Ναι, είναι βιογραφία άλλου τύπου αλλά αν το άλλου τύπου» γίνεται αποκλειστικό ζητούμενο κι όχι το ίδιο το έργο που βγαίνει από αυτό, δεν μιλάμε και για νίκη.
Το «άλλου τύπου» έχει δοκιμαστεί κι άλλες φορές με το να πάρεις ένα βιογραφούμενο, ιστορικό ή καλλιτεχνικό πρόσωπο και να το χρησιμοποιήσεις για ένα συγκεκριμένο κομμάτι της ζωής του όπου μέσα από εκεί θα ανιχνεύσεις τον χαρακτήρα. Ο χαρακτήρας που ανιχνεύεις εννοείται ότι παύει να είναι του ίδιου του ιστορικού προσώπου και γίνεται χαρακτήρας του συγκεκριμένου σεναρίου, του συγκεκριμένου δράματος.
Αυτή είναι ολοφάνερα η πρόθεση της ταινίας.
Μια ταινία με ηρωίδα την ΤΖΑΚΙ ΚΕΝΕΝΤΥ (αργότερα ΤΖΑΚΙ ΩΝΑΣΗ) απομονωμένη στο 48ωρο που μεσολαβεί από τη στιγμή της δολοφονίας του τότε Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής ΤΖΩΝ ΦΙΤΖΕΡΑΛΝΤ ΚΕΝΕΝΤΥ. Μια ταινία που δεν θέλει να πει την πλήρη βιογραφία της κι αυτό είναι αναφαίρετο δικαίωμα της ταινίας και της Τέχνης εν γένει.
Όμως η Τζάκι Κένεντυ είναι μια κορυφαία προσωπικότητα, με συμπάθειες κι αντιπάθειες, με έντονη παρουσία δίπλα στον Πρόεδρο Κένεντυ όπου θεωρήθηκε εισηγήτρια νέου μοντέλου περί Πρώτης Κυρίας, της Πρώτης Κυρίας που συμμετέχει δίπλα στο σύζυγο και δεν είναι ένα άψυχο μπιμπελό ή μια διακριτική, αποτραβηγμένη μεσόκοπη στο πλάι του συζύγου , ενπάση περιπτώσει μιάς γυναίκας του Λευκού Οίκου που ανταποκρινόταν στο νέο πνεύμα των 60ς. Η οποία κράτησε τις συμπάθειες της χήρας του δολοφονημένου για πέντε χρόνια. Και μια ωραία πρωία του 1968 έδειξε ότι ήταν κάτι άλλο, όταν ξαφνικά ανακοινώθηκε ότι παντρεύεται τον Έλληνα Κροίσο Αριστοτέλη Ωνάση, που εγκατέλειψε «απότομα» (;;) την Μαρία Κάλας μετά από πολύχρονη σχέση για να παντρευτεί τη χήρα του Προέδρου. Κι από κει και μετά αρχίζουν άλλα να λέγονται για την Τζάκι, γίνεται πρόσωπο του jet-set. Και ποιού jet-set;
Αυτό λοιπόν σημαίνει πως βεβαίως και δεν θα κάνεις τα χατίρια του «κακομαθημένου» κοινού που θα ήθελε ίσως να δει τη βιογραφία της έτσι όπως τη φανταζόταν, την ήξερε και την απαιτούσε. Όμως, σε αυτό που αποφασίζεις, να κάνεις οφείλεις να φτιάξεις ένα χαρακτήρα, πολύ μεστό, πολύ ψαγμένο, με απλά λόγια να φτιάξεις ένα ψυχολογικό πορτραίτο που να δείχνει το χαρακτήρα μιάς γυναίκας πως επηρεάζεται και ίσως κι αναδημιουργείται, εξαιτίας ενός τραγικού κι ολότελα απρόβλεπτου γεγονότος που από τη μια μέρα στην άλλη, άλλαξε όχι μόνο τη δική της ζωή αλλά κι ολόκληρου του Πλανήτη.
Αυτό που βλέπουμε στην ταινία είναι η Τζάκι μέσα σε ένα 48ωρο. Η δολοφονία του Προέδρου, η σχέση της με τον τύπο, οι προετοιμασίες της κηδείας, η έλλειψη εμπιστοσύνης πλέον στα μέτρα ασφαλείας ακόμα και για την ίδια κι η αναχώρηση από το Λευκό Οίκο μετά την τελετή. Που και που ψελλίζονται μερικά πράγματα για τη συζυγική σχέση της με τον δολοφονημένο Πρόεδρο, όχι τίποτε σπουδαίο ή αποκαλυπτικό, όχι δεν πάει στο κουτσομπολιό, ούτε υπαινίσσεται τίποτα περί του τι θα κάνει τώρα μια νέα γυναίκα με δύο μικρά παιδιά, που θεωρώ ότι είναι βασικό στοιχείο για το ψυχολογικό πορτραίτο μιάς γυναίκας που ξαφνικά της συνέβη κάτι τέτοιο.
Οπότε, τι είδους ψυχολογικό πορτραίτο είναι αυτό; Ποια ήταν στο ξεκίνημα του φιλμ η ηρωίδα και ποια καταλήγει να είναι στο φινάλε του; Δεν βλέπουμε καν να αναπηδά από μέσα της ένας εγωισμός ή μια τάση επιβίωσης ή μια αναρώτηση για τη σχέση της με τον Τύπο, πράγματα που θα συμβούν μετά και κάπως δικαιολογούν το πρόσωπο στα παρακάτω του. Διότι η Τζάκι, επαναλαμβάνω, ήταν ένα πασίγνωστο πρόσωπο, είναι ένας μύθος.
Εκείνο δε που μου έλειψε ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΣ, το χρεώνω στον εαυτό μου ως «προσωπικό» αλλά οφείλω να το δηλώσω είναι το εξής (μια και μιλάμε για ψυχολογικό πορτραίτο και τι μου έλειψε): Στην περίπτωση της Τζάκι Κένεντυ από πιτσιρίκος όταν το πρωτάκουσα κι αργότερα το διάβαζα και το ξαναδιάβαζα στις εφημερίδες (και πόσο έντονα το είχε προβάλει ως περιεχόμενο κι όχι ως ενσταντανέ ο Ολιβερ Στόουν στο «JFK» χωρίς να δείχνει καν την ίδια),με συγκλόνιζε και με προκαλούσε ότι παρέμεινε με τα ματωμένα ρούχα. Οτι σκοτώθηκε δίπλα της ο Πρόεδρος, έκανε μια κίνηση διαφυγής (το ένστικτο της αυτοσυντήρησης; Ο φόβος; ο αιφνιδιασμός;) , τα αίματα από τα διαλυμένο κρανίο του της λέκιασαν το ροζ ταγιέρ κι η αθεόφοβη δεν τα έβγαλε από πάνω της, ταξίδεψε με αυτά, εμφανίστηκε στην ορκωμοσία του νέου Προέδρου των ΗΠΑ Τζόνσον με τα ματωμένα ρούχα και τα έβγαλε πιά το βράδυ όταν πήγε να πάρει το μπάνιο της. Αυτό με συντάραζε στην προσωπικότητα της ως γεγονός, ως άνθρωπος με τρομερή δύναμη, με απίστευτο τσαγανό μα κι όταν μεγάλωνα κι έβλεπα τα άλλου τύπου παιχνίδια της με τον Ωνάση και με τον Τύπο κλπ, άλλοτε τα σκεφτόμουν ως δύναμη για publicity, άρα μια γυναίκα αποφασισμένη για το μέλλον αφού μπόρεσε και κράτησε πάνω της τα ματωμένα ρούχα, ή και μια γυναίκα σκληρή έως και πωρωμένη (αυτά τα σκεφτόμουν μεγάλος πιά με βάση το συγκεκριμένο περιστατικό) που μπόρεσε να κρατήσει πάνω της αυτό το πράγμα… Και κάπου αυτή η αποφασιστικότητα με τρόμαζε. Κι εδώ δεν είδα κανένα στοιχείο από αυτό το πράγμα πέρα από την εικόνα των ρούχων. Δική μου εμμονή, το παραδέχομαι αλλά είναι μέσα στο 48ωρο που κτίζεται το πορτραίτο. Δεν θεωρείται σημαίνον για τον χαρακτήρα της;
Ενπάση περιπτώσει, μιλάμε για μια γυναίκα που έχει όλα τα στοιχεία πάνω της για να εμπνεύσει μιά κινηματογραφική βιογραφία. Τίγκα στια αντιφάσεις, στα ζενίθ και στα ναδίρ ,με ένα χαρακτήρα που σηκώνει ανίχνευση.
Στην ταινία δεν υπάρχει τίποτε από όλα αυτά. Δεν υπάρχει όμως και τίποτα που να δηλώνει και να δικαιολογεί αυτή την προσωπικότητα.
Οπότε, τι είδους ψυχολογικό πορτραίτο είναι αυτό που μας έδειξε η ταινία;
Αναγνωρίζω, ένα διαφορετικό τρόπο γραφής στο σενάριο κι όλο αυτό με θέλγει , ότι δεν βλέπουμε κάτι τετριμμένο. Αλλά δεν βλέπω κι αποτέλεσμα. Η μάλλον, αυτό που βλέπω ως αποτέλεσμα, είναι κάτι «λίγο», κάτι «μικρό», κάτι ελάχιστο.
Κινηματογραφικά σαφώς κι εξυπηρετείται κι από το μοντάζ που φροντίζει να προβάλει αυτή τη νέα σεναριακή γραφή, με καθήλωσε η μουσική η οποία δεν είναι soundrack-άδικη, είναι έως και μονότονη σε παραλλαγές αλλά είναι ευρηματική για συνοδεία της ιστορίας σε ένα 48ωρο κηδείας, είναι μια μουσική «κηδείας», συνοδείας κηδείας, όχι ένα πένθιμο μουσικό θέμα, δεν πρόκειται για πένθιμο εμβατήριο αλλά ως μουσική κινηματογραφική λύση το βρήκα ευφυές . Από ό,τι διάβασα στο βιογραφικό της Βρετανής συνθέτριας ΜΙΚΑ ΛΕΒΙ, που συνέθεσε το score κι αναγνωρίστηκε με υποψηφιότητα για το Οσκαρ, είναι καλλιτέχνης του τσέλο κι αυτό μου έδωσε πολλαπλές εξηγήσεις εκ των υστέρων για τη δουλειά πάνω στο φιλμ.
Το ΠΟΛΥ που υπάρχει στο «λίγο» του αποτελέσματος είναι η ΝΑΤΑΛΙ ΠΟΡΤΜΑΝ. Παίζει την Τζάκι του σεναρίου και με το παίξιμο της αφήνει νύξεις που στο σενάριο δεν υπάρχουν, είναι εκπληκτική στην τεχνική της, ελέγχει πλήρως τα μέσα της, αξίζει τον κόπο να δει κανείς την ταινία για αυτήν. Κι όπως είναι ντυμένη και με τα ρούχα της Τζάκι,( όχι πολλά, αυτό είναι από τα θετικά της ταινία που επιδίωκε μια λιτότητα στην εκτέλεση αυτής της σινε-βιογραφίας- κι έφερε κι υποψηφιότητα για ενδυματολογικό Οσκαρ) πραγματικά σε πείθει ότι είναι η Τζάκι. Όμως σε αυτό το λίγο που της επιτρέπεται να κινηθεί από το ίδιο το έργο δεν μπορεί να δείξει το παραπάνω. Δεν θα κριθεί φυσικά για αυτό που δεν δείχνει σε κάτι που δεν υπάρχει, μπορεί όμως να επηρεαστεί το όλον της από το «λίγο» του έργου και να μην πάρει το Οσκαρ, στο βαθμό που το «λίγο» επηρεάζει και τον ρόλο.