Νομίζω, λοιπόν, πως η καινούργια ταινία του Λάνθιμου (και του Φιλίππου- διότι εγώ τους σεναριογράφους τους τοποθετώ στην ίδια μοίρα με τους σκηνοθέτες) θα μπερδέψει και φίλους και εχθρούς του σινεμά αυτού, καθώς θα επιχειρήσουν να την αναλύσουν.
Αν ο «Κυνόδοντας» είχε δείξει με σουρεαλιστικό τρόπο τα «σάπια» της έννοιας «οικογένεια» κι αν ο «Αστακός» είχε σουρεαλιστικοποιήσει ένα θέμα περί αγάπης, εδώ λίγο θα ξαφνιάσει και θα μπερδέψει ο στόχος. Νομίζω (πάλι «νομίζω» διότι το αλάθητο δεν το έχει ούτε ο Πάπας) πως το καλύτερο που έχει κανείς να κάνει εφόσον αποφασίσει να φτάσει ως το ταμείο του κινηματογράφου όταν προβληθεί η ταινία, είναι να αφεθεί στην ίδια την ταινία. Και να μην επιχειρήσει να την αναλύσει. Θα μου πείτε, είναι υγιές αυτό; Είναι σωστό; Πώς να μην αναλύσεις κάτι που σε προκαλεί και που του δίνουν βραβείο ΣΕΝΑΡΙΟΥ, άρα υιοθετούν και το περιεχόμενο, οι Κάνες; Θα απαντούσα «Και ναι και όχι».
Ισως το βραβείο σεναρίου να μην δόθηκε για το περιεχόμενο που εν πρώτοις φαίνεται λίγο …. «τσίου» αλλά για τον τρόπο γραφής.
Ω, ναι. Διότι από πλευράς σεναριακής τεχνικής και γραψίματος , εμένα προσωπικά, κι ας μην με έθελξε το περιεχόμενο του, με τράβηξε η γραφή του. Το σενάριο έχει εκπληκτικό αφηγηματικό ρυθμό, απίστευτη ροή, σε παρασύρει στο να παρακολουθήσεις αυτό το «γειά σου» που είναι το έργο και που τελικά μπορείς να καταλήξεις ότι δεν είναι και τόσο «γειά σου» όσο το νόμιζες. Βεβαίως και σε αυτή τη γραφή, την αρκετά εξελιγμένη, δεν πρέπει να παραγκωνισθεί ο ρόλος που έπαιξε το μοντάζ του ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΑΥΡΟΨΑΡΙΔΗ ο οποίος πατάει σε σενάριο ρυθμού και δίνει το δικό του ρυθμό πιά στην ταινία και την πάει και πολύ παραπέρα από εκεί που του την εμπιστεύονται το σενάριο κι ο Λάνθιμος ως σκηνοθέτης. Ο οποίος Λάνθιμος ακολουθεί στη σκηνοθεσία του το σεναριακό ρυθμό και επίσης να πω ότι ως σκηνοθέτης πετυχαίνει να δώσει εξαιρετική καθοδήγηση στους ηθοποιούς, πέτυχε από όλους ένα συγκεκριμένο ερμηνευτικό τόνο όπου κινούνται με απόλυτη ομοιογένεια, έκανε τον ΚΟΛΙΝ ΦΑΡΕΛ να φαίνεται καλύτερος ηθοποιός από όσο στις χολυγουντιανές ή και βρετανικές ταινίες και τη ΝΙΚΟΛ ΚΙΝΤΜΑΝ να συντάσσεται ερμηνευτικά με τη γραμμή. Και μας αποκαλύπτει κι ένα νέο ηθοποιό, τον ΜΠΑΡΥ ΚΕΟΓΚΑΝ, για τον οποίο δεν θα ξαφνιαστώ αν τον δω υποψήφιο για το Οσκαρ β΄ανδρικού ρόλου κι ο Λάνθιμος, δι αυτού του τρόπου αναγνωριστεί κι ως σκηνοθέτης που στέλνει και ηθοποιούς στα Οσκαρ κι όχι μόνο τα ιδιότυπα σενάρια ως διαφορετικός τρόπος γραφής.
Από κει και πέρα, για τι έργο μιλάμε; Για ένα γιατρό, παντρεμένο με γιατρέσσα , με τακτοποιημένη οικογενειακή ζωή, όπου ξαφνικά αναλαμβάνει υπό την προστασία του έναν έφηβο , όπου τον γιατρό τον ορέγεται κι η μαμά του εφήβου (άλλη μια «αποκάλυψη» από μεριάς Λάνθιμου περί καθοδήγησης ηθοποιών- ποιος αναγνωρίζει στο πρόσωπο της μητέρας την ΑΛΙΣΙΑ ΣΙΛΒΕΡΣΤΟΟΥΝ, την χολυγουντιανή τινέητζερ του πάλαι ποτέ;) κι ο έφηβος κάνει καταλυτική την παρουσία του μέσα στο σπίτι, όπου οδηγεί τα παιδιά του γιατρού σε μια παράξενη και διαρκώς εξελισσόμενη ασθένεια, σαν να επρόκειτο για σφάγια που πρέπει να θυσιαστούν σε ένα ακαθόριστο βωμό.
Σαφώς και σηκώνει πολλή συζήτηση από μεριάς υποστηρικτών περί μύθου «Ιφιγένεια» και πόσο «Αγαμέμνων» είναι ο γιατρός, σαφώς και τα ανθρώπινα διλήμματα που βάζει στον γιατρό είναι ενδιαφέροντα και βοηθούν τον Κόλιν Φάρελ να δείξει ότι μπορεί και για κάτι περισσότερο αν υπάρξει η ανάλογη καθοδήγηση… σαφώς κι υπάρχουν όλα αυτά, σαφώς όμως και πλανάται κι ένα μεγάλο ερωτηματικό περί του όλου πράγματος. Ενας εχθρικά διακείμενος θα μπορούσε να το αντιμετωπίσει όλο αυτό κι ως ένα «τέχνασμα» που έγινε για να προκαλέσει συζητήσεις.
Όμως το έργο υπάρχει, είναι εδώ κι είναι φτιαγμένο από άξια χέρια διότι δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε τη φωτογραφία του ΘΥΜΙΟΥ ΜΠΑΚΑΤΑΚΗ, σταθερού συνεργάτη του Λάνθιμου, ο οποίος φωτίζει με ψυχρά χρώματα την μοντέρνα αλλά κι ανεπιτήδευτη σκηνογραφική διεύθυνση της ταινίας που καθρεφτίζει το γενικότερο στυλ του γιατρού, της οικογένειας του και του τρόπου ζωής τους.