Αυτό το σημειώνω επειδή το έργο στερείται ενός στοιχείου, ίσως βασικού, για την προσέλκυση κοινού, που, τελικώς αποδεικνύεται «δευτερεύον» κι αξίζει να το κοιτάξουμε και να το αναλύσουμε όσο μπορούμε.
Και για να έχει αυτή την ανταπόκριση του κοινού σημαίνει ότι αν όχι σωστά, σίγουρα πάντως μελετημένα, ενήργησε ο ΟΛΙΒΕΡ ΣΤΟΟΥΝ στο πως ήθελε να κάνει αυτή η ταινία, πως ήθελε να είναι αυτή η ταινία.
Της λείπει το στοιχείο της δύναμης.
Η δύναμη στα έργα, αξίζει εδώ να ειπωθεί, δεν προέρχεται από το θέμα αλλά από τους χαρακτήρες, από το κατά πόσο το θέμα, το οποιοδήποτε θέμα, περνά στις προσωπικές σχέσεις, φτιάχνει σύνθετους χαρακτήρες, τους οδηγεί σε σύγκρουση με το περιβάλλον ή με τους εαυτούς τους και τελικώς αυτό στο οποίο αναφέρεται γίνεται καθοριστικό για τον άνθρωπο.
Ο Ολιβερ Στόουν που ως καλός σεναριογράφος και καλός σκηνοθέτης έχει φτιάξει στο παρελθόν, στις μεγάλες ταινίες του σκηνές δυνατές, που δείχνουν τον άνθρωπο παγιδευμένο μέσα στο πρόβλημα που θίγει το έργο, εδώ απλώς το υποδεικνύει. Τόσο…. Όσο…
Την ιστορία του Σνόουντεν που «χάκαρε» τα μυστικά των Ηνωμένων Πολιτειών και τελικά απολαμβάνει ασύλου στη Ρωσία για να μην τον βρουν και τον καταδικάσουν για εσχάτη προδοσία, το επεξεργάζεται με βάση τα γεγονότα.
Τον ενδιαφέρει δηλαδή και πάλι να φτιάξει ένα έργο σαν ντοκουμέντο όπου εδώ το ντοκουμέντο είναι το απόλυτο ζητούμενο. Το εντελώς αντίθετο του «Νίξον» δηλαδή όπου εκεί την είχε δει κάπως σαν Σαίξπηρ κι ήθελε να δώσει διαστάσεις σαιξπηρικού, μεγαλειώδη ήρωα υψηλών τόνων κι αντιφάσεων
Ετσι, με την ιστορία του ήρωα και της κοπέλας δεν νιώθουμε , διότι δεν υπάρχουν οι ανάλογες σκηνές, μια δραματική υπερεκχείλιση στις σχέσεις τους για αυτά που συμβαίνουν στον ήρωα, λείπει μια σκηνάρα ας πούμε σαν κι εκείνη στο «Εξπρές του μεσονυκτίου» με τον αυνανισμό του φυλακισμένου όταν ακουμπά το τζάμι που έχει ακουμπήσει το στήθος της η κοπέλα του και φτιάχνει μια σκηνή υψίστης σεναριακής δύναμης που προβάλλει την ανθρώπινη απελπισία η με τις προσωπικές σκηνές του Τομ Κρουζ στο «Γεννημένος την 4η Ιουλίου» που ήταν υποδείγματα δραματικής δύναμης.
Εδώ τον ενδιαφέρει η καταγγελία καθαυτή, που πάντα τον ενδιαφέρει αλλά που στα καλά του έργα την δείχνει μέσα από δράματα προσώπων.
Το ανάλογο συμβαίνει και με τα πρόσωπα. Κι ενώ είναι ένας σκηνοθέτης που έχει αναδείξει στις ταινίες του καθιερωμένους και μη ηθοποιούς με τους δυνατούς ρόλους που τους έχει γράψει , εδώ βλέπουμε σωρεία γνωστών και καλών ηθοποιών (από την ΜΕΛΙΣΑ ΛΗΟ ως τον ΝΙΚΟΛΑΣ ΚΕΗΤΖ αλλά και τον ΤΟΜ ΓΟΥΙΛΙΚΙΝΣΟΝ) να μην αναδεικνύονται, να μην έχουν ρόλους, να δανείζουν απλώς τις φυσιογνωμίες τους. Αρα, να τους λείπει το ανθρώπινο «ψαχνό». Μόνη εξαίρεση ο ΡΙΣ ΑΙΦΑΝΣ στον οποίο προσφέρει μια σκηνή συντριβής στο φινάλε , που ο ηθοποιός την αποδίδει με εκφραστική λιτότητα και του ολοκληρώνει τον «σύντομο» χαρακτήρα που από άτομο παρασκηνιακής εξουσίας βρίσκεται εκτεθειμένος στην κοινή συνείδηση. Και βεβαίως το ίδιο ισχύει και για τον πρωταγωνιστή ΤΖΟΤΖΕΦ ΓΚΟΡΝΤΟΝ ΛΕΒΙΤ, που για τον ηθοποιό φαινόταν σαν χρυσή ευκαιρία να πρωταγωνιστήσει σε ταινία του Ολιβερ Στόουν παίζοντας αυτόν τον αμφιλεγόμενο ήρωα που από συντηρητικός Ρεπουμπλικάνος βρέθηκε να είναι χάκερ «ουσίας» αλλά στην πραγματικότητα ο Στόουν τον «χρησιμοποίησε», τόσο όσο να του εξυπηρετεί την αντίληψη. Του έδωσε πράγματι στοιχεία χαρακτήρα που να υποδεικνύουν διάφορα στάδια από τα οποία περνά ο χαρακτήρας αλλά ήταν απλώς υποδείξεις, δεν κατέληγαν σε «ρολάρα»
Κι αυτό επειδή είναι ολοφάνερο πως ήθελε να προβάλει το γεγονός, το ντοκουμέντο. Ετσι, την κινηματογραφική παντογνωσία του την επιστράτευσε ο Στόουν για να μοντάρει ιλιγγιωδώς σκηνές πληροφοριών, αυτές να κλιμακώσει, μέσα από σύντομες σκηνές στο γράψιμο που ήταν κι αυτές τόσο….όσο και με ντεκουπάζ υψηλής γνώσης.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο θεατής να απολαμβάνει καταγγελία και πληροφορία και μάλιστα καταγγελία χωρίς λεκτικές κορώνες ώστε να μοιάζει με κήρυγμα, να γουστάρει τα όσα ξεσκεπάζονται και βγαίνουν στο φως, να βλέπει πως φτάνει το μαχαίρι ως το κόκκαλο (των πληροφοριών πάντα!) και να μη γλυτώνει από τα βέλη του ούτε ο Πρόεδρος Ομπάμα ο οποίος ελέγχεται τρομακτικά από την ταινία για τη στάση που κράτησε στο θέμα των υποκλοπών.
Κι έτσι η ταινία ενώ δεν σε παρασύρει με την ανθρώπινη , δραματική δύναμη της, σε συναρπάζει με αυτά που λέγονται, με το ρυθμό που γίνονται, με την κινηματογραφική τεχνική μοντάζ και ήχου (εδώ μέσα κι η παρείσφρηση της μουσικής) και με τη ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ του βραβευμένου με το ΟΣΚΑΡ για το «SLUMDOG MILLIONAIRE» ΑΝΤΟΝΥ ΝΤΟΤ ΜΑΝΤΛ ο οποίος κάνει μια εκπληκτικά σύνθετη δουλειά με κάμερα, φωτισμούς και χρήση φακών και προσθέτει στην ταινία και ΟΨΗ.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η ταινία να ικανοποιεί το κοινό, το οποίο ακόμα κι όταν δεν είναι σε θέση να εξηγήσει αναλυτικά (και δεν είναι κι η δουλειά του) στέλνει θετικό μήνυμα στόμα με στόμα.
Κι εδώ καταλήγουμε στον Ολιβερ Στόουν, σε αυτό που είπα και πιο πάνω, ότι συνειδητά το έκανε έτσι, το αποδεικνύει περίτρανα στο φινάλε που βάζει και τον ίδιο τον Σνόουντεν, εξαιρετικά φωτισμένο κι αυτόν να μιλά ο ίδιος, κάτι που στο σινεμά με ενοχλεί πολύ στα τελευταία 20 και κάτι χρόνια που συμβαίνει ως μόδα κι εξελίσσεται πιά σε κατάσταση, να βάζουν και το αληθινό πρόσωπο για την πιστοποίηση. Σε κάποιες βέβαια ταινίες, όπως ήταν η «Λίστα του Σίντλερ» ή ο «Αντιρρησίας συνείδησης» για τον οποίο θα γράψω στις επόμενες μέρες, ανεβαίνει έτσι η δραματικότητα των όσων έχουν προηγηθεί-κακά τα ψέματα. Σε κάποιες άλλες, όμως, η ντοκουμενταρίστικη παρουσία χαλά τη μαγιά, κυρίως αν η μαγιά έχει πρόβλημα δραματοποίησης και προσπαθεί να επιβληθεί δια του ντοκουμέντου.