Κι αυτό γιατί; Επειδή αγκαλιάστηκε από τους ξένους ένα σινεμά δικό μας για το οποίο δεν ρωτηθήκαμε. Αυτό είναι; Πάντως το ίδιο είχε γίνει και με τον Αγγελόπουλος όπου επί χρόνια δεν άρεσαν οι ταινίες του σε κανέναν αλλά από την ώρα που πήρε τον «Χρυσό Φοίνικα» ο κόσμος γέμισε «αγγελοπουλικούς»
Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί στο μέλλον με τον Λάνθιμο, μπορεί πάλι και να μη συμβεί.
Θα ήταν καλό βέβαια, ειδικά όσον αφορά στους κατ’ επάγγελμα κριτικούς αλλά και σε όποιον διατυπώνει μια κριτική θέση και άποψη, να ξεκαθαρίζεται το τι θέλουμε εμείς από το ελληνικό σινεμά και το τι ανακαλύπτουν οι ξένοι σε αυτούς τους μη «εγκριθέντες» Ελληνες σκηνοθέτες ή σε αυτό το σινεμά.
Κάπως έτσι μπορούμε να βρούμε την ισορροπία, αν και όλα ξεκινούν από το ότι δεν ξέρουμε οι ίδιοι τι πραγματικά θέλουμε από το ελληνικό σινεμά.
Στον «ΑΣΤΑΚΟ», όμως, πιά δεν έχουμε καν ελληνικό σινεμά παρά ΕΛΛΗΝΑ σκηνοθέτη, που εργάζεται στο εξωτερικό και παίρνει κι από την Ελλάδα κάποιους στενούς συνεργάτες. Οπότε, μην ανησυχείτε όλοι όσοι βγάζετε «φλύκταινες» με τη διεθνή επιτυχία κι αναγνώριση (των ταινιών) του Λάνθιμου, διότι ο «ΑΣΤΑΚΟΣ» είναι μια ξένη ταινία και δεν πρόκειται να χαλάσει την εικόνα του «άσπιλου» ελληνικού κινηματογράφου.
Ο «ΑΣΤΑΚΟΣ» είναι μια αγγλική ταινία, που ως αγγλική λειτουργεί καλύτερα, είναι ταιριαστή με το περιβάλλον και σίγουρα είναι από τις πιο φρέσκιες ματιές που συναντάμε φέτος στα φεστιβαλικά φιλμ κι ήδη μπαίνουν στη μέση κι οι Ακαδημίες. Είναι μια ολοκληρωμένη σουρεαλιστική ταινία, γεμάτη ιδέες και φρεσκάδα, που ένας ο οποίος δεν έχει διαβάσει τίτλους για να ξέρει το όνομα ή δεν έχει προκατάληψη για να δηλώσει το μέγεθος αυτής, θυμίζει συνδυασμό- ετοιμαστείτε για τα σοκ!- Μπουνιουέλ και Οργουελ ή και Χάξλευ.. Από πλευράς περιεχομένου.
Αχ, σας παρακαλώ , μην κάνετε έτσι για το όνομα Μπουνιουέλ σαν να σας τον έθιξα με την ανίερη σύγκριση διότι αν δεν υπήρχε ο μύθος του ονόματος κι οι ταινίες είχαν γίνει έτσι ακριβώς όπως είναι αλλά από Ελληνα σκηνοθέτη θα του σούρνατε του Ελληνα, όχι του μυθοποιημένου Μπουνιουέλ, τα μύρια όσα. Για να μην πω για τον «Θαυμαστό καινούργιο κόσμο» αν είχε γραφτεί στην Ελλάδα του ’70 και μετά όπου οι συγγραφείς έπρεπε να παρέχουν «θετικό» μήνυμα προς μια κατεύθυνση κι όχι αυτή την «αναρχοθολούρα» θα λεγόταν κάτι καλό.
Πάντως για να ησυχάσετε με τον Μπουνιουέλ, κι οι δικοί του συμπατριώτες, τα ίδια και χειρότερα του έσουρναν επί χρόνια και δεν ήταν λίγοι οι Ισπανοί που στον διαρκή ενεστώτα του δεν ήθελαν να ακούνε γι αυτόν. Ούτε για τις ταινίες του.
Λοιπόν. ΜΕ ΤΟ ΧΕΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΞΥ ΚΑΤΕΡΓΑΡΕΩΝ ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑ: Ο τύπος έχει πολύ ταλέντο, φευγάτο μυαλό, κινηματογραφική κατάρτιση. Δεν καταλαβαίνω γιατί παθαίνουν «ονείρωξη» κάποιοι με τις ταινίες του Ρόυ Αντερσον αλλά οι ίδιοι αυτοί φρικάρουν με τον Λάνθιμο. Ο «Αστακός» είναι πολύ πιο κινηματογραφικός στη δομή του από το υπερ-στατικό «Περιστέρι…» του Αντερσον. {Προσωπικά, δεν μου άρεσε καμμία από τις δύο για να την ευχαριστηθώ ως θεατής, προσωπικά ως κριτικός θα μου ήταν αδιανόητο να μην είμαι σε θέση να δώ την προσωπικότητα που ξετυλίγεται στην κάθε ταινία αλλά και την κινηματογραφικότητα με την οποία η κάθε προσωπικότητα αυτό-υποστηρίζεται.
Αυτός ο σουρεαλιστικός μύθος του σεναρίου όπου σε ένα ας το πούμε ξενοδοχείο μαζεύονται άνθρωποι μόνοι, με την υποχρέωση εντός συγκεκριμένης προθεσμίας να ζευγαρώσουν ειδάλλως θα μετατραπούν σε ζώα, έστω και δικής τους επιλογής, θα μπορούσε να είναι αφορμή και για παραμύθι, μπορεί να γίνει κι αφορμή για σουρεαλιστική σάτιρα, σουρεαλιστική κωμωδία, σουρεαλιστικό προβληματισμό, κάτι πάντως σουρεαλιστικό.
Ο χώρος, το ξενοδοχείο, το περιβάλλον, οι άνθρωποι γράφονται από τον Λάνθιμο και το συνεργάτη του ΕΥΘΥΜΗ ΦΙΛΙΠΠΟΥ καταρχάς ως σουρεαλισμός καθαρός και σκηνοθετούνται από τον Λάνθιμο με απόλυτη συνέπεια πάνω σε ένα ύφος.
Αρέσουν δεν αρέσουν, συνέπεια έχουν
ΚΙ η συνέπεια μπορεί και ταρακουνάει. Όχι, δεν ήμουν σε όλη τη διάρκεια της ταινίας ενας αποστασιοποιημένος κριτικός που δεν συμμετείχε. Όταν μπήκα στο νόημα της ταινίας, ναι της αφέθηκα χωρίς να την βαρεθώ καθόλου αλλά και χωρίς να είναι το είδος μου. Δεν είναι η πρώτη φορά άλλωστε που μου συνέβαινε κάτι τέτοιο ώστε να καταβάλλω προσπάθεια.
Εβλεπα τα πάντα εναρμονισμένα μεταξύ τους, αυτά που περιγράφω πιο πάνω, κι όταν αναλογιζόμουν πως αυτός που τα κάνει είναι ο Λάνθιμος δεν μπορούσα να μην αναγνωρίσω ότι έχει και κινηματογραφική αίσθηση και ταλέντο. Αυτό που με παρέσυρε ήταν το μοντάζ που δεν φαινόταν καθόλου αλλά ήταν αυτό που έδινε στην ταινία την πηγαία ροή της ώστε εγώ να παρασύρομαι από την ταινία και να μην το καταλαβαίνω. Στο τέλος φυσικά είδα πως το υπογράφει ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΓIΩΡΓΟΣ ΜΑΥΡΟΨΑΡΙΔΗΣ, που οφείλει κάποια στιγμή, και ίσως οι ταινίες του Λάνθιμου με τη διεθνή ακτινοβολία τους του δώσουν τη δυνατότητα, να αναγνωριστεί με ένα OSCAR. O Μαυροψαρίδης είναι μεγάλη μορφή στο μοντάζ και κάνει όλα όσα οι άλλοι (όχι οι μοντέρ) δεν καταλαβαίνουν.
Ξετρελλάθηκα επίσης με τη φωτογραφία. Την ομοιογένεια της, το ποιητικό ύφος της, τα παράξενα χρώματα της. Για να δω στη συνέχεια ότι κι ο διευθυντής φωτογραφίας είναι ΕΛΛΗΝΑΣ, ο ΘΥΜΙΟΣ ΜΠΑΚΑΤΑΚΗΣ. Οπου πληροφορήθηκα, πως η φωτογραφία έχει γίνει με ΦΥΣΙΚΟ φως και μόνο στα εσωτερικά έχουν μεσολαβήσει οι φωτισμοί των προβολέων, όπου κι εκεί πετυχαίνεται τρομερή ομοιογένεια.
Κι όταν βλέπεις και τους ηθοποιούς, εκεί καταλαβαίνεις επίσης ότι ο Λάνθιμος έχει πολύ ταλέντο. Διότι στο έργο παίζουν φίρμες μεγάλες: ΚΟΛΙΝ ΦΑΡΕΛ, ΛΕΑ ΣΕΥΝΤΟΥ, ΡΕΙΤΣΕΛ ΒΑΙΣ, ΤΖΟΝ ΡΑΙΛΙ.
Ολοι αυτοί είναι ηθοποιοί του Χόλυγουντ. Μερικοί είναι κι ΟΣΚΑΡΟΥΧΟΙ ή έστω ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ του. Κάποιοι άλλοι είναι μόνο σταρ. Όπως ο ΚΟΛΙΝ ΦΑΡΕΛ. Ολοι τους όμως είναι κάποια ακριβά ονόματα που οι ατζέντηδες τους δεν τους έχουν για «σκότωμα». Το ότι εμπιστεύονται στον Λάνθιμο τα ονόματα αυτά, κάτι σημαίνει. ΚΙ είναι φανερό τι σημαίνει. Πότε άλλοτε τον είδαμε έτσι τον Κόλιν Φάρελ με τις κοιλίτσες, με το μουστακάκι και το τονισμένο φρύδι με γυαλάκι μυωπίας σαν φάτσα αλα Γκράουτσο Μαρξ; Ως αποτέλεσμα ρόλου.
Ναι, τον εμπιστεύτηκαν τον Λάνθιμο οι ατζέντηδες για να δώσουν στους πελάτες τους ηθοποιούς μια καλλιτεχνική απόχρωση που το Χόλυγουντ δεν τους τη δίνει, αντίθετα τους έχει μόνο για να βγάζει χρήματα από την τυποποίηση τους. Ειδικά στην περίπτωση του Κόλιν Φάρελ τούτο είναι παραπάνω από εμφανές. Κι οι υπόλοιποι ηθοποιοί έχουν ο καθένας το «δωράκι» του. Κι η ΑΝΤΡΙΑΝ ΛΑΜΠΕΡΤ μου άρεσε για πρώτη φορά, έδωσε ένα πολύ ιδιάζον ταραγμένο συναίσθημα στην καμαριέρα της.
Δυστυχώς ή ευτυχώς ο «ΑΣΤΑΚΟΣ» δεν είναι ελληνικός κινηματογράφος οπότε μη στενοχωριέστε……