Κι ότι σίγουρα ο Μελ Γκίμπσον είναι όχι μόνο πολύ καλύτερος σκηνοθέτης από ό,τι ηθοποιός (όχι πως του λείπει το υποκριτικό ταλέντο) αλλά είναι ένας εκπληκτικός σκηνοθέτης, με προσωπικότητα, γνώσεις και με τόλμη τόσο στην έκθεση προσωπικών απόψεων που μπορεί και να μην αρέσουν όσο και στον τρόπο, στον ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ τρόπο παρουσίασης τους.
Σε τούτη πια την ταινία, μια κι είχα να δω κάτι δικό του πολύ καιρό, διαπιστώνω οριστικά όλα τα παραπάνω και σκέφτομαι ότι μάλλον πάει ως ένα βαθμό να διαδεχτεί τον Κλιντ ή να γίνει ένας δεύτερος Κλιντ. Κλιντ Ηστγουντ εννοώ.
Εχει κι αυτός, όπως κι εκείνος , τις δικές του θέσεις κι εμμονές, σε ένα βαθμό συντηρητικές όπως κι ο άλλος, τις οποίες ξέρει να υπερασπίζεται, έχει τον τρόπο αυτές τις θέσεις να τις δείχνει με κινηματογραφικούς όρους μέσα από την αναζήτηση κατάλληλων σεναρίων κι αυτό τον κάνει ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ, αποδεικνύει τεράστιες γνώσεις πάνω στο σινεμά, στη σκηνοθεσία και στην όλη οργάνωση του σινεμά καθώς και στο ρόλο που παίζει το σενάριο κι έχει και προσωπική υπογραφή, όπως πλέον διαπιστώνεται, που από ταινία σε ταινία την επιβάλλει και περισσότερο.
Θρησκευόμενος σε συντηρητικό βαθμό, προβάλλει ταυτόχρονα τη βία η οποία είναι αναπόφευκτη στα θέματα που διαλέγει σαν να τον ελκύει λίγο σαδιστικά (προς Θεού όχι στο βαθμό που το κάνουν κάτι Ασιάτες τους οποίους εξυμνούν και θυμούνται την «κακή» βία μόνο όταν πρόκειται για ταινία του Μελ Γκίμπσον) αλλά και κινηματογραφικά , μέσα από σενάρια που περιλαμβάνουν «πράξεις σπουδαίες και τέλειες», συγκρούσεις εθνικές, θρησκευτικές, πολιτισμικές αλλά και αρχών προσωπικών πάνω σε μεγάλα ζητήματα όπως είναι ο πόλεμος κι αυτά όλα φανερώνονται εξαιρετικά στο τελευταίο του φιλμ.
Στο οποίο δεν παίζει, δεν μοστράρει πια τον εαυτό του ,λειτουργεί καθαρά κι απόλυτα ως σκηνοθέτης!!! Τον ελκύει ως θέμα η περίπτωση ενός υπαρκτού προσώπου (από τις λίγες περιπτώσεις που στο τέλος εμφανίζεται ο αληθινός και δεν αισθανόμαστε ότι το παρατράβηξε με το «ντοκουμέντο»- αντίθετα το κλείσιμο της ταινίας με τον αληθινό χαρακτήρα υπογραμμίζει τη δραματουργική δύναμη αυτού που παρακολουθήσαμε), ενός ανθρώπου που αρνιόταν να κρατήσει όπλο ενώ στρατεύτηκε για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που ήδη μαινόταν.
Όχι, δεν ήταν ένας κουάκερος , δεν ήταν σαν κι εκείνον που έπαιξε ο Γκάρυ Κούπερ στο ξεχασμένο σήμερα αριστούργημα του ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΓΟΥΑΙΛΕΡ «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΙΧΩΣ ΟΠΛΑ» (Friendly persuasion), που είχε πάρει «Χρυσό Φοίνικα» στις Κάνες του 1957 κι ήταν υποψήφιο για έξη Οσκαρ, δεν είναι ένας θρήσκος που στη δική του αίρεση τα όπλα είναι εκτός. Εχει να κάνει με προσωπικές αρχές, με προσωπική απόφαση, όπου ένα μεστότατο σενάριο το οποίο έχει προέλθει από βιβλία, εξηγεί πως σταδιακά ο ήρωας αυτός έγινε αντιρρησίας συνείδησης. Είναι η παιδική ηλικία όταν στο βίαιο παιχνίδι επάνω, παρά λίγο να σκοτώσει τον αδελφό του, είναι ο μέθυσος πατέρας με τα ξεσπάσματα βίας όπου ένα βράδυ υπερασπίστηκε τη μητέρα από τον ξυλοδαρμό του μέθυσου και πρόταξε στον τελευταίο απειλητικά το όπλο κι ύστερα ντράπηκε για αυτό, είναι κι αυτός ο πατέρας που κουβάλαγε το δικό του πένθος από τον προηγούμενο πόλεμο και το ξέσπαγε στην οικογένεια με μεθύσια, κατάθλιψη κι απειλές, είναι όλα αυτά που ένα χαρακτήρα ευαίσθητο με κρίσεις συνείδησης πως βρέθηκε δύο φορές στα πρόθυρα μη εξαγνισμένου αμαρτήματος, όπως είναι ο φόνος , κατέληξε κάποτε στη ζωή του σε αυτή την απόφαση. Ερχεται, όμως, ο πόλεμος, ζητά να καταταγεί, είναι πατριώτης, δεν είναι λιποτάκτης ούτε φυγόμαχος, όμως θέλει να βοηθήσει σε άλλες υπηρεσίες στο στρατό, ως βοηθητικός νοσοκόμος. Κι εκεί έρχεται αντιμέτωπος με την καζούρα, την ειρωνεία, εκεί σιγά προβάλλεται στο χαρακτήρα μια «θρησκευτικών» διαστάσεων θα λέγαμε εμμονή στον όρκο και στις αρχές… αλλά ο πόλεμος είναι πόλεμος. Όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για εκείνους που έκαναν την καζούρα ενώ προλαβαίνει το εξαίρετο κι από πλευράς σεναριακής οικονομίας συγγραφικό πόνημα, να φέρει όλους τους χαρακτήρες που συμμετέχουν στη διανομή σε μια ολοκλήρωση, σε μια κορύφωση είτε μέσα από μεταμέλεια που έρχεται επαγωγικά μέσα από τις περιστάσεις κι όχι αυθαίρετα σαν από μηχανής θεός ώστε να «γίνει» το έργο είτε μέσα από μια εξέλιξη και περαιτέρω διάσταση όπως στην περίπτωση του πατέρα του ήρωα.
Κι έτσι, στο πρώτο μέρος έχουμε παρακολουθήσει ένα δράμα υπό εξέλιξη κι υπολογισμένη σταδιακή κλιμάκωση σαν να βλέπαμε πολεμικό φιλμ ενώ ακόμα δεν έχουμε μπει κινηματογραφικά στον πόλεμο, στη συνέχεια οι χαρακτήρες , στο δεύτερο μέρος δηλαδή, δοκιμάζονται πλήρως με τη μεταφορά τους στο ιαπωνικό μέτωπο. Κι εκεί γίνεται ένας καταπληκτικός συνδυασμός. Αφενός οι χαρακτήρες εξακολουθούν να ξεδιπλώνονται κι αφετέρου απολαμβάνουμε πολεμικό κινηματογράφο επιπέδου, σε κάποια σημεία, «διάσωσης στρατιώτη Ράυαν». Οι πολεμικές σκηνές του δεύτερου μέρους είναι απλώς ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΕΣ. Ολη η βία του πολέμου αποτυπώνεται με συγκλονιστικό τρόπο κάνοντας το έργο βαθύτατα αντιπολεμικό και συγχρόνως υπέρμετρα πατριωτικό και πορτραίτο ενός ιδιαίτερου ιδεαλιστή ανθρώπου.
Οι ήχοι και το μοντάζ καθώς και το μακιγιάζ με τα διαμελισμένα κορμιά που τα δείχνει αλλά και τα προσπερνά γρήγορα, μεταβάλουν τους καλλιτεχνικούς συντελεστές σε αξιωματικούς στρατού που συμμετέχουν στην επιχείρηση υπο τις διαταγές του στρατηγού Μελ. Ο κινηματογραφικός στρατηγός συντονίζει τις «επιχειρήσεις» του μοντέρ, των ηχοληπτών, των μακιγιέρ αλλά και του διευθυντή φωτογραφίας , σκηνοθετώντας όλα αυτά, ο ήχος είναι απόλυτα «σκηνοθετημένος», δεν είναι απλώς η καλή δουλειά του team ηχοληψίας. Το μοντάζ έχει επιλέξει σκηνές από απεριόριστο υλικό κι όλοι μαζί συνθέτουν υπο την καθοδήγηση του «στρατηγού» τη φρικίαση του πολέμου αλλά όχι και την απώθηση του θεατή.
Στους ηθοποιούς επίσης επενδύει σε άγνωστα, άφθαρτα πρόσωπα. Ολο το θέλει καινούργιο. Ο ΑΝΤΡΙΟΥ ΓΚΑΡΦΗΛΝΤ , αυτός ο ηθελημένα «λίγος» κι από πλευράς σωματικών διαστάσεων νεαρός ηθοποιός, που τον δηλώνει και το σενάριο ως κάπως έτσι, υπό την καθοδήγηση του Μελ βγάζει ήρεμη στην αρχή και συγκλονισμένη στην συνέχεια ανθρώπινη δύναμη. Οι φάτσες που τον πλαισιώνουν είναι εξαιρετικά υπολογισμένες, μια εκπληκτική συνεργασία του Μελ Γκίμπσον με τον casting directo rόπου μάζεψαν ηθοποιούς κυρίως από Αυστραλία και θα ήθελα εδώ να επισημάνω τον άγνωστο μου ΛΟΥΚ ΜΠΡΕΙΣΥ, που ξεκινά ως ελεεινός τσόγλανος και μετά γίνεται ο σύντροφος στη μάχη ή τον ΧΙΟΥΓΚΟ ΓΟΥΙΒΙΝΓΚ που αποδίδει εξαίρετα και παραστατικότατα τα σύνθετα χαρακτηριστικά του πατέρα, βεβαίως και τη γνωστή μας ΡΕΙΤΣΕΛ ΓΚΡΙΦΙΘΣ που παίζει τη μητέρα χωρίς μεγάλο ρόλο αλλά με κάποιες δραματικές πρωτοβουλίες της ηθοποιού στο κλίμα που της έχει φτιάξει ο Γκίμπσον κλπ, κλπ, δεν αναφέρω άλλους θα έπρεπε να αντιγράψω κατάλογο.
Είναι μια πολύ καλή ταινία, η πρώτη καλή, όπως λέω και στον πρόλογο, που βλέπω τη νέα σαιζόν από Αμερική. Ενας γεμάτος, δυνατός, πλούσιος κινηματογράφος
ΥΓ. Δεν θα έλεγα όμως τα ίδια, ως «μεγάλη επιστροφή του Μελ Γκίμπσον» και για το «BLOODFATHER»- του ΗΘΟΠΟΙΟΥ ΜΕΛ ΓΚΙΜΠΣΟΝ. Όχι πως είναι κακός αλλά πραγματικά πρόκειται για ταινία «της σειράς», για την απόλυτη μετριότητα σε όλα τα επίπεδα που κάπως θέλει να γίνει «ποιοτική ενός παρελθόντος» αλλά ξεχνιέται γρήγορα. Ο Μελ Γκίμπσον εμφανίζει ένα καινούργιο, κουρασμένο πρόσωπο, τονίζει την ηλικία που πέρασε κι όπως αυτή αποτυπώνεται στα χαρακτηριστικά του αλλά δεν έχει πολλά να δώσει από κει μετά. Παίζει ένα πρώην μπάτσο που θέλει να σώσει την κόρη του η οποία έχει μπλέξει με τα ναρκωτικά κι εκείνοι που την έμπλεξαν απειλούν να την σκοτώσουν. Κοινοτοπίες. Σκηνοθέτης είναι ο Γάλλος «περιπετειάς» ΖΑΝ ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΡΙΣΕΤ.