Ξετρελάθηκα με τον σεναριογράφο-σκηνοθέτη ΜΠΑΡΥ ΤΖΕΝΚΙΝΣ, τον οποίο δεν γνώριζα και ξετρελάθηκα και με τις δύο ιδιότητες του, τόσο του σεναριογράφου όσο και του σκηνοθέτη. Τουλάχιστον αυτή η ταινία, επειδή δεν μου αρέσει να γενικεύω, ανήκει σε εκείνη την εκλεκτή κατηγορία ταινιών τύπου ΜΠΙΛΥ ΓΟΥΑΙΛΝΤΕΡ, ΤΖΟΤΖΕΦ ΜΑΝΚΙΕΒΙΤΣ, ΡΟΜΠΕΡΤ ΜΠΕΝΤΟΝ (που κάποιοι υποτιμούν ανοήτως) και φτάνω ως ΓΟΥΝΤΥ ΑΛΕΝ και ΙΝΓΚΜΑΡ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ όπου σκηνοθεσία και σενάριο είναι ένα πράγμα ενιαίο κι αξεδιάλυτο. Υπάρχουν πολλοί καλλιτέχνες διπλής ιδιότητας, του να είναι δηλαδή σεναριογράφοι και σκηνοθέτες των σεναρίων τους αλλά σε κάποιους υπερτερεί η μία ιδιότητα, συνήθως του σεναριογράφου. Εδώ μιλάμε και για σκηνοθέτη. Ολκής.
Κι όταν εκ των υστέρων διάβασα (διότι εκ των υστέρων φροντίζω να παίρνω τις πληροφορίες ώστε να βλέπω τα φιλμ ανεπηρέαστος) ότι είναι γεννημένος στο Μαιάμι, κατάλαβα ακόμα περισσότερα. Ναι, υπάρχει ΒΙΩΜΑ στο έργο κι είναι ολοφάνερο.
Είπα λοιπόν στην αρχή, στον τίτλο, ότι είναι ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΕΡΓΟ ΑΦΡΟΑΜΕΡΙΚΑΝΩΝ ΠΟΥ ΕΒΓΑΛΕ ΤΟ ΧΟΛΥΓΟΥΝΤ. Ναι, δεν έχει καμία σχέση με όλα όσα ξέρουμε κι έχουμε δει από τότε που η μαύρη κοινότητα σήκωσε κεφάλι και ζήτησε συμμετοχή και στα κινηματογραφικά πράγματα. Ξέραμε ως τώρα ταινίες με ήρωες κάποιους ταλαιπωρημένους Αφρο-Αμερικάνους που υπέστησαν τον ρατσισμό, συνήθως βιογραφίες και θέματα based on a true story, για τον πρώτο μαύρο …..αστροναύτη, για τον μαύρο σκλάβο που παρασημοφορήθηκε, για τη μαύρη γυναίκα την κατατρεγμένη κλπ, κλπ. Κάπως έτσι είναι και τα άλλα φετινά φιλμ με Αφρο-Αμερικανούς ήρωες. Δεν τα υποτιμώ, δεν το λέω ειρωνικά, όχι μόνο τα σέβομαι αλλά και κατανοώ την ανάγκη τους να πουν, τώρα που βγήκαν στο σινεμά, τις δικές τους ιστορίες.
Αυτή εδώ όμως η ταινία δεν έχει καμία σχέση με τα παραπάνω. Δεν είναι ούτε προπαγάνδα των δεινών τους , δεν είναι κήρυγμα , δεν είναι αγιοποίηση. Είναι κινηματογράφος ολκής που μας λέει μια δραματική ιστορία η οποία διαδραματίζεται στις κοινότητες των Αφρο-Αμερικανών του Μαιάμι, σε λούμπεν περιβάλλον, και καταφέρνει να μην έχει σχέση ούτε με τις ανάλογες ταινίες «τσαντίλας» του Σπάικ Λή! Είναι σαν να παντρεύτηκαν ο ΠΙΕΡ ΠΑΟΛΟ ΠΑΖΟΛΙΝΙ με τον ΗΛΙΑ ΚΑΖΑΝ σε αφρο-αμερικάνικο σκηνικό.
Είναι ένα καταπληκτικό γράψιμο όπου το σενάριο χωρίζεται σε τρεις πράξεις για να μας πει την ιστορία του ήρωα, όπου κάθε πράξη τον βρίσκει και σε διαφορετική ηλικία. Τρεις φάσεις της διαδρομής του μέσα στο συγκεκριμένο περιβάλλον, όπου κάθε πράξη τελειώνοντας ανοίγει στο τέλος πόρτα για να περάσουμε στην επόμενη κι όπου κάθε πράξη τελειώνει με μια ολοκλήρωση αλλά και με άνω τελεία.Για να μας πάει παρακάτω και να μας οδηγήσει σε απρόβλεπτες εξελίξεις.
Είναι η ιστορία ενός παιδιού, παραμελημένου από τη μητέρα του, χωρίς πατέρα, η οποία μητέρα είναι πρεζόνι και ζει από τις βίζιτες. Ζει κι αυτόν βέβαια από τα λεφτά της βίζιτας. Ως παιδί παρατημένο, εκδηλώνει συμπτώματα ηττοπάθειας και φοβίας. Και γίνεται εύκολος στόχος για «μπούλινγκ». Όμως ο καλός άγγελος έρχεται με τη μορφή ενός διακινητή ναρκωτικών που παίρνει το παιδί υπό την προστασία του και μαζί με την γκόμενα του, του στήνουν σκηνικό και περιβάλλον οικογένειας. Ο dealer του εμφυσεί την αυτοπεποίθηση. Ναι, στη δεύτερη πράξη η ιστορία προχωρεί με δικά της βήματα προς κατευθύνσεις άλλες από εκεί που ξεκινήσαμε ενώ η τρίτη πράξη ούτε που μας είχε επιτρέψει να υποψιαστούμε ότι θα πάει κατά εκεί που πάει. Φυσικά και δεν θα πω τις εξελίξεις της ιστορίας διότι ο θεατής οφείλει να νιώσει την εμπειρία της ταινίας που έχει να κάνει με όλα αυτά που δεν περίμενε.
Το μόνο που θα πω διότι είναι πολύ βασικό κι έχει πολύ να κάνει με το ότι δεν έχει καμία σχέση με ό,τι αφροαμερικάνικο έχουμε δει ως τώρα , είναι πως γίνεται προκλητική και προχωρημένη και για τους ίδιους τους Αφρο-αμερικάνους. Διότι τολμά και βάζει και gay ζήτημα και για τους μαύρους το ζήτημα αυτό είναι μεγαλύτερο ταμπού από όσο για τους ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΟΥΣ λευκούς ή και τους αντιδραστικούς. Οι Αφρο-αμερικάνοι έχουν ταμπού μεγάλο πάνω στο θέμα, καταρχήν λόγω θρησκευτικότητας. Όχι, δεν είναι μια gay ταινία, βάζει όμως κι αυτό το ζήτημα και του δίνει κι έμφαση κι ο τρόπος με τον οποίο το διαχειρίζεται είναι αφοπλιστικός.
Κι αυτό το περιεχόμενο μας προσφέρεται αμπαλαρισμένο σε σπουδαίο κινηματογράφο. Δεν μιλώ για τις ερμηνείες που δείχνουν ότι ο Μπάρυ Τζένκινς τόσο ως σεναριογράφος με τους ρόλους που γράφει όσο κι ως σκηνοθέτης με τον τρόπο που τους διδάσκει και με το cast που επιλέγει με τον casting director, δεν μιλώ για τον ΜΑΧΕΡΣΑΛΑ ΑΛΙ που παίζει τον dealer με μια ανείπωτη εσωτερική σύνθεση των αντιφάσεων του χαρακτήρα και τον εξωτερικεύει με λιτότητα από τις πλέον υποδειγματικές, δεν μιλώ για τη ΝΑΟΜΙ ΧΑΡΙΣ που κάνει την πρεζού μάνα χωρίς καμία εξωτερίκευση της ένοιας «πρεζόνι», χωρίς υπερβολές, ξεμαλλιάσματα και παραπατήματα αλλά και με μια σκηνή στην τρίτη πράξη που δείχνει ολοκλήρωση του ρόλου, δεν μιλώ για τον ηθοποιό που παίζει τον ήρωα στην τρίτη πράξη όχι ότι υστερούν τα παιδιά που τον παίζουν στις δύο προηγηθείσες), δεν μιλώ για το cast,έναν προς έναν ,που είναι αυτός και δεν θα μπορούσε να είναι άλλος…
Μιλώ για κινηματογράφο με ανάλογη κινηματογράφιση προς το περιεχόμενο. Μιλώ για φωτογραφία που φωτίζει ρεαλιστικά το περιβάλλον αλλά πρωτοστατεί η κάμερα που ώρες και φορές σου δίνει την εντύπωση μηχανής στο χέρι. Και για μία σχέση ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ-ΜΟΝΤΑΖ, που ανάλογη θυμάμαι μόνο στην βραζιλιάνικη «ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ» αλλά εδώ, στο «Moonlight» τη βρίσκω ακόμα πιό αποτελεσματική διότι στο βραζιλιάνικο «έτρεχαν» όλα. Κάμερα και μοντάζ. Εδώ το μοντάζ ακολουθεί τις κινήσεις της κάμερας. Ζαλιστικό όταν αυτή κινείται, «κυκλικό» κι αυτό όταν αυτή κάνει κύκλους (πως το κατάφερε αυτό το «κυκλικό» ο μοντέρ να του δώσει ίδια αίσθηση!) πως στέκεται και το μοντάζ όταν η κάμερα ακινητοποιείται κι ηρεμεί κι αυτό , σαν να παίρνει μια ανάσα, σαν να σταμάτησε για ένα τσιγάρο, και καταγράφει τη σκηνή που δεν πρέπει ούτε να κόψει ούτε να διακόψει. Μένει η μουσική, που προτάθηκε κι αυτή για Οσκαρ, για να γίνει ίσως αντιληπτή από κάποιους η έννοια της κινηματογραφικότητας της μουσικής, όπου εδώ δεν έχουμε ούτε θέμα, ούτε κάν υπόγεια συνοδεία δρασης ούτε εμπλοκή με τους ήχους. Εδώ έχουμε σκόρπια πράγματα, διαφορετικών ακουσμάτων, που μπαίνουν σκόρπια σε σκηνές όταν ο σκηνοθέτης επιδιώκει να ολοληρώσει κάτι. Είναι ένα πολύ ιδιαίτερο score.
Και κάπου εδώ σταματώ. Δεν μπόρεσα να κάνω μικρό κείμενο τελικά
Το «La-La-Land» έχει στα Οσκαρ σοβαρό αντίπαλο.