Για τον αληθινό ΠΑΜΠΛΟ ΕΣΚΟΜΠΑΡ είχα ακούσει πολλά όταν είχα ταξιδέψει πριν από καμιά δεκαριά χρόνια στην Κολομβία. Κι άκουσα ανάμεικτα σχόλια γι αυτόν, ξεκινώντας από την κοινή παραδοχή ότι ήταν ένας βαρόνος των ναρκωτικών , που είχε φτιάξει και ιδιωτικό στρατό. Πάνω σε αυτή τη γενική παραδοχή άρχιζαν κι οι διαφοροποιήσεις. Και κάπου οι περισσότεροι κατέληγαν ακόμα και σε «εθνικό ήρωα» με την έννοια ότι ήταν και κάπως σαν κάτι από Ρομπέν των Δασών που με τα χρήματα του βοηθούσε τους φτωχούς κι ότι τον έφαγαν οι Αμερικάνοι σε συνεργασία με τη δική τους «διεφθαρμένη» (;) κυβέρνηση, οι οποίοι Αμερικάνοι της εποχής Ρήγκαν επικαλούντο ηθική πλευρά ενώ στην πραγματικότητα ήθελαν να ελέγχουν οι ίδιοι το εμπόριο της κοκαϊνης και τα εξ αυτής χρήματα να παραμένουν στην Αμερική κι όχι να πηγαίνουν στην Κολομβία. Βεβαίως, κι αυτή δεν ήταν επίσημη κυβερνητική θέση κι η επίσημη θέση για τον Εσκομπάρ ήταν απολύτως καταδικαστική.
Από εκεί και μετά, πάμε στον κινηματογράφο και στη σύγχυση γύρω από αυτόν.
Όπως έχουμε εκείνους που είναι κολλημένοι με τα βιβλία και νομίζουν ότι το σινεμά είναι υπηρέτης τους και επαναλαμβάνουν το μότο της ανοησίας « το βιβλίο ήταν καλύτερο», έτσι έχουμε και λογής λογής άλλους ΑΝΤΙ-ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟΥΣ κολλημένους, απολύτως ΣΙΝ-ΕΧΘΡΙΚ, οι οποίοι θεωρούν το ίδιο για τα βιντεοπαιχνίδια που μεταφέρονται στην οθόνη (ότι το βιντεοπαιχνίδι ήταν καλύτερο από το φιλμ) ή για τηλεοπτικές σειρές που τις βάζουν σαν μέτρο σύγκρισης απέναντι στον κινηματογράφο είτε μιλάμε και για θέματα καυτά που θεωρούν ότι ο κινηματογράφος δεν έχει δική του γλώσσα, δική του φαντασία, δική του παρέμβαση παρά είναι κι εδώ υπηρέτης της δημοσιογραφίας, της πολιτικής, και δεν ξέρω τίνος άλλου……..
Η αντικινηματογραφικότητα έχει στις μέρες μας ξεφύγει εντελώς!
Ετσι λοιπόν και για αυτόν τον «Εσκομπάρ» άλλοι θα πουν ότι είναι «Αμερικανιά» , που είναι και το πρώτο εύκολο όταν δεν είναι σε θέση να εκφράσουν κάτι που θέλουν να πουν, παρόλο ότι το «ΑΓΑΠΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΑΜΠΛΟ» είναι γυρισμένο από ΙΣΠΑΝΟ σκηνοθέτη και σεναριογράφο, τον ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΛΕΟΝ ΝΤΕ ΑΡΑΝΟΑ, ο οποίος μετέφερε στην οθόνη το βιβλίο της δημοσιογράφου ΜΠΙΡΧΙΝΙΑ ΜΠΑΛΕΧΟ, που ήταν και γκόμενα του Εσκομπάρ κι από την οποία ο «βαρόνος» είχε ζητήσει την παρακολούθηση της βιογραφίας του. Όταν τον έβγαλαν από τη μέση, εκείνη αποφάσισε τότε να γράψει το βιβλίο με τη δράση του μέσω της γνωριμίας τους, όπου στην προστασία της είχε εμπλακεί δυνατά η CIA. Και δεν είναι μόνο ο σκηνοθέτης- διασκευαστής Ισπανός , είναι και το πρωταγωνιστικό ζεύγος κι είναι και το γεγονός πως ο ίδιος ο Μπαρδέμ φέρει ιδιότητα παραγωγού στους τίτλους της ταινίας.
Αυτό που βλέπουμε λοιπόν είναι η κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου της Μπαλέχο στην οθόνη, εξού κι ο ρόλος της στη σεναριακή προσαρμογή είναι τεράστιος, εξού και την υποδύεται η ΠΕΝΕΛΟΠΕ ΚΡΟΥΖ, εξού κι ο ρόλος της είναι τόσο ωραίος ως ρόλος και μερικές φορές από καθαρώς δραματουργική άποψη συναισθάνεσαι ή και συνειδητοποιείς ότι είναι καλύτερος ρόλος κι από του Μπαρδέμ, με την έννοια ότι διαθέτει περισσότερα «χρώματαα». Πως ήταν, ας πούμε, η «Θεωρία των πάντων» που την ιστορία του Στήβεν Χόκινγκ τη βλέπαμε μέσα από τη «ματιά» της γυναίκας του αφού στο δικό της βιβλίο βασιζόταν η ιστορία, τα δικαιώματα του δικού της βιβλίου είχαν αγοράσει οι Εγγλέζοι παραγωγοί κι όχι της επιστημονικής κοινότητας για επιστημονική παρουσίαση του έργου του Χόκινγκ; Κάπως έτσι γίνεται κι εδώ.
Δεν αποκλείω αυτό που άκουσα ότι δηλαδή η τηλεοπτική σειρά «NARCOS» είναι «καλύτερη», με την έννοια ότι δίνει λεπτομερέστερες περιγραφές κι αναλύσεις γύρω από τον Εσκομπάρ αλλά χωρίς να έχω δει τη σειρά και χωρίς να αμφισβητώ την τηλεοπτική της αξία, έχω να πω ότι στον αριστοτελικό ορισμό υπάρχει το «μέγεθος», ότι το κινηματογραφικό σενάριο κρίνεται με τις δικές του παραμέτρους, ότι το τηλεοπτικό κρίνεται με άλλους κανόνες κι ας είναι η βάση του ίδια, πάνω στον ίδιο, τον ένα κι αέναο ορισμό, κι ότι δεν μπορούμε να συγκρίνουμε τα ανόμοια.
Βεβαίως κι εδώ μπαίνει ο παράγοντας κοινό. Κι ο θεατής έχει δει τη σειρά κι αισθάνεται ότι από εκεί βγήκε πλουσιότερος… Το ίδιο έκανε και με τα βιβλία, το ίδιο κάνει και με τα βιντεοπαίχνιδα, το ίδιο κάνει και με τις πολιτικές αναλύσεις. Σε καμία περίπτωση όλα αυτά δεν έχουν σχέση με τον κινηματογράφο. Εχουν να κάνουν με την έλλειψη εκπαίδευσης και με τον αχταρμά.
Το «ΑΓΑΠΩΝΤΑΣ ΤΟΝΠΑΜΠΛΟ» μέσα από την περιπέτεια κάνει επισημάνσεις στοιχείων και χαρακτήρων και σκοπό έχει να μας χαρίσει ένα ευχάριστο κινηματογραφικό δίωρο. Αυτή είναι η αποστολή του, σινεμά κάνουν οι άνθρωποι κι όχι κατήχηση, ούτε είναι σειρά για να κρατάει 3 ή 4 χρόνια…
Ο κινηματογραφικός ρυθμός είναι άψογος, οι χώροι γυρισμάτων πείθουν για την αυθεντικότητα τους, οι σκηνές είναι γραμμένες κινηματογραφικότατα, το μοντάζ δεν μας αφήνει ποτέ να χάσουμε το ρυθμό, οι ηθοποιοί είναι αξιαγάπητοι.
Η τελευταία βλακεία που κυκλοφορεί στο IMDB, προφανώς από Αμερικανάκια που δεν έχουν ταξιδέψει και την παπαγαλίζουν και τα Ελληνάκια που δεν γνωρίζουν ή δεν σκέπτονται , είναι πως το ισπανικό «αξάν» στην προφορά του Μπαρδέμ είναι ενοχλητικό, ότι θα ήθελαν να δουν την ταινία γυρισμένη στα ισπανικά για να τους κάνει αυθεντική..
Δεν γνωρίζουν αυτά τα παιδιά ότι σε όλη την Ευρώπη πλην συγκεκριμμένων προορισμών, οι ταινίες ντουμπλάρονται, συνεπώς θα την ακούν στα «γαλλικά», στα «πορτογαλέζικα», στα «ιταλικα», στα «γερμανικά» κι αυτή η «ένσταση» είναι άκυρη εως και βλακώδης, κατά δεύτερον λόγον , τον Χαβιέ Μπαρδέμ δεν τον βλέπουν πρώτη φορά σε αγγλόφωνη ταινία ωστόσο τον αντιμετωπίζουν σαν να ήταν ο …Τσίπρας που δεν τους αρέσουν τα αγγλικά του. Ο Χαβιέ Μπαρδέμ έχει πάρει και ΟΣΚΑΡ σε αγγλόφωνο ρόλο κι έχει κάνει καριέρα στην Αμερική άλλοτε με βαρύ κι άλλοτε με ελαφρότερο ισπανικό «αξάν». Είναι σαφέστατη επιλογή να «μιλήσει» το ρόλο του Εσκομπάρ έτσι όπως τον μίλησε και δόξα τω Θεώ η άρθρωση του, επειδή πρόκειται για τέλεια εκπαιδευμένο ηθοποιό, είναι άψογη. Ki o Xαβιέ κι η Πενέλοπε ήταν υποψήφιοι για τις εδώ ερμηνείες τους στα βραβεία "Γκόγια" του 2018