική «ανάγνωση» της ταινίας μπορεί και να αυθαδιάσεις περί «ερασιτεχνισμού» της κάμερας, περί κουραστικού νατουραλισμού, ακόμα και περί υπο-παιξίματος του πρωταγωνιστή. Δεν ισχύει τίποτε. Η ευθύνη βαραίνει τη βιασύνη τη δική μας.
Διότι ο σκηνοθέτης εφευρίσκει λιτούς τρόπους για να αφηγηθεί την ιστορία και να επιβάλει το περιεχόμενο του για να αναγνωρίσουμε ότι όλο αυτό είναι προιόν τεχνικής κατάρτισης κι ότι ήταν ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος για να πεί την ιστορία.
Κι η ιστορία έχει ψωμί, που και πάλι, στον τρόπο γραφής του σεναρίου , μπορεί να ξεκινήσουμε με ανάποδες διαθέσεις.
Πάμε λοιπόν στο έργο για να επεξηγήσω κι αυτά που εννοώ στον υπογραμμισμένο πρόλογο. Ω. ναι, με την ΑΝΕΡΓΙΑ έχει να κάνει το έργο, τη μάστιγα της εποχής μας στην Ευρώπη που θέλουμε να ανήκουμε και να μείνουμε (και δεν το λέω ειρωνικά) αλλά να ξέρουμε και τι ακριβώς συμβαίνει εκεί πέρα κι από τι θέματα εμπνέονται σεναριογράφοι και σκηνοθέτες στο ευρωπαικό σινεμά. Ο Γαβράς μας είχε δείξει στο «Τσεκούρι», με γκροτέσκο τρόπο, την διαδρομή ενός ανέργου προς το έγκλημα . Οι Νταρντέν μας έδειξαν τον αγώνα μιάς εργαζόμενης που περισσεύει στο εργοστάσιο εις βάρος των bonus των συναδέλφων της. Ο νεότερος Στεφάν Μπριζέ μας δείχνει μια άλλη εκδοχή στην ανεργία κι επειδή είναι η τρίτη σημαντική ταινία που βλέπουμε γύρω από αυτό το θέμα , ενεργοποιεί τις σκέψεις για το πόσα έργα, πόσα περιστατικά, πόσες εκδοχές, μπορεί ακόμα να δούμε.
Ο ήρωας του σεναρίου είναι για κάποιους αρκετούς μήνες άνεργος. Παντρεμένος, με παιδί προβληματικό, και με τα προβλήματα να τρέχουν, κατορθώνει και βρίσκει μία δουλειά αφού προηγουμένως περάσει κι από … ακρόαση. Κι η δουλειά αυτή είναι να επιτηρεί σε γιγαντιαίο εμπορικό κέντρο, πελάτες κι εργαζόμενους. Μόνο που η κρυμμένη παράγραφος της νέας αυτής «ειδικότητας» είναι πως καθίσταται υπεύθυνος σε ό, τι συμβαίνει αλλά οφείλει να είναι και παρών στις «ανακρίσεις» της επιτροπής που έχει ορίσει η επιχείρηση, για τον κάθε συλλαμβανόμενο.
Οπότε και θα γεννηθεί το δίλημμα «άνεργος ή ρουφιάνος».
Ο τρόπος που επιλέγει ο Στεφάν Μπριζέ να τα δείξει αυτά είναι πως μας περνάει από την ίδια διαδικασία που περνά κι ο ήρωας του δράματος. Παρακολουθούμε κάθε σύλληψη, κάθε ανάκριση, κάθε επιτήρηση, κάθε πανομοιότυπη ερώτηση, με τον ίδιο τρόπο. Είναι μία από τις παγίδες που μπορεί εύκολα να πέσουμε του στυλ «επαναλαμβάνεται», «μας λέει συνεχώς τα ίδια» μέχρι και τον ηθοποιό μπορεί να πιάσουν τα σκάγια και να αναρωτηθούν κάποιοι για ποιο λόγο πήρε βραβείο ερμηνείας.
Μα αυτό ακριβώς είναι και το μεδούλι του δράματος. Αυτά που χρειάζεται να επαναλαμβάνει ο ήρωας διαρκώς και μέσα από αυτά, χωρίς να το δείχνει, χωρίς να το λέει με λόγια σεναρίου, να προσθέτει κάθε φορά και ένα βοτσαλάκι αγανάκτησης στο ταραγμένο είναι του. Όταν τα καταλάβουμε αυτά, τότε συνειδητοποιούμε και τον απόλυτο ρεαλισμό πόσο αναγκαίος ήταν, τον προχωρημένο ή έστω έξω από τα καθιερωμένα τρόπο γραφής του σεναρίου, και την ερμηνεία του εκπληκτικού Βενσάν Λιντόν στην αποθέωση της έννοιας ΤΑΥΤΙΣΗ ΜΕ ΡΟΛΟ.
ΚΙ επειδή ευτυχώς το χαμπάρι των καινοτομιών το παίρνουμε εγκαίρως (ίσως όχι στο ίδιο σημείο όλοι οι θεατές κι οι επίλοιποι λήπτες του μηνύματος), ούτε βαριόμαστε, ούτε αγανακτούμε, αντίθετα φεύγουμε κι ευχαριστημένοι.
Κι αρχίζουμε τις συζητήσεις, για την ανεργία, για το τι γίνεται στην Ευρώπη, για τη μεσαία τάξη που έχει μεταβληθεί σε σύγχρονο προλεταριάτο, για το αν έχει δίκιο ο Τσίπρας, για τα μνημόνια κι αντιμνημόνια κι είναι ΒΕΒΑΙΟ πως ανάλογες συζητήσεις, με δικά τους δεδομένα , θα γίνονται σε κάθε χώρα, μετά την έξοδο από τον κινηματογράφο, είτε βρίσκεται αυτός στο Παρίσι είτε στις Βρυξέλλες είτε στο Βερολίνο είτε στην Κοπεγχάγη είτε ακόμα και στη Γενεύη…. Για τη Ρώμη, τη Βαρκελώνη και τη Μαδρίτη είμαι απολύτως πεπεισμένος….