Στην απονομή των ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΒΡΑΒΕΙΩΝ το βράδυ του Σαββάτου, που διεξήχθη στο Βερολίνο, είδαμε κάτι που σπανίζει: Ταινία με «Χρυσό Φοίνικα» να κερδίζει και το ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ. Είχε συμβεί και με το «AMOUR» του ΜΙΚΑΕΛ ΧΑΝΕΚΕ το 2012 αλλά αυτά ήταν οι εξαιρέσεις. Αυτή τη φορά δεν είχαμε απλώς «αποκατάσταση σχέσεων» όπου συνέπεσε η τελική επιλογή μα είδαμε την ταινία που κέρδισε τον «ΧΡΥΣΟ ΦΟΙΝΙΚΑ» των Κανών 2017, στην ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ να σαρώνει.
ΚΙ αυτό καταλήγει σε κάτι ενδιαφέρον, αρκεί να αγαπάς το σινεμά , τα είδη του, να παρακολουθείς τους σκηνοθέτες του, αλλά και τους νέους παραγωγούς του και να ξέρεις το πώς γίνεται το σινεμά κι όχι να αρχίζεις και να τελειώνεις με τους auteur. Στη συγκεκριμένη ταινία υπάρχει και κάτι που θα μπορούσε να προκαλέσει συζητήσεις, αν στην Ελλάδα ενδιαφερόμασταν για το ΣΙΝΕΜΑ, το ότι οι παραγωγοί της είναι Ελληνες, ο ΠΑΡΙΣ ΚΑΣΙΔΟΚΩΣΤΑΣ-ΛΑΤΣΗΣ κι ο συνεργάτης του ΤΕΡΡΥ ΝΤΟΥΓΚΑΣ αλλά πως να έκαναν τέτοια ταινία εδώ; Αστυνομική περιπέτεια της μιάς νύχτας; Θα έπεφταν να τους φάνε. Εδώ πήγαν να τους φάνε ΑΠΟ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΗ και για τούτο εδώ, ξεκινώντας τη ρίψη βελών στον πρωταγωνιστή ΡΟΜΠΕΡΤ ΠΑΤΙΝΣΟΝ κι ας είναι το άλλο μεγάλο ΕΠΙΤΕΥΓΜΑ της ταινίας, η μεταμόρφωση του σε ηθοποιό αξιώσεων, τουλάχιστον με μέλλον ώστε να δοκιμαστεί σε ρόλους. Εδώ το πετυχαίνει αλλά κάποιοι τον ειρωνεύονται ως «πρώην αγοράκι». Αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα. Κι υπάρχει κι ένα ΤΡΙΤΟ επίτευγμα, το οποίο είναι ίσως και το μεγαλύτερο της ταινίας, κι αναφέρομαι στη ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ (ΣΩΝ ΠΡΑΪΣ ΓΟΥΙΛΙΑΜΣ), στη δουλειά της κάμερας, η οποία πετυχαίνει το ζαλιστικό ρυθμό που απαιτεί το σενάριο και μας μεταφέρει σε καταστάσεις αδρεναλίνης που οδηγούν ως την κρίση πανικού (όπως, πολύ σωστά, κατά τη γνώμη μου, επισήμανε κάποιος), όχι φυσικά του θεατή αλλά στην ένταση που απαιτείται από την ταινία.
Διότι το κέφι στο να γράψεις κριτική, πηγάζει ΚΑΙ από την ταινία που καλείσαι να κρίνεις. Κι όπως με είχαν διδάξει στο ξεκίνημα της επαγγελματικής μου ζωής, που ήταν και σε πολύ νεαρή ηλικία, οι δασκάλοι μου, το χειρότερο συναίσθημα για την κριτική (όχι για τον κριτικό, κι οι δασκάλοι μου ήταν εργοκεντρικοί κι αριστοτελικοί) είναι να έχεις έργο που ούτε καλό είναι ούτε κακό είναι. Κι είχα ρωτήσει: Ποιο δηλαδή είναι χειρότερο από το κακό; Κι η απάντηση που είχα πάρει ήταν: Το «ΠΕΡΙΤΤΟ».
Κι οι σταθερές αυτές αξίες, τουλάχιστον σε επίπεδο κριτηρίων των κριτικών ενώσεων, δείχνουν να είναι ο ΓΟΥΙΛΕΜ ΝΤΑΦΟΕ ως καλύτερος supportingγια το «THE FLORIDA PROJECT» και βέβαια ο νεαρός πρωταγωνιστής του «ΝΑ ΜΕ ΦΩΝΑΖΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ» ,ο ΤΙΜΟΤΕ ΣΑΛΑΜΕ, που δεν κρύβω ότι με κάνει περήφανο το γεγονός πως τον επισήμανα με το που τον είδα, ως κάτι ξεχωριστό.
Η ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ, που φέρει το βαρύ σαιξπηρικό όνομα , κατάγεται από τον «ελισαβετιανό» προπάππο της όσο κι αν σπεύδουν να μας πληροφορήσουν για ένα ρωσικό μυθιστόρημα στο οποίο βασίζεται και τοποθετείται στην Αγγλία του 19ου αιώνα, που κι αυτός ο συγγραφέας, ο ΝΙΚΟΛΑΪ ΛΕΣΚΟΦ, από τον Σαίξπηρ τη «δανείστηκε». Και το όνομα είναι που σηματοδοτεί τη σημαντικότητα διότι αν την έλεγαν κάπως αλλιώς νομίζω πως πολλοί θα την προσπερνούσαν. Όχι πάντως λόγω ασημαντότητας.